FreeCinema

Follow us

Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!

ΜΟΝΟΜΑΧΙΑ ΣΤΗ ΣΙΕΡΡΑ ΜΑΝΤΡΕ (1953)

(SECOND CHANCE)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα Εγκλήματος
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρούντολφ Ματέ
  • ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Μίτσαμ, Λίντα Νταρνέλ, Τζακ Πάλανς, Σάντρο Τζίλιο, Ρόι Ρόμπερτς, Μάργκαρετ Μπρούστερ, Ροντόλφο Χόγιος Τζ.

Θα μπορούσε να είναι ακόμα και η ερώτηση του ενός εκατομμυρίου σε τηλεπαιχνίδι με πλούσια δώρα. Ονομάστε τη μοναδική ταινία στην καριέρα του Ρόμπερτ Μίτσαμ, στην οποία ο πυγμάχος στα νιάτα του σταρ του Χόλιγουντ υποδυόταν έναν… boxer. Η σωστή απάντηση (που είναι η) «Μονομαχία στη Σιέρρα Μάντρε», εκτός ίσως από το παράθυρο των… τρελών χρημάτων, ανοίγει την πόρτα και σε μια σειρά από παραδοξότητες. Ο ελληνικός τίτλος παραπέμπει σε γουέστερν, αλλά το φιλμ μόνο τέτοιο δεν είναι (αν και με λίγη προσπάθεια, ίσως να μπορούσε να το καταφέρει κι αυτό!). Ο Μίτσαμ μπορεί να παίζει για μία και μοναδική φορά στη ζωή του έναν πυγμάχο, όμως, ούτε για κάποιο αθλητικού περιεχομένου δράμα α λα «Φλογισμένα Πάθη» (1949) πρόκειται (έξοχη ταινία με τον Κερκ Ντάγκλας, που προβλήθηκε προ ετών στο ΞΑΦΝΙΚΑ ΦΕΤΟΣ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ).

Από την άλλη, ο αυθεντικός τίτλος («Second Chance») μέχρι και σε ενδοσκοπικού τύπου ψυχόδραμα οδηγεί την σκέψη, αρνούμενος σθεναρά να δώσει μια σαφή κατευθυντήρια γραμμή στο είδος της ταινίας που υπηρετεί. Πιθανότατα, βέβαια, ένας πετυχημένος τέτοιος δεν θα ήταν δυνατόν να βρεθεί, διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με σπανιότατη περίπτωση ταινίας που στα ογδόντα μόλις λεπτά της διάρκειάς της καταφέρνει ν’ αλλάξει φιλμικό προσανατολισμό… τρεις ολόκληρες φορές! Αρχικά γνήσιο νουάρ, έπειτα αισθηματική κομεντί με έντονο couleur locale και μεγάλο φινάλε σε ύφος original ταινίας καταστροφής, αρκετά χρόνια πριν «ανακαλυφθεί» ο σχετικός όρος, μάλιστα. Όλα αυτά, δε, έγχρωμα και τρισδιάστατα! Πλούσια φαντασμαγορία σε οικονομική συσκευασία τρία σε ένα. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Το στόρι σαφώς και είναι απλούστατο, κινούμενο στα άκρως βασικά του… όποιου κινηματογραφικού είδους και να το κατατάξει κανείς. Αμερικανός πυγμάχος, ο οποίος έχει καταλήξει να δίνει αγώνες στο Μεξικό (αν και ο τόπος δεν κατονομάζεται), μιας και η δολοφονική δεξιά του γροθιά είχε ξαπλώσει για τα καλά αντίπαλο του σε ring της Νέας Υόρκης, έλκεται από μυστηριώδη συμπατριώτισσά του. Αυτή είναι πρώην γκόμενα μεγαλομαφιόζου, η οποία προσπαθώντας να του ξεφύγει, επιθυμεί να κάνει ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της. Το αφεντικό φοβούμενο πως η δικιά του θα «κελαηδήσει», μιας και ξέρει πολλά για τις βρωμοδουλειές του, έχει στείλει πρωτοπαλίκαρό του για να την «προσέχει», όχι απαραιτήτως με τον πλέον διακριτικό τρόπο. Ο σκληρός μπράβος, όμως, πέραν όλων των άλλων, διακατέχεται από ψυχωτικού τύπου ερωτικά αισθήματα για την όμορφη μαντάμ, δείχνοντας αποφασισμένος να την κάνει δική του με κάθε κόστος. Το ίδιο, βέβαια, επιθυμεί και ο boxer με το «θανατηφόρο» δεξί. Όταν όλοι τους (εξ ανάγκης) επιβιβαστούν στο ίδιο téléphérique, τα πράγματα θα πάρουν μια ομολογουμένως άγρια και λίαν επικίνδυνη τροπή.

Ακολουθώντας τη μόδα των αρχών της δεκαετίας του ’50, που ήθελε τα studios ν’ ανακαλύπτουν στο format του 3D το υπερ-όπλο το οποίο θα κατάφερνε καίριο χτύπημα στον ορμητικό εχθρό του τηλεοπτικού δέκτη, ο Χάουαρντ Χιούζ παρουσίασε την πρώτη ανάλογη ταινία της RKO. Πρωτοπόρος στα όρια της μεγαλομανίας όπως ήταν, δεν αρκέστηκε στα τυπικά τρισδιάστατα κι ενίοτε μπιμουβίδικα, αλλά αποφάσισε το δικό του 3D να είναι το πρώτο στουντιακό έργο που θα έχει γυριστεί εκτός Χόλιγουντ (και εκτός Αμερικής!), επιλέγοντας μάλιστα για το καστ του ό,τι καλύτερο είχε τότε στη διάθεση του από πλευράς ονομάτων. Ο Ρόμπερτ Μίτσαμ ήταν ήδη super star, ο νέος τότε ηθοποιός Τζακ Πάλανς ερχόταν με φόρα από τις δύο κολλητές οσκαρικές του υποψηφιότητες για τον «Πύρινο Εφιάλτη» (1952) και τους «Άρπαγες της Γης» (1953), ο δε σκηνοθέτης Ρούντολφ Ματέ είχε ήδη καταθέσει ικανοποιητικά πειστήρια τόσο στο είδος του νουάρ με το «Κυνηγώντας τον Δολοφόνο μου» (1949), όσο και στο ανάλαφρο Technicolor με τον «Τυχοδιώκτη του Μισισιπή» (1953).

Στα χαρτιά όλα έμοιαζαν υπέροχα, στην πράξη, όμως, δεν εξελίχθηκαν ακριβώς έτσι, προς… δική μας μεγάλη ικανοποίηση ασφαλώς, μιας και σε αντίθετη περίπτωση δεν θα είχαμε τη χαρά να γράφουμε τούτες τις CULT γραμμές ένοχης απόλαυσης! Ο classic εν ψυχρώ εναρκτήριος φόνος σε δωμάτιο ξενοδοχείου και το μυστήριο που καλύπτει προθέσεις και σκοπούς μέσω μιας ωσάν βγαλμένης μέσα από το «Πεπέ λε Μοκό» (1937) σεκάνς παρακολούθησης, δίνει γρήγορα τη θέση του σ’ ένα ρομάντζο με έντονο folklore στοιχείο, μιας και στο εκεί ψηλά στο βουνό απομακρυσμένο μέρος όπου το ζεύγος γόη boxer και απειλούμενης κυρίας βρίσκει καταφύγιο, γίνεται γάμος και χορός σε τυπικό Mexican style. Εν μέσω fiesta και χαράς, στην πλοκή πλαγίως εισέρχεται (σ’ ένα πολύ χαλαρό πλαίσιο…) ντόπιο έγκλημα τιμής, που θα παίξει τον ρόλο του στο τελικό κομμάτι του φιλμ, το οποίο σε κάθε περίπτωση αποτελεί από μόνο του λόγο παρακολούθησής του. Καθώς άλλη οδός διαφυγής από το απομονωμένο χωριό εκεί ψηλά στα… Μετέωρα του Μεξικού, εκτός από το παλιακό téléphérique δεν υπάρχει, η disaster κλιμάκωση έρχεται μ’ έναν εντελώς αναπάντεχο τρόπο, προσφέροντας καταστάσεις τις οποίες πρέπει κάποιος να τις δει για να τις πιστέψει! Το δήθεν αστυνομικό πρωτόκολλο πάει περίπατο, το αθώο ηλικιωμένο ζεύγος Αμερικανών τουριστών που σχολιάζει τα τεκταινόμενα και, πάνω απ’ όλα, ο πιο ευσυνείδητος και συνάμα ψύχραιμος υπάλληλος που έχει εμφανιστεί ποτέ, προσφέρουν σε συνδυασμό με τα εντυπωσιακά εναέρια πλάνα και το απαραίτητο ξύλο διά πιστολιδίου, μια εμπειρία που η έναρξη του φιλμ δεν υπόσχεται με τίποτα. Κάπου εκεί γίνεται φανερό πως από 3D, τελικά, δεν είχε και πολλά να δώσει τούτη η «Μονομαχία», αλλά τουλάχιστον εκεί όπου η τρισδιάστατη τεχνολογία έχει χρησιμοποιηθεί, ομολογουμένως κάνει… μπαμ. Με όπλο ή και χωρίς!

TRIVIA

  • Τα γυρίσματα του φιλμ πραγματοποιήθηκαν την άνοιξη του 1953 στις πόλεις Τάσκο και Κουερναβάκα, στο Νότιο Μεξικό.
  • Το σενάριο της «Μονομαχίας» αποτελέσε συνεργασία του Άγγλου Όσκαρ Μίλαρντ και του Αμερικανού Σίντνει Μπόουμ, οι οποίοι βασίστηκαν σε μια ιδέα του Ντ. Μ. Μάρσμαν Τζ.
  • Ο τελευτάιος εκ των τριών εγκατέλειψε γρήγορα την καριέρα του σεναριογράφου, με το «Second Chance» ν’ αποτελεί την τελευταία από τις τρεις μόλις ταινίες του. Με την πρώτη του, πάντως, είχε κερδίσει Όσκαρ σεναρίου και μαζί μια θέση στην κινηματογραφική αιωνιότητα, αφού ήταν μέλος της συγγραφικής ομάδας της περίφημης «Λεωφόρου της Δύσης» (1950) του Μπίλι Γουάιλντερ!
  • Ο πρώην δημοσιογράφος του αστυνομικού ρεπορτάζ Σίντνεϊ Μπόουμ, αντιθέτως, ήταν παραγωγικός σεναριογράφος, με πολλούς τίτλους στο ενεργητικό του και ειδίκευση στο νουάρ. Την επόμενη ταινία στην οποία δούλεψε και που ξέφευγε από τα συνήθη του, την έχουμε παρουσιάσει σε τούτη τη στήλη. Ήταν η περιπέτεια «Το Μυστικό των Ίνκας» (1954), με πρωταγωνιστή τον Τσάρλτον Χέστον.
  • Σύμφωνα με τον κριτικό κινηματογράφου του καιρού εκείνου Μπόσλεϊ Κρόουθερ, το φινάλε με το téléphérique ήταν εμπνευσμένο από σχετικό ατύχημα που είχε συμβεί στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1951.
  • Μπορεί να ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που ο Μίτσαμ υποδυόταν έναν boxer, δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που γύριζε ταινία εξ ολοκλήρου στο Μεξικό. «Το Μυστικό του Λοχαγού Μπλέικ» (1949) το έχουμε παρουσιάσει στο παρελθόν, γράφοντας έτσι (μαζί με τούτη) ένα ιδιότυπο δύο στα δύο σε ό,τι έχει να κάνει με τον συνδυασμό Μίτσαμ και Μεξικό! Ένα ακόμη… περίεργο της «Μονομαχίας στη Σιέρρα Μάντρε»;

MORE CULT

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

«Their deadly mission: to crack the forbidden island of Han!»

Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

«A monster statue of bronze and stone twenty stories tall guarded their secret!»

Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

«NOT A WORD IS SPOKEN! Excitement beyond words!»

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΛΙΟΥ

«She'd do anything for a thrill... Including kill!»