Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!
ΚΟΝΓΚΑ: Ο ΑΚΑΤΑΝΙΚΗΤΟΣ ΓΟΡΙΛΑΝΘΡΩΠΟΣ (1961)
(KONGA)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζον Λέμοντ
- ΚΑΣΤ: Μάικλ Γκαφ, Μάργκο Τζονς, Τζες Κόνραντ, Κλερ Γκόρντον, Όστιν Τρέβορ, Τζακ Γουότσον, Τζορτζ Πάστελ
Ισχύει σχεδόν από πάντα και σε όλους τους τομείς της pop κουλτούρας. Άπαξ της εμφάνισης μιας πετυχημένης ιδέας, όλο και κάποιος θα επιχειρήσει να την αντιγράψει – με τα όποια μέσα μπορεί. Αν πιάσουμε τον κόσμο της ένδυσης και της μόδας, τότε εύκολα θα συμπεράνουμε πως δεν θα υπήρχε abidas χωρίς adidas, ούτε… SFIKO άνευ SEIKO. Τα ίδια περίπου συμβαίνουν και στο σινεμά. Στις καλές των περιπτώσεων, ο Χάρι Στιλ από «Το Μυστικό των Ίνκας» άμα λάχει γίνεται Ιντιάνα Τζόουνς αναζητώντας τη «Χαμένη Κιβωτό» (1981). Στις λιγότερο καλές (έως επώδυνες), τα «Gremlins» (1984) δύνανται να μεταμορφωθούν σε απείρου κάλλους «Ghoulies» (1985). Όταν, όμως, το όραμα της Τέχνης ευθυγραμμίζεται με το άδολο cult πνεύμα του κινηματογράφου, τότε ο «King Kong» (1933) μαζεύει τα μπαγκάζια του και από το Empire State Building της Νέας Υόρκης καταφθάνει ως «Konga» στο Big Ben του Λονδίνου. Στο περίπου, έστω. Διότι το σοφό imitation οφείλει να έχει τη δική του, ενίοτε και παραπλανητική ταυτότητα (εν προκειμένω, η αφίσα του φιλμ δημιουργεί τεράστιες προσδοκίες…). Τούτο ξεκινά στην Αφρική. Από εκεί, δηλαδή, που άρχισαν όλα στον πλανήτη Γη…
Έχοντας ως εκ θαύματος σωθεί από την πτώση του αεροπλάνου του στην Ουγκάντα, ο δόκτωρ Τσαρλς Ντέκερ επιστρέφει μετά από έναν ολόκληρο χρόνο στα πάτρια βρετανικά εδάφη. Δε γυρίζει μόνος, καθώς μαζί του φέρνει έναν μικρό χιμπατζή, ο οποίος τον έχει βοηθήσει τα μάλα στην αφρικανική του περιπέτεια, αλλά κι ένα ασίγαστο πάθος για σπουδαία επιστημονική ανακάλυψη, όπως την οραματίστηκε κατά την παραμονή του στη Μαύρη Ήπειρο. Ο καλός καθηγητής έχει ξετρυπώσει σπάνιο σαρκοβόρο φυτό, το οποίο (σύμφωνα με την θεωρία του) μπορεί ν’ αποτελέσει τον γενετικό κρίκο που θα ενώσει το χάσμα μεταξύ χλωρίδας και πανίδας, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός εξελικτικού δεσμού ανάμεσά τους (ακριβώς αυτό που διαβάσατε)! Πεπεισμένος πως η εικασία του είναι βάσιμη και λογική, χρησιμοποιεί σαν πειραματόζωο του μαγικού του ορού τον μικρούλη χιμπατζή Κόνγκα, μετατρέποντάς τον σταδιακά σε… υπερμεγέθη γορίλα. Τα «καλά νέα», φυσικά, δε σταματούν εδώ για τον μίστερ Ντέκερ, αφού ο Κόνγκα αναπτύσσει την ικανότητα να υπακούει τυφλά τον «αφέντη» του, λειτουργώντας ως υποχείριό του, όπως εκείνο το πλάσμα του δόκτορος Φρανκενστάιν. Ό,τι καλύτερο για έναν τρελαμένο προφέσορα, δηλαδή, οι ελαφρώς πειραγμένες θεωρίες του οποίου ενδέχεται να δημιουργήσουν οχλήσεις στην επιστημονική (και όχι μόνο) κοινότητα. Μπορεί, όμως, ένας δίμετρος Κόνγκα να μένει κλεισμένος στο κλουβί, παίρνοντας τον αέρα του μονάχα όταν ενσκήπτουν οι φονικές διαθέσεις του Τσαρλς Ντέκερ, τη στιγμή που το όμορφο Λονδίνο βρίσκεται εκεί έξω και τον περιμένει; Ε, όχι δα!
Σε αντίθεση με τον original «King Kong» ή το παρόμοιας λογικής «Τζο, Ο Τρομερός» (1949), αμφότερα τα οποία πρέσβευαν ένα σαφές σχόλιο περί των κινδύνων που κρύβει η παρακινούμενη από το κέρδος αλλοίωση της Φύσης, τούτος ο «Konga» δεν διακατέχεται από τέτοιους (σοβαρούς) προβληματισμούς, περιστρέφοντας το στόρι του γύρω από το classic μοντέλο του «τρελού επιστήμονα». Ο Μάικλ Γκαφ υποδύεται τον δόκτωρ Ντέκερ με τέτοια προσήλωση και χαμηλότονα πομπώδη υστερία, που θα έκανε ακόμη και τον Βίνσεντ Πράις να τον ζηλέψει! Η ροπή του προς το ανεξέλεγκτο γίνεται άμεσα κατανοητή, όταν με χαρακτηριστική άνεση και ψυχραιμία πυροβολεί (δυο φορές, μάλιστα!) τη γάτα που κατά λάθος τόλμησε πρώτη να γευτεί το θαυματουργό σιρόπι που ετοιμάζει στο εργαστήρι του, καθώς τα πειράματά του αρμόζουν σε κάτι πολύ πιο σημαντικό από ένα ταπεινό γατί. Άπαξ, δε, στην εξίσωση της επιστημονικής του παράνοιας μπαίνει και ο έρωτας μέσω ξανθούλας φοιτήτριάς του, τότε ο συνδυασμός ευφυούς επιστήμης και τρελού πάθους αποκτά έναν άκρως επικίνδυνο δολοφονικό χαρακτήρα (#diplhs σε αρκετά από τα προηγούμενα).
Εάν όλα αυτά διαθέτουν ένα κάποιο σοβαροφανές περιτύλιγμα που κάνει την αδιανόητη μείξη επιστημονικών ερευνών με σειρά από μυστήριους φόνους να μοιάζει με φυσιολογική ροπή των πραγμάτων, ό,τι αφορά το μεγάλο κλου της ταινίας (που δεν είναι άλλο από τον δίμετρο Κόνγκα) απογειώνει το cult της υπόθεσης. Ξεχάστε την περίφημη stop motion τεχνική που χαρακτήρισε τις πάσης φύσεως χολιγουντιανές ταινίες με τέρατα, διότι εδώ έχουμε να κάνουμε με φάση που ευθέως παραπέμπει περισσότερο στην περίφημη πάλη Νίκου Ξανθόπουλου εναντίον αρκούδας από την «Οδύσσεια ενός Ξεριζωμένου» (1969), παρά σε… Ρέι Χαριχάουζεν. Η στιγμή της άμεσης μεταμόρφωσης του αθώου χιμπατζή σε… γορίλα (μία αν μη τι άλλο σπάνια δαρβινική παράμετρος, που παραδόξως δεν απασχόλησε τον κατά τα άλλα άξιο δόκτορα Ντέκερ) και η άμεση εμφάνιση ενός δύσμοιρου… ηθοποιού στη θέση του, ο οποίος ενδεδυμένος με αποκριάτικη στολή κουνάει τα χέρια του αγκομαχώντας και μουγκρίζοντας, προσφέρει ουρλιαχτά γέλιου. Μαζί και το σερί δολοφονιών, στο οποίο ένεκα υπνωτισμού ο Κόνγκα βουτάει μετά χαράς, εύρημα που κάνει το φιλμ να θυμίζει αστυνομικό θρίλερ μυστηρίου που για εντελώς υβριδικούς λόγους έμπλεξε στα χωράφια της horror φαντασίας. Η τελική σεκάνς της «μάχης» στους δρόμους του Λονδίνου αποτελεί αληθινό έπος μπιμουβάδικης απόλαυσης, τα (όχι και τόσο) special effects της οποίας κάνουν τον original «King Kong» να μοιάζει πως έρχεται από το μακρινό μέλλον της CGI φαντασμαγορίας.
Παρ’ όλα αυτά, θαρρώ πως ο αυθεντικός βασιλιάς Κονγκ δύσκολα θα κακολογούσε το μικρό του ξαδελφάκι ονόματι «Κonga», κι ας έστεκε μπροστά του σαν δεύτερης διαλογής «ζωντανό». Οι imitation προθέσεις του, άλλωστε, χαρακτηρίζονται ως αθώες και τίμιες. Όχι σαν εκείνου του αισθησιακού… «Kinky Kong» (2006)!