FreeCinema

Follow us
14.0512:40

Κάννες 2025. Star power, «Ταραντινό» και κάτι σαν… μιούζικαλ.


Στις συννεφιασμένες (μα ζεστές) Κάννες χτυπά ξανά η καρδιά του παγκόσμιου κινηματογράφου, αυτή τη φορά για την 78η έκδοση του θρυλικού, ομώνυμου Φεστιβάλ που έχει συνδέσει το όνομά του με την πρωτοπορία, την ανανέωση των φιλμικών ειδών, αλλά και την ανακάλυψη σκηνοθετών οι οποίοι μας απασχόλησαν και θα συνεχίσουν να μας απασχολούν στο μέλλον. Κάτι που έθιξε και ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο, άμα τη εμφανίσει του στην αίθουσα Lumiere του Palais, για να παραλάβει τον τιμητικό Χρυσό Φοίνικα.

Ο σπουδαιότερος εν ζωή ηθοποιός ήταν το τιμώμενο πρόσωπο στην τελετή έναρξης (την οποία παρακολουθήσαμε δημοσιογραφικά στην αίθουσα Debussy, σε παρουσίαση του Λοράν Λαφίτ, σε μία μεστή εμφάνιση που είχε όσα ακριβώς αστεία χρειάζονταν, χωρίς να ξεστρατίσει σε cringe μονοπάτια (όπως συμβαίνει πολλάκις). Έπειτα, στη σκηνή βγήκε ο Λεονάρντο ΝτιΚάπριο, εν μέσω εκτενούς standing ovation, για να πει μερικά πράγματα για τον (πλέον) φίλο του. Η ομιλία του μας θύμισε, ως επί το πλείστον, τον λόγο γιατί αυτές οι τελετές, όπως και πολλά βραβεία, μας προκαλούν αφόρητη βαρεμάρα: μία σχεδόν προκάτ, «ξύλινη» ομιλία για τη σημαντικότητα του Ντε Νίρο, με τα τελευταία λεπτά να σώζουν κάπως την κατάσταση, όταν ο οσκαρούχος ηθοποιός μοιράστηκε μαζί μας μία ιστορία για το πως ο Ντε Νίρο ήταν το εφαλτήριο της ενασχόλησης του με το σινεμά, όταν τον επέλεξε στην audition του «This Boys Life» (1993) του Μάικλ Κέιτον-Τζόουνς.

Ο Ντε Νίρο βγήκε στη σκηνή εμφανώς συγκινημένος, με το κοινό να χειροκροτά όρθιο για πολλά λεπτά. Ο λόγος του αναφέρθηκε στη σπουδαιότητα του θεσμού του Φεστιβάλ Καννών, μιας διοργάνωσης που, μεταξύ άλλων, τον έχει βρει δύο φορές παρέα με τον Μάρτιν Σκορσέζε, με διαφορά… πενήντα ετών! Οι Κάννες ήταν (επίσης) η θερμοκοιτίδα που γέννησε το Φεστιβάλ της Tribeca, καλλιτεχνικού οχήματος του Νεοϋορκέζου για πάνω από δύο δεκαετίες πια, ενώ ο 82χρονος συνέχισε με μία ξεκάθαρη καταδίκη του Προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, και της εξαγγελίας του για δασμούς σε οποιαδήποτε ταινία γυρίζεται στο εξωτερικό: «Όπως ξέρετε, στη χώρα μου παλεύουμε με νύχια και με δόντια για τη Δημοκρατία, και οι τέχνες είναι κάτι το εξόχως δημοκρατικό. Πρέπει όλοι να βγούμε στους δρόμους και να διαδηλώσουμε, να διαμαρτυρηθούμε και να υψώσουμε τη φωνή μας απέναντι στα φασιστικά και τα απολυταρχικά καθεστώτα», ήταν τα λόγια που έκλεισαν την ομιλία του.

Προηγουμένως, είχαμε τη φετινή Πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής, Ζιλιέτ Μπινός, σ’ έναν λόγο που αναφέρθηκε στη σφαγή στη Γάζα, αλλά και τον σεξισμό, ενώ στη μοναδική off-script στιγμή της βραδιάς ο Κουέντιν Ταραντίνο (ποιος άλλος θα μπορούσε…) ανακοίνωσε την επίσημη έναρξη του Φεστιβάλ, μ’ έναν απολύτως θεατρικό, ταραντινικό τρόπο που κατέληξε σε κυριολεκτικό mic drop και την έξοδό του από τη σκηνή.

Μετά το πέρας της τελετής, ακολούθησε το φιλμ έναρξης, ως συνήθως… γαλλικό: το «Partir un Jour» της Αμελί Μπονάν, σε ένα σενάριο που αποτελεί τη μεγάλου μήκους εκδοχή της προ ετών ομώνυμης μικρού μήκους ταινίας της σκηνοθέτιδος.

Εκεί, η Σεσίλ είναι μια νεαρή γυναίκα που βρίσκεται μόλις δύο εβδομάδες μακριά από την περάτωση του μεγάλου της ονείρου: του opening ενός fine dining εστιατορίου, μαζί με τον σύντροφό της, Σουφιάν. Τότε είναι που, εντελώς ξαφνικά, θ’ ανακαλύψει πως είναι έγκυος, ο πατέρας της παθαίνει την τρίτη κατά σειρά καρδιακή του προσβολή, ενώ ο εφηβικός της έρωτας κάνει την εμφάνισή του ξανά μετά από χρόνια, με την ίδια να πρέπει να διαχειριστεί όλες αυτές τις δύσκολες καταστάσεις.

Το φιλμ λειτουργεί ανά σημεία, με την Σεσίλ να στέκει ως μία πολύ γοητευτική κι ανεπιτήδευτη κινηματογραφική παρουσία, ενώ ο άνθρωπος του παρελθόντος της, ο Ζιλιέν, πετυχαίνει διάνα στη λεπτή γραμμή μεταξύ του κωμικού και της σοβαρότητας. Γενικότερα, το χιούμορ της ταινίας είναι αυτό που την ανεβάζει επίπεδο, με τα αστεία να κρίνονται απολύτως επιτυχημένα (περιέργως για γαλλική ταινία εσχάτως!). Δυστυχώς, το πρόβλημα έγκειται στα εμβόλιμα, βραχείας διάρκειας τραγούδια, που μάλλον προκαλούν απορία παρά θετικά συναισθήματα. Η Μπονάν μοιάζει να μην έχει αποφασίσει ακριβώς τι ταινία θέλει να κάνει, «μετακομίζοντας» διαρκώς από την κωμωδία, το μιούζικαλ και το δράμα, σε υποπλοκές για ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες, παλιούς έρωτες που αναζωπυρώνονται, οικογενειακούς μπελάδες και γαστριμαργικά όνειρα. Pas mal, Αμελί, μα… μια χαμένη ευκαιρία για ένα φεστιβαλικό sleeper hit.