Μπερλινάλε 63: Πορνό εθισμοί, χοντρά κορίτσια, εύφορη Γη.
Στο Βερολίνο άρχισε να χιονίζει για τα καλά, η Potsdammer Platz φόρεσε τα λευκά της σχεδόν και είναι η κατάλληλη στιγμή για να χωθούμε στις αίθουσες και να δούμε ταινίες. Τι βλέπει το FREE CINEMA στην 63η Μπερλινάλε, λοιπόν;
Την Παρασκευή, στο Panorama Special, έκανε την πρεμιέρα της η πρώτη, πολυαναμενόμενη σκηνοθετική δουλειά του Τζόζεφ Γκόρντον-Λέβιτ, ενός από τους πιο πολυάσχολους καλλιτέχνες του Χόλιγουντ, που τελευταία έχουμε δει να παίζει σχεδόν παντού! Είχε, λοιπόν, και το χρόνο να σκηνοθετήσει και να κρατήσει και τον πρώτο ρόλο στο «Don Jon’s Addiction», έχοντας στο πλευρό του την Σκάρλετ Τζοχάνσον και την Τζουλιάν Μουρ.
Ο Τζον είναι ένας νεαρός ιταλικής καταγωγής που τη βρίσκει με το να παρακολουθεί πορνό και να αυνανίζεται. Το περιβάλλον του είναι ρεμάλια και λαϊκοί τύποι, η οικογένειά του πυρηνική και ανεγκέφαλη και όσο για την άποψή του για τις γυναίκες… δεν είναι τίποτα περισσότερο από βυζιά, κώλους και μαλακία. Συναντάει τη λαϊκιά – θεά – Σκάρλετ που πάει να τον βάλει στο σωστό δρόμο, να τακτοποιηθεί, να γνωρίσει μαμά και μπαμπά αλλά… δεν. O εθισμός παραμένει. Ώσπου, η πολύ μεγαλύτερή του Τζουλιάν Μουρ θα του μάθει ένα-δυο πράματα για το τι σημαίνει να είσαι αληθινά ερωτευμένος. Στην ταινία αυτή, σημασία έχει ένα πράγμα και αυτό είναι ότι γελάει με τον εαυτό της. Είναι διασκεδαστική, ορισμένες φορές ντελιριακή, με τον τρόπο που παρωδεί την αφόρητη, ιταλιάνικη λαϊκάντζα του Νιου Τζέρζι και έχει για μεγάλο highlight την Σκάρλετ Τζοχάνσον, η οποία σκίζει με τη «βλάχικη» προφορά, τα στενά jeans, τα σκουλαρίκια – γίγαντες και τα απίστευτα extensions στα νύχια, που θέλει να παντρευτεί και μιλάει για τη δέσμευση, λες κι έχει καταπιεί τις Δέκα Εντολές του Θεού ! Εντάξει, η μαγιονέζα «κόβει» όταν το φιλμ σοβαρεύει και ασχολείται με το πώς θα απεξαρτηθεί ο Τζον από τα πορνό (το γιατρικό είναι η αμοιβαιότητα σε μια σχέση, το ξέρετε αυτό το πρωτότυπο…).
Ο κόσμος, πάντως, διασκέδασε αρκετά και δεν χρειάζεται περαιτέρω ξύσιμο για ν’ ανακαλύψεις το…. ιδεολογικό της έρμα. Ο ίδιος ο Γκόρντον-Λέβιτ, που συναντήσαμε αργότερα, ως νεοφώτιστος σκηνοθέτης φαινόταν να ενδιαφέρεται πολύ για τις εντυπώσεις που άφησε η ταινία του, είναι ένας ευχάριστος τύπος, διατεθειμένος να απαντήσει σε κάθε ερώτημα και να σχολιάσει κάθε παρατήρηση. Με υπομονή και προσοχή, άκουσε και σχόλιο ότι η ταινία του προσιδιάζει στο «Shame» του Στιβ ΜακΚουίν, την οποία δεν είχε δει. Αυτό που σαφώς τον ενδιαφέρει ως θέμα, και επανέλαβε δυο τρεις φορές, είναι το πώς τα media επηρεάζουν την οπτική και τη στάση της ζωής μας. Ότι ο ήρωάς του είναι ένας χαρακτήρας – κατασκευή επιρροών οικογενειακών, κοινωνικών, θρησκευτικών, περιβαλλοντικών και μιντιακών, υποκειμενικοποιώντας όλα όσα του συμβαίνουν. Και επέλεξε το χιούμορ για ν’ αφηγηθεί την ιστορία του, μη θέλοντας να γίνει βαριά, διευρύνοντας έτσι τη δυνατότητα επικοινωνίας με το θεατή.
Μετά το μεσημέρι, ουρές στην έξοδο του κέντρου Τύπου της Μπερλινάλε. Και ο λόγος δεν ήταν άλλος από το Ματ Ντέιμον, οι φίλοι και οι φίλες του οποίου έδωσαν ένα γερό παρών. Η παρουσία του στο Βερολίνο γίνεται με αφορμή την προβολή του «Promised Land» στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ, σε σκηνοθεσία του Γκας Βαν Σαντ. Το φιλμ έκανε εδώ διεθνή πρεμιέρα, γιατί έχει προβληθεί στην Αμερική και έχουν γραφτεί και κριτικές. Και τι κριτικές… Κακές κριτικές. Δυστυχώς. Αυτό φάνηκε πως είναι και το μεγάλο παράπονο του Ματ Ντέιμον στη συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε με το συν-σεναριογράφο, Τζον Κραζίνσκι, και το σκηνοθέτη του, μετά το τέλος της δημοσιογραφικής προβολής. «Είμαι υπερήφανος για την ταινία. Φαίνεται, όμως, πως δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη, γιατί η υποδοχή της δεν ήταν καλή. Υπήρξε μια επίθεση από τον Τύπο. Προσπαθώ να ακούσω την κριτική. Προσωπικά, αγαπώ πολύ την ταινία, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω αυτά που ακούω και διαβάζω γι’ αυτήν. Αυτή τη στιγμή δεν μπορώ. Μπορεί σε πέντε, δέκα χρόνια να καταλάβω, αλλά αυτή την στιγμή δεν μπορώ…».
Είναι επειδή αποτελεί προσωπικό project το συγκεκριμένο φιλμ, γι’ αυτό και ακούσαμε έναν star του μεγέθους του Ματ Ντέιμον να ασχολείται και να ενοχλείται τόσο πολύ. Μας είπε και για το θέμα του, προφανώς, που δεν είναι άλλο από την αναζήτηση της αμερικανικής ταυτότητας.
Η ιστορία της ταινίας, κοντολογίς, μας μεταφέρει σε μια επαρχιακή, φτωχή πόλη των ΗΠΑ, όπου μια μεγάλη πολυεθνική, φορέας της οποίας είναι ο Ντέιμον και η συνάδελφός του, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ, επιδιώκουν, εξαγοράζοντας με χρήμα τις άδειες από τους κατοίκους, να ξεκινήσουν έργα εξόρυξης φυσικού αερίου. Το οποίο, φυσικά, θα έχει ολέθριες επιπτώσεις για το υπέδαφος και την υγεία κλπ. κλπ. Σαν prequel του ιψενικού «Ένας Εχθρός για το Λαό», το οποίο ο Ντέιμον και ο Κραζίνσκι μάλλον δεν έχουν διαβάσει, το φιλμ καταπιάνεται με το στερεότυπο «μεγάλο συμφέρον ή σκοπιμότητα δαγκώνει το μικρό, φτωχό άνθρωπο». Οι δημιουργοί του, όμως, είδαν και μια ιστορία που καταπιάνεται, τελικά, με το ποιος παίρνει τις αποφάσεις στη χώρα: οι άνθρωποι, ακόμη και οι απλοί της περιφέρειας, ή οι μηχανισμοί των πολυεθνικών συμφερόντων. Κάτι που, προφανώς, δεν έπιασε καθόλου στην απέναντι πλευρά…
Καρφίτσα δεν έπεφτε και στην προβολή της ταινίας του Ούλριχ Ζάιντλ, το τρίτο μέρος της «Τριλογίας του Παραδείσου» του, με τίτλο «Paradies: Hoffnung», το οποίο εντάσσεται στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ. Σε αυτό το μέρος, σε πρώτο πλάνο, έχουμε ως ηρωίδα την έφηβη Μέλανι, η οποία αντιμετωπίζει πρόβλημα με το βάρος της και μπαίνει σε ένα Κέντρο Διατροφής και Δίαιτας για νέους με το αντίστοιχο πρόβλημα. Κυρίως κορίτσια, όλα με αυτό το υπέρογκο σχήμα – σωματότυπο για την τρυφερή τους ηλικία, περνούν με άσκηση και μικρά γεύματα τις ημέρες τους. Η Μέλανι αναπτύσσει συναισθήματα για τον γιατρό του Κέντρου, και μεταξύ τους δημιουργείται μια περίεργη σχέση, που στη βάση της δεν έχει ανταπόκριση. Τραχύς, αφτιασίδωτος, εμμονικός και ντοκιμαντερίστικος πάντα ο Ζάιντλ. Αλλά με χιούμορ εδώ ή μάλλον με μικρή ειρωνεία για τις ανασφαλείς και γλυκά αδαείς έφηβες. Προσωπικά, βρίσκω σπαρακτική αυτή την έκθεση της απόλυτης σωματικής ατέλειας νεαρών κοριτσιών, που το κυρίαρχο συναίσθημα της ζωής τους είναι η ανασφάλεια για τα πάντα, γι’ αυτό που είναι εν γένει. Δυσκολεύτηκα να γελάσω. Αλλά ο Ζάιντλ, με την αναιδή επιμονή στις εικόνες του, έχει πάντα ενδιαφέρον. Δεν ξέρω μόνο τι πρόσημο να βάλω.