FreeCinema

Follow us

«Rebecca»: Κατεδαφίζοντας το Μάντερλεϊ…


«Χθες βράδυ, μια μεγάλη κουράδα υψώθηκε πάνω από το Μάντερλεϊ…»! Και ήταν του Μπεν Γουίτλι. Ο Βρετανός σκηνοθέτης ύψωσε τον εγωισμό του πιο ψηλά κι από τα μυθικά ονόματα του Άλφρεντ Χίτσκοκ και της Ντάφνι Ντι Μοριέ, για να σκηνοθετήσει τη δική του εκδοχή της «Rebecca». Το αποτέλεσμα είναι μνημειωδώς προσβλητικό.

Ο καθένας μπορεί να πάρει ένα βιβλίο ή ένα θεατρικό έργο και να επιχειρήσει να δώσει τη δική του σκηνοθετική «άποψη», με το άλλοθι της χρονικής απόστασης και της (εκφραστικής) ανάγκης ενός κάποιου «φρεσκαρίσματος». Στην περίπτωση της θεατρικής παράστασης, υπάρχει μία λεπτομέρεια που δίνει «ελαφρυντικά»: οι θεατές που θα την παρακολουθήσουν, βιώνουν το τώρα και η φήμη αυτού θα συντηρηθεί μονάχα από το δικό τους «word of mouth». Η ίδια η παράσταση, ως ντοκουμέντο, δεν πρόκειται να διαιωνιστεί. Ο όποιος μύθος της θα υποστηριχθεί από μαρτυρίες μνήμης και κριτικές που γράφτηκαν, όχι από λιγοστές φωτογραφίες ή βιντεάκια. Σε μία κινηματογραφική μεταφορά, όμως, τα πράγματα αλλάζουν. Σημαντικά. Το φιλμ μένει. Και κρίνεται από πολλές γενιές, που θα έχουν την ευκαιρία να το παρακολουθήσουν. Μοιραία, κάποια από αυτές τις μεταφορές θα υπερισχύσει και θα γράψει Ιστορία. Θα είναι ένας υψηλός πήχης για όποιον το επιχειρήσει ξανά στο μέλλον και οι συγκρίσεις θα είναι αναπόφευκτες.

Η «Rebecca» του 1940 δεν είναι μία τυχαία περίπτωση τούτου του κανόνα. Το goth classic της Ντάφνι Ντι Μοριέ, το οποίο εκδόθηκε το 1938, ήταν ήδη ένα κοσμαγάπητο bestseller, πριν το πάρει στα χέρια του ο Άλφρεντ Χίτσκοκ και το μετατρέψει σε ένα φιλμικό αριστούργημα, που τιμήθηκε με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας το 1941. Στο πέρασμα του χρόνου, η χιτσκοκική «Ρεβέκκα» παρέμεινε ένα έργο που αποσπά τον απόλυτο σεβασμό, δεν ξεπεράστηκε ποτέ, ο τίτλος της και μόνο συνοδεύεται από δέος θαυμασμού και ουδείς επιχείρησε ή τόλμησε να αγγίξει εκ νέου το βιβλίο της Ντι Μοριέ στο σινεμά. Δεν υπήρχε λόγος.

Μου ήταν πολύ δύσκολο να κάτσω και να δω τη «Rebecca» του Μπεν Γουίτλι και του Netflix. Δεν γίνεται ν’ ακούσεις σε ταινία την ατάκα «Last night I dreamt I went to Manderley again.» και να μην αντικρύζεις εκείνη τη μακέτα της καγκελόπορτας της πύλης του Μάντερλεϊ, σε μουντό μαυρόασπρο, υπό τη συνοδεία της σύνθεσης του Φραντς Γουάξμαν. Την ακούς και σχεδόν δακρύζεις. Χωρίς όλα αυτά τα στοιχεία, η εμπειρία της θέασης τούτου του «remake» ήταν δύσκολη από το πρώτο λεπτό! Γιατί εδώ το «στοιχειό» του έργου δεν είναι η (μη παρουσία της) Ρεμπέκα αλλά η «Ρεβέκκα» του Χίτσκοκ. Άδικα ή όχι, αυτή πλανάται πάνω από κάθε σεκάνς της διασκευής του Γουίτλι.

Προφανώς και ο Γουίτλι δεν είναι ένας άχρηστος (άξεστος, ναι), προφανώς και το βάρος της (μεγάλης) παραγωγής φαίνεται και κολακεύει το βλέμμα. Τα προβλήματα της δικής του «Rebecca», πόσω μάλλον εάν μιλάμε για το έργο της Ντι Μοριέ, λοιπόν, είναι δύο: α) η ατμόσφαιρα και το είδος από το οποίο προέρχεται το βιβλίο και β) το σημερινό casting. Το πρωτότυπο κείμενο ανήκει στο είδος του γοτθικού «παραμυθιού» και βασίζεται πάνω στην πλοκή ενός ρομάντζου που το «σκιάζει» το μυστήριο ενός θανάτου, το «φάντασμα» της νεκρής πρώην κυρίας ντε Γουίντερ. Ο Χίτσκοκ σεβάστηκε αυτά τα στοιχεία και μας έδωσε ένα υπόδειγμα ταινίας αυτού του genre, το οποίο ανέδειξε εξαιρετικά η μαυρόασπρη φωτογραφία του Τζορτζ Μπαρνς (ακόμη ένα τίμιο Όσκαρ για το φιλμ του 1940). Ο Γουίτλι, για να αποφύγει (χα!) τις συγκρίσεις, ενδεχομένως, μετέφερε τη δράση του έργο στο… «Κυνήγι του Κλέφτη» (1955)! Το «καλωσόρισμα» της τουριστικής τετραχρωμίας του κοσμοπολίτικου Μονακό είναι αυτό που ζητά το σημερινό κοινό (και το Netflix), το οποίο… δεν γνωρίζει τον Άλφρεντ Χίτσκοκ ούτε σαν όνομα. Ναι. Τι; Άρα, εξαρχής, ξεχνάμε ότι αυτό που βλέπουμε είναι η… goth «Rebecca»!

Μετά από το δύσκολο να χωνευτεί άκουσμα της opening ατάκας για την «επιστροφή» στο Μάντερλεϊ, το πρώτο ισχυρό σοκ (που έχει έμμεση σύνδεση με το casting) ήταν η θέα του κυρίου Μαξίμ ντε Γουίντερ με λινό κοστούμι απόχρωσης… κίτρινης ώχρας! ΠΟΥ ΠΑΣ, ΡΕ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟ! Πρέπει να έχει γερή κράση κανείς για να μην πατήσει το stop σε αυτό το σημείο! Εκεί, πλέον, καταλαβαίνεις και το πόσο εγκληματικά λάθος είναι η επιλογή των τριών βασικών πρωταγωνιστών. Εκτός αν ο Γουίτλι παραδέχεται (κάπου, κάπως) μετά προσωπικής ομολογίας ότι σκηνοθέτησε Βίπερ Νόρα με «σκοτεινή» υποπλοκή. Ο Βρετανός σαραντάρης και ψυχρός χήρος που έπαιξε ιδανικά ο (33χρονος τότε) Λόρενς Ολίβιε στη χιτσκοκική «Rebecca», αντικαθίσταται από τον (34χρονο) Άρμι Χάμερ, έναν ξανθομπάμπουρα νάρκισσο από το Λος Άντζελες, ο οποίος δεν πλησιάζει πουθενά τον original χαρακτήρα του έργου. Χωρίς να είναι ένας κακός ηθοποιός, ο Χάμερ μοιάζει να έρχεται από… άλλο κόσμο και θυμίζει περισσότερο gigolo για ώριμες κυρίες της Κυανής Ακτής. Η Λίλι Τζέιμς (31) και η Τζόαν Φοντέιν (23), πετυχαίνουν κάτι αστείο: οι πραγματικές τους ηλικίες δείχνουν να… αντιστρέφονται στα αντίστοιχα φιλμ! Ελπίζω η ανερχόμενη Τζέιμς να μην «κρεμάσει» μετά από τούτη την ήττα, στην οποία αποτυγχάνει πλήρως να αποδώσει το εύθραυστο της προσωπικότητας της «δεύτερης» κυρίας ντε Γουίντερ. Τέλος, η κυρία Ντάνβερς της Κριστίν Σκοτ Τόμας είναι η… «wrecking ball» της «Rebecca» του Γουίτλι, μία μονοδιάστατη «κακίστρω» αρχών υπηρετικού προσωπικού του παρελθόντος, η οποία ωχριά… ανελέητα μπροστά στην αρρωστημένα «φετιχιστική» παρουσία της Τζούντιθ Άντερσον, γκρεμίζοντας κάθε συνοχή και σημασία του original έργου. Και που να έθιγα (και) τις ομοφυλοφιλικές νύξεις του Χίτσκοκ…

Ανίκανος να κάνει την όποια ουσιαστική αλλαγή σε σχέση με τη «Rebecca» του 1940, ο Γουίτλι επιλέγει να «πνίξει» (#diplhs) το φινάλε της κορύφωσης του δικού του φιλμ, αφού πρώτα έχει «καταφέρει» να καταστρέψει κάθε ανάμνηση από το παλιό Μάντερλεϊ. Και κατεδάφιση και ναυάγιο, μαζί! Είθε η κυρία Ντάνβερς (της άνωθεν εικόνας…) να σε βρίσκει στον ύπνο σου όσο συχνότερα γίνεται.