FreeCinema

Follow us

THE FABELMANS (2022)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Στίβεν Σπίλμπεργκ
  • ΚΑΣΤ: Μισέλ Γουίλιαμς, Γκέιμπριελ ΛαΜπελ, Πολ Ντέινο, Σεθ Ρόγκεν, Τζαντ Χιρς, Ματέο Ζόριον Φράνσις-ΝτεΦορντ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 151'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Από «μπαγκάζι» του πατέρα του μέχρι «υποχρέωση» ανατροφής από τη μητέρα του, ο μικρός Σάμι βρίσκει το ιδανικό καταφύγιο στη φαντασία της κινηματογραφικής εμπειρίας και προσπαθεί να γίνει μέρος αυτού του (καλύτερου) «κόσμου».

Με το σινεμά του Στίβεν Σπίλμπεργκ είχα συνδεθεί στενά από μικρή ηλικία. Σχεδόν σαν παιδί προς… «παιδί» έμοιαζε αυτή η επαφή. Στην αρχή, μου άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπιζα το είδος του horror, με τα «Σαγόνια του Καρχαρία» (1975). Κι ύστερα ήρθε η ταινία που με έμαθε να αγαπάω και να συγκινούμαι με τον κινηματογράφο, οι «Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου» (1977). Λάτρεψα μέχρι και τη μεγάλη σύγχυση του «1941» (1979)! Γιατί σ’ αυτό το έργο τον έβλεπα σαν θεατή που διασκέδαζε μπροστά από την οθόνη, μαζί μου. Μοιραία, κάποτε άφησε το «παιδί» (κι εμένα) πίσω του και στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έγινε ένας «άλλος» άνθρωπος. Το απέδειξε όσο πιο ενοχικά γινόταν αυτό με το «Κάπτεν Χουκ» (1991), μία απεγνωσμένη απόπειρα του… μέσα του, να επικοινωνήσει με την παιδική του ηλικία και (σχεδόν) να ζητήσει… συγγνώμη από τον εαυτό του επειδή μεγάλωσε. Από εκεί κι έπειτα, γυρισμός δεν υπήρχε. Υπήρχε μονάχα η ενήλικη ζωή. Και τα «θέλω» της…

Έχει σημασία να υπολογίζει κανείς τους φιλμικούς σταθμούς του Σπίλμπεργκ σε (σχετική) συνάρτηση με την ηλικία και τον adult βίο του (την έναρξη του οποίου τοποθετώ επάνω στη στροφή προς την τέταρτη δεκαετία της ζωής του). Στα 39 του έβγαλε την πρώτη του απόπειρα κατάκτησης των Όσκαρ, μία θλιβερή ήττα που (πρέπει να) του κόστισε άσχημα ψυχολογικά και να του έθιξε τον εγωισμό. Τον αποπροσανατόλισε για μερικά χρόνια αυτό. Ήταν 45 όταν προσπάθησε να αυτο-ψυχαναλυθεί μ’ εκείνο το έξοχο «πείραγμα» του μύθου του Πίτερ Παν, το οποίο δεν αγκαλιάστηκε τόσο θερμά όσο επεδίωκε. Ήταν η χαριστική βολή. Είχε τη δόξα, τη δύναμη, τα πλούτη, όχι όμως και το σεβασμό… της Ακαδημίας. Που ήρθε όταν στα 47 του σκέφτηκε πως θα ήταν πιο σοφό ν’ αφήσει τους κατατρεγμένους μαύρους και να θυμηθεί την εβραϊκή του ταυτότητα. Bingo!

Όλο αυτό το σκεπτικό της ψυχαναλυτικής προσέγγισης της φιλμογραφίας του Σπίλμπεργκ το είχα αναπτύξει εκτενέστατα σε ένα κείμενο του 1998, με αφορμή την έξοδο της «Διάσωσης του Στρατιώτη Ράιαν». Από εκείνα τα χρόνια είχε σταματήσει να μου «μιλά» το σινεμά του Σπίλμπεργκ. Μοναδικές φωτεινές εξαιρέσεις κατόπιν, το «The Post» (2017) και το «Ready Player One» (2018).

Σήμερα, (σχεδόν) οι πάντες στο εξωτερικό παραμιλούν με το «The Fabelmans», ένα ξεκάθαρα αυτοβιογραφικό έργο το οποίο πλασαρίστηκε εξαρχής σαν το «love letter» του Σπίλμπεργκ απέναντι στην 7η Τέχνη. Η ταινία που «εξηγεί» τι το μαγικό βρήκε στον κινηματογράφο από μικρό παιδί, ώστε να γίνει όνειρο ζωής. Σε αυτό το συμπέρασμα (θέλει να) οδηγεί οτιδήποτε σχετίζεται μ’ αυτό το φιλμ, αυτό σου δείχνει… με το δάχτυλο το marketing και κάθε promotional υλικό, από την πρώτη ατάκα του trailer («Movies are dreams!») μέχρι το poster. Αυτό ακριβώς είχα «φτιαχτεί» να δω κι εγώ. Αλλά η ταινία έχει θέμα… τη μάνα του Σπίλμπεργκ!

Γιατί τώρα; Η Λία Άντλερ απεβίωσε το 2017. Στα 97 της. Ο Σπίλμπεργκ διένυε το 71ο έτος της ηλικίας του τότε. Νωρίτερα δεν θα το τολμούσε, ειδικά με τη μητέρα του εν ζωή. Τώρα, πια, είχε δύο αφορμές: α) το έργο θα έκλεινε μία «οφειλή» μέσα του και β) ίσως θα μπορούσε να διώξει για λίγο τους δικούς του φόβους για το αναπόφευκτο γεγονός του θανάτου (του μελλοντικού δικού του, προφανώς). Φέτος, λοιπόν, όλοι μιλούν για τη χρονιά του Σπίλμπεργκ και προδιαγράφουν οσκαρικό θρίαμβο για τον 76χρονο σκηνοθέτη. Εγώ, όμως, ερωτώ: τι μας νοιάζουν όλα αυτά; Διότι το δικό μου / μας απαιτούμενο είναι η κινηματογραφική μαγεία. Και το «The Fabelmans» δεν διαθέτει ίχνος τέτοιας! Για να μη βγω και άδικος από πάνω, δε, το λέει από μόνη της κι η μάνα Μίτζι στο έργο, απευθυνόμενη στο μικρό της γιο: «It’ll be our secret movie, just yours and mine». Ενδοοικογενειακό είναι το θέμα, εμείς τι δουλειά έχουμε ανάμεσά τους;

Πόσο παράδοξος, δε, είναι κι αυτός ο τίτλος, με το πρώτο συνθετικό του ονόματος να μοιάζει με αναγραμματισμό της λέξης «fable», ενώ στην προφορά ο ήχος είναι ολόιδιος. Το φιλμικό αποτέλεσμα δεν έχει να κάνει με μία οικογένεια… «Παραμυθάδων», αλλά με τυπική εβραϊκή φαμίλια με τέσσερα τέκνα (και τις παραδοσιακές πεθερές), την οποία ο πατέρας αφέντης του σπιτιού σέρνει μαζί του ανάλογα με το που τον οδηγεί η επαγγελματική του ανέλιξη. Το σινεμά προστίθεται στο… background, όταν ο μπαμπάς παίρνει σύζυγο και γιο και πάνε να δουν το (Όσκαρ καλύτερης ταινίας… της ντροπής!) «Το Όγδοον Θαύμα» (1952), που βάζει τη φιτιλιά στον πιτσιρικά Σάμι ώστε να πάρει στα χέρια του μια κάμερα και να τραβάει «αντιγραφές» πλάνων από εκείνο το φιλμ. Η μοναδική φορά που θα ξαναδούμε τον νεαρό Σπίλμπεργκ (ουσιαστικά) να πηγαίνει σινεμά είναι στη σκηνή όπου παρακολουθεί με φίλους του το «Ο Άνθρωπος που Σκότωσε τον Λίμπερτυ Βάλανς» (1962) του Τζον Φορντ (σημειώστε το όνομα, για ένα ωραίο cameo με αναπάντεχο ερμηνευτή τον… Ντέιβιντ Λιντς!). Κι εδώ τελειώνει η «κινηματογραφική μαγεία» του «The Fabelmans»!

Ναι, έχει ενδιαφέρον να γινόμαστε μάρτυρες της ευρηματικότητας του κινηματογραφιστή Σπίλμπεργκ, που αντιλαμβανόταν πόσο χρήσιμη ήταν η χρήση του μουσικού score (μέσω ενός record player!) για να συνοδεύει τις βωβές ταινιούλες που γύριζε με φίλους και τις αδελφές του ή το πόσο «του έκοβε» από νωρίς ώστε να μοντάρει δημιουργικά τις σεκάνς του και ν’ απαιτεί την απόκτηση μιας moviola όντας παιδί ακόμα! Αυτά, όμως, είναι «ψίχουλα» μέσα σ’ ένα έργο διάρκειας 151 λεπτών που πραγματεύεται κυρίως τις σχέσεις των μελών μιας οικογένειας, βασικά εντός της οικίας της! Ατυχώς, το «The Fabelmans» δεν έχει να δώσει στον θεατή κάτι περισσότερο από ένα στερεοτυπικό family drama, με αφήγηση και ρυθμό που, πλέον, φαντάζει πιο συγγενής με… binge watching mini τηλεοπτικής σειράς τριών επεισοδίων, παρά με κάτι το φιλμικά απολαυστικό.

Υπάρχει ένα κάποιο «ζουμί» στους χαρακτήρες του πατέρα (ο βαρετός «επιστήμονας» που βάζει τους πάντες σε δεύτερη μοίρα, αρκεί να σκαρφαλώσει το «κύμα» της τεχνολογικής ανάπτυξης) και της μητέρας (η καλλιτεχνική φύση που κατά βάθος αγωνίζεται να βρει κάτι για να γραπωθεί επάνω του και να διεκδικήσει τη φυγή), ο Σπίλμπεργκ (του σήμερα) δηλώνει φανερά τη ροπή του προς έναν από τους δύο, όμως, το story δεν αποκτά ποτέ κάτι το δραματουργικά δελεαστικό και η «υποπλοκή» της μοιχείας εκείνης, όσο κι αν παρουσιάζεται από τα μάτια του Σάμι σαν κάτι χειρότερο κι από το προπατορικό αμάρτημα, ξεπερνιέται γρήγορα, δίχως υψηλές «κορώνες» εξωτερίκευσης στο πλαίσιο της οικογένειας. Επειδή ο Σπίλμπεργκ κατανοεί πως το σενάριο (που εννοείται ότι συνυπογράφει) έχει την ανάγκη επιπλέον ιστοριών, προσθέτει στιγμές του εφηβικού σχολικού του βίου (δέχεται bullying ως Εβραίος, γνωρίζει τα πρώτα του… σεξουαλικά σκιρτήματα, κινηματογραφεί μια παραδοσιακά οργανωμένη «κοπάνα» συμμαθητών σε παραλία στο στυλ του «Beach Blanket Bingo»), όμως, τούτο το τμήμα της ταινίας προκύπτει αρκετά ξώφαλτσα και δεν αρκεί για ν’ αναπτερώσει το ενδιαφέρον του θεατή (εξαιρείται το σκαμπρόζικο στήσιμο «πεσίματος» συμμαθήτριας σε δωμάτιο υπερφορτωμένο από την παρουσία του… Χριστού!).

Μπορεί ο Σπίλμπεργκ με το «The Fabelmans» να βρήκε έναν τρόπο να «επικοινωνήσει» με τη μητέρα του, όμως, δεν ξέρω κατά πόσο ένα τόσο ματαιόδοξο (και ρηχό, στην τελική) project αξίζει της όποιας συγχώρεσης και λύτρωσης. Οι αναμνήσεις προφανώς και τον βάραιναν, αλλά είναι ολότελα προσωπικές και διόλου σημαντικές για τον υπόλοιπο κόσμο. Από την άλλη, θα μ’ ενδιέφερε πολύ περισσότερο ένα… season 2 τούτης της «mini σειράς», διότι εκεί σίγουρα θα κατοικούσε η κινηματογραφική (του) μαγεία. Όχι ότι το μέλημά του ήταν / είναι να ικανοποιήσει εμένα, φυσικά! Ένα τέταρτο (ή και πέμπτο) Όσκαρ θέλει ο άνθρωπος, από γεροντικό πείσμα, απλά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αξιοπρεπές, μα κοινότοπο οικογενειακό δράμα, δίχως έναν γερό σκελετό ιστορίας ώστε να ενδιαφέρει πραγματικά το κοινό, χρησιμοποιεί σαν μέγα ατού τις αυτοβιογραφικές αναφορές του Στίβεν Σπίλμπεργκ από… χύμα περιόδους της παιδικής του ηλικίας. Αν πάτε για τη «μαγεία» του πράγματος, θα βιώσετε σοβαρή ήττα, οι υπόλοιποι που μπορεί να έχετε μια περιέργεια «κουτσομπολίστικη» γύρω από το μεγάλωμα του σκηνοθέτη, θα περάσετε την ώρα σας κάπως πιο safe.


MORE REVIEWS

ΑΓΡΙΑ ΦΥΣΗ

Ολιγοήμερο ταξίδι εταιρικού bonding σε απομονωμένο hiking retreat αυστραλέζικου εθνικού πάρκου καταλήγει σε θρίλερ, με την εξαφάνιση μιας γυναίκας η οποία (διόλου συμπτωματικά;) λειτουργούσε ως πληροφοριοδότης για λογαριασμό ομοσπονδιακών πρακτόρων. Υπάρχει χρόνος για να βρεθεί ζωντανή ή μήπως πρόκειται για ένα καλοστημένο σχέδιο δολοφονίας;

ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΔΕΣΜΟΣ

Στο μεγάλο «πουθενά» του Νέου Μεξικού, κάπου στα ‘80s, η Λου, επιστάτρια ενός βουτηγμένου στην τεστοστερόνη γυμναστηρίου, θα ερωτευθεί την Τζάκι, μια bodybuilder περαστική από τα μέρη εκείνα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα, μα ονειρεύεται περισσότερα μούσκουλα και δόξα. Γύρω τους, όμως, συγκεντρώνονται αρκετά… πτώματα και χρέη παλιά κι αλύτρωτα.

ΕΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Όταν έπειτα από έλεγχο αλκοτέστ του αφαιρείται το δίπλωμα οδήγησης, ο Μαρκ οφείλει να περάσει από μια σειρά ιατρικών και ψυχολογικών σεμιναρίων αξιολόγησης, εάν επιθυμεί να το πάρει ξανά πίσω. Το αληθινό πρόβλημα του Μαρκ, όμως, δεν είναι η προσωρινή απώλεια του διπλώματός του, αλλά η μη συνειδητοποίηση της κατάστασης την οποία βιώνει ως… αλκοολικός.

ΕΓΩ, ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ

Δύο έφηβα αγόρια ξεκινούν από το Ντακάρ της Σενεγάλης κυνηγώντας το όνειρο της καλύτερης ζωής στην Ευρώπη. Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιταλία, να εύχεσαι να μην είναι μακρύς ο δρόμος.

ΣΤΟ ΠΟΤΑΜΟΠΛΟΙΟ

Η καθημερινότητα στο πλωτό κέντρο φροντίδας πασχόντων από ψυχικές διαταραχές «Adamant», το οποίο βρίσκεται δεμένο σε προβλήτα του Σηκουάνα στο Παρίσι.