FreeCinema

Follow us

PLAYTIME (1967)

  • ΕΙΔΟΣ: Κωμωδία
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζακ Τατί
  • ΚΑΣΤ: Ζακ Τατί, Μπάρμπαρα Ντένεκ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 124'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: AMA FILMS

Ένα group από Αμερικανίδες τουρίστριες καταφθάνει και περιπλανιέται στο Παρίσι, ενώ ο κύριος Ιλό προσπαθεί να ολοκληρώσει ένα rendezvous του σ’ ένα χαοτικό, σύγχρονο κτήριο. Θα είναι μια μεγάλη μέρα…

Το «Playtime» του Ζακ Τατί δεν είναι μία από τις καλύτερες κωμωδίες όλων των εποχών. Είναι μία από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Ένα μεγαλούργημα ιδιοφυίας, παντοτινά μοντέρνο και μπροστά από κάθε εποχή, από εκείνα τα έργα που… καταστρέφουν καριέρες, μα η βλακεία του κόσμου δεν είναι αρκετή ώστε να τα καταδικάσει να (παρα)μείνουν στην αφάνεια. Σήμερα, τούτη η κορυφαία σκηνοθετική δουλειά του Τατί αντιμετωπίζεται όπως της αξίζει πραγματικά: σαν ένα αριστούργημα ευρηματικότητας, προφητικό για τον πολιτισμό μας, την παρακμή του και την ελπίδα μιας χαρωπής «αναγέννησής» του.

Κατά κάποιο τρόπο, πρόκειται για μια «φανταστική», δυσοίωνη συνέχεια του «Ο Θείος μου» (1958), με τη vintage (ή και τη «λαϊκή») αυθεντικότητα των Παρισίων να έχει εξαφανιστεί ολοκληρωτικά, αφήνοντας μονάχα κάποια μνημεία… όρθια, για λόγους τουριστικής κατανάλωσης (εντελώς ειρωνικά, ο Τατί δεν τα παρουσιάζει ποτέ σαν κάτι το φυσικό μέσα στο όλο σκηνικό της πόλης, αλλά τα εμφανίζει «στα κλεφτά», μέσα από αντανακλάσεις τους σε τζάμια κτηρίων ή τροχοφόρων, δίνοντάς τους μια «πλαστή», καρτ-ποσταλική διάσταση). Ο φουτουριστικός μοντερνισμός σε αρχιτεκτονική, σε συνδυασμό με τον τεχνολογικό αυτοματισμό, έχουν μετατρέψει την πόλη του κυρίου Ιλό σ’ ένα «ξένο» σύμπαν, στο οποίο σχεδόν αγωνίζεται να επιβιώσει, κυκλοφορώντας και ο ίδιος σαν ένας… «τουρίστας»!

Όπως συνήθως στις ταινίες του Τατί, το σενάριο είναι προσχηματικό και οι διάλογοι σχεδόν ανύπαρκτοι. Σημασία έχει η δράση εντός του κάδρου, η εστίαση της προσοχής του θεατή σε λεπτομέρειες και η γαργαλιστική ηχητική μπάντα που τονίζει το χιουμοριστικό ακόμη και πάνω από το πιο αφόρητα πληκτικό. Νοσταλγικός, ανθρώπινα… «ελαττωματικός» δίπλα στον προγραμματισμένο όχλο της ζωής που εξελίχθηκε με τον πιο ανησυχητικό τρόπο, ο κύριος Ιλό αντιπροσωπεύει ένα μοναχικό είδος θνητής ύπαρξης απόλυτα αντισυμβατικής, που μοιραία θα εκλείψει επειδή αρνείται να προσαρμοστεί. Ο κόσμος γύρω του ελάχιστα ξεχωρίζει (σαν φιγούρες) ή τολμά να θυμίζει κάτι από το παρελθόν, με εξαίρεση εμποράκους του δρόμου ή επαγγέλματα «δουλικότητας» τα οποία θα παραμείνουν αποκλειστικά και μόνο λόγω «couleur locale» στοιχείου και αναγκαιότητας.

Καθώς πέφτει η νύχτα, η επεισοδιακότητα των συναντήσεων του κυρίου Ιλό με παλιούς γνωστούς του θα μας χαρίσει all-time classic στιγμές, ξεκινώντας από την επίσκεψη στο διαμέρισμα… «οθόνη» σε δημόσια θέα (με τη συγκλονιστική σκηνή των αντικριστών living room, όπου οι μεν και οι δε παρακολουθούν τηλεόραση λες και το θέαμα είναι οι ίδιοι!) και καταλήγοντας σ’ ένα σχεδόν υπό κατασκευή ακόμα εστιατόριο – night club, με το ντελιριακό crescendo τούτης της μεγάλης σεκάνς να μοιάζει λίγο και με homage στον καταστροφικό αναρχισμό της κορύφωσης της «Ζαζί στο Μετρό» (1960) του Λουί Μαλ. Εδώ ο κοινωνικός σχολιασμός αγριεύει και ο Τατί φθονεί σε εξευτελιστικό βαθμό ταξικότητα, συμπεριφορές κι οτιδήποτε το πολιτισμικά ξενόφερτο ή τυποποιημένο, προτείνοντας ένα «μείγμα» κουλτούρας και ελευθεριότητας (σ’ εκείνους οι οποίοι θα παρατηρήσουν τα «ξένα» σώματα τα οποία θα γεμίζουν το μαγαζί σταδιακά) που θα απενοχοποιήσει την «πόζα» και τον εξαναγκασμό στο «καθώς πρέπει».

Το ξημέρωμα της επόμενης μέρας, το αληθινό κέφι και η χαρά έχουν κάνει τους πάντες περισσότερο… ανθρώπους και η πόλη, της θλίψης και της ψυχρότητας του γκρίζου, του μπλε, του μαύρου κι ενός λευκού «λερωμένου» από την απογοήτευση μιας τέτοιας καθημερινότητας, δέχεται την εισβολή φωτεινών κι ολοζώντανων χρωμάτων και γιορτάζει αιφνιδιαστικά την ίδια τη ζωή, μετατρέποντας κόσμο και δρόμους σ’ ένα γιγάντιο carousel ευθυμίας, με τον Τατί να αισιοδοξεί αφελώς ρομαντικά για το μέλλον του δυτικού πολιτισμού και μια κάποια συνειδητή επιστροφή στο συναίσθημα και την ανθρωπιά.

Ο θεατής «απογειώνεται», όμως, ο ίδιος ο δημιουργός του «Playtime» βυθίστηκε στη χρεοκοπία και την απαξίωση, αφού για τις ανάγκες των… τριετών γυρισμάτων του φιλμ (σε 70 mm και στερεοφωνικό soundtrack πρωτοφανές για τα δεδομένα της εποχής!) δημιούργησε τα τεράστια sets ενός «άλλου» Παρισιού (την διαβόητη Tativille), με κόστος παραγωγής που ξέφυγε δραματικά. Η υποδοχή του κοινού στη Γαλλία ήταν μετριότατη, το αρχικό cut των 155 λεπτών άρχισε να «τριμάρεται» σε διάφορες εκδοχές για να ταξιδέψει το έργο και σε άλλες χώρες (για τις ΗΠΑ κατέβηκε στα 93 λεπτά!), με αποτέλεσμα ο Τατί να οδηγηθεί στην κατάθλιψη και την αποχή από το σινεμά για χρόνια. Σήμερα, τον ευγνωμονούμε. Και μένουμε… χωρίς λόγια μπροστά σ’ ένα τόσο μεγάλο έργο κινηματογραφικής Τέχνης.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Η σχέση του ελληνικού κοινού με το σινεμά του Ζακ Τατί δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα θερμή, εξαιρώντας κάπως τις πιο «ανώδυνα» ευχάριστες και εύκολες στην ταύτιση «Διακοπές του κυρίου Ιλό» (1953). Το «Playtime» αποτελεί το απόγειο της εξέλιξης του κλασικού του ύφους φιλμικής αφήγησης, φιλτραρισμένου όμως μέσα από μια πιο «διανοουμενίστικη» σκέψη δημιουργικότητας, που απαιτεί ώριμους θεατές, με ανοιχτό μάτι και πνεύμα, για να μην αναφερθώ στην ποιότητα της αίσθησης του χιούμορ. Απλά, ασύγκριτο αριστούργημα, που οφείλει ν’ απολαύσει κανείς στη μεγάλη οθόνη, εάν σέβεται την 7η Τέχνη. Τι είναι αυτό; Μην το ψάχνετε, έχει κάμποσες καφετέριες πλησίον της κινηματογραφικής αίθουσας…


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!