ΟΙ ΡΟΔΑΚΙΝΙΕΣ ΤΟΥ ΑΛΚΑΡΑΣ (2022)
(ALCARRÀS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Κάρλα Σιμόν
- ΚΑΣΤ: Ζορντί Πουγιόλ Ντόλσετ, Άννα Ότιν, Ξένια Ρόζετ, Αλμπέρτ Μπος, Αϊνέ Ζουνού, Γιόσεπ Αμπάντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 120'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: CINOBO
Μια οικογένεια ροδακινοπαραγωγών θα έρθει αντιμέτωπη με το πλέον αβέβαιο μέλλον, όταν ο νέος ιδιοκτήτης της γης τους αποφασίζει να πουλήσει τα χωράφια, προκειμένου να εγκαταστήσει φωτοβολταϊκά.
Πέντε χρόνια μετά το πολυβραβευμένο μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, το «Ένα Αξέχαστο Καλοκαίρι», η Ισπανίδα δημιουργός Κάρλα Σιμόν επανέρχεται με ένα ακόμη οικογενειακό δράμα, βραβευμένο με την Χρυσή Άρκτο καλύτερης ταινίας στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, αποδεικνύοντας (αν μη τι άλλο) ένα σταθερό κινηματογραφικό όραμα, ακόμα κι όταν πρόκειται για κάτι τόσο λιτό κι απέριττο φιλμικά. «Οι Ροδακινιές του Αλκαράς» κινηματογραφικά βρίσκονται πολύ κοντά στην πρώτη ταινία της Σιμόν, η οποία αντλεί κι εδώ έμπνευση από τα παιδικά της χρόνια στην Καταλονία, προκειμένου να «παντρέψει» τις προσωπικές της εμπειρίες με την μυθοπλασία, κατασκευάζοντας και στις δύο περιπτώσεις φιλμ για ανθρώπους «της διπλανής πόρτας», εν δυνάμει βιωματικές για τον καθέναν μας (ίσως). Εκεί ακριβώς βρίσκεται όλη η δυναμική (τουλάχιστον μέχρι στιγμής) του σινεμά της.
Η οικογένεια Σολέ καλλιεργεί για χρόνια έναν μεγάλο αριθμό ροδακινιών σε μικρό χωριό της Καταλονίας. Μια μέρα, ο νέος ιδιοκτήτης των χωραφιών θα ανακοινώσει στην οικογένεια πως η παρούσα συγκομιδή θα είναι και η τελευταία, καθώς οι εκτάσεις πρόκειται σύντομα να φιλοξενήσουν αντί για τα μυρωδάτα, καρποφόρα δέντρα… φωτοβολταϊκά. Αυτή η απροσδόκητη εξέλιξη θα βρει τους Σολέ σε προφανή απόγνωση, καθώς ο παππούς της οικογένειας αδυνατεί να βρει κάποιο συμβόλαιο που ν’ αποδεικνύει εγγράφως ότι τα κτήματα βρίσκονται νόμιμα στην κατοχή τους. Με το καλοκαίρι εν εξελίξει και τη συγκομιδή να προχωρά με γρήγορους ρυθμούς, η οικογένεια δεν θα βρεθεί μονάχα απέναντι στο άγνωστο του επαγγελματικού μέλλοντος, μα παράλληλα θα κληθεί να επαναπροσδιορίσει τις σχέσεις των μελών της που απειλούνται υπό το βάρος της αγωνίας για επιβίωση.
Η ταινία ξεκινά με τρία πιτσιρίκια (ξαδέλφια στην υπόθεση) να παίζουν μέσα σ’ έναν σαραβαλιασμένο 2CV, παρατημένο σε κάποια από τα χωράφια της οικογένειας. Ενώ και τα τρία υποδύονται ρόλους μιας φανταστικής πλοκής (συγκεκριμένα, μια ιστορία που διαδραματίζεται στο διάστημα) με εξίσου φανταστικούς κακούς που «απειλούν» τη ζωή τους, ξαφνικά τα βλέμματά τους «καρφώνονται» κάπου έξω από τ’ αμάξι, ένας δυνατός ήχος μαρτυρά την έλευση ενός γερανού κι αμέσως μετά κάποιος μεγάλος λέει στα παιδιά να βγουν μέσα από το αυτοκίνητο. Η Σιμόν, πολύ εύστοχα, συστήνει από την αρχή το μεγάλο οικογενειακό δράμα, αφήνοντας παρ’ όλα αυτά μια μικρή ακτίδα αισιοδοξίας (κι ας μην το ξέρουμε ακόμα), θέτοντας ως πρώτους δέκτες της νέας κατάστασης τα παιδιά, αλλά και τη συνακόλουθη ιδιότητά τους να μετατρέπουν τα πάντα σε παιχνίδι. Παρά το γεγονός πως η ταινία δεν είναι ιδωμένη μέσα από τα μάτια των μικρότερων της φαμίλιας, όπως δηλαδή συνέβαινε στην προηγούμενη ταινία της Σιμόν, η πιτσιρικαρία (με μπροστάρισσα την πραγματικά ταλαντούχα Αϊνέ Ζουνού, στον ρόλο της αεικίνητης Άιρις) δίνει τον ρυθμό σε τούτο το φιλμ, έναν ρυθμό όμοιο μ’ εκείνον των πιο ξέγνοιαστων παιδικών μας αναμνήσεων, γεμάτων από τις καλοκαιρινές μυρωδιές του ροδάκινου, της τομάτας και των σύκων.
H επιλογή μη επαγγελματιών ηθοποιών, και δη ανθρώπων από τις γύρω περιοχές όπου γυρίστηκε η ταινία, αποδεικνύεται σοφή, αν μη τι άλλο γιατί υπάρχει μια γνήσια ατμόσφαιρα «οικογένειας», με φασαριόζικα τραπέζια, ομιλίες που «πέφτουν» η μια πάνω στην άλλη, όσο και μια αναπάντεχη χημεία όλων αυτών των τόσο διαφορετικών μεταξύ τους προσωπικοτήτων. Σαφέστατα στην ανάδειξη αυτή, του έμφυτου, νατουραλιστικού ταλέντου των χαρακτήρων, συμβάλλουν τα μέγιστα τόσο το σενάριο του συνεργάτη της Σιμόν, Αρνάου Βιλαρό, όσο και η κινηματογράφηση της διευθύντριας φωτογραφίας, Ντανιέλα Καχίας, η οποία προσδίδει στην εικόνα μια αίσθηση νοσταλγίας, αλλά και την γλυκόπικρη συνειδητοποίηση μιας παράδοσης που τείνει να χαθεί ανεπιστρεπτί.