Η ΜΑΥΡΗ ΚΗΛΙΔΑ (2020)
(LA MANCHA NEGRA)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ενρίκε Γκαρθία
- ΚΑΣΤ: Κούκα Εσκριμπάνο, Νοεμί Ρουίθ, Πάμπλο Πουγιόλ, Μαρία Αλφόνσα Ρόσο
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 90'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER
Στο μικρό χωριό Αλχαρία της Ανδαλουσίας, ο θάνατος της ηλικιωμένης Ματίλντε Θισνέρος σπάει τη μονοτονία της επαρχίας, αλλά, κυρίως, ξυπνά πληγές και πάθη ανάμεσα στα μέλη της οικογενείας – και όχι μόνο. Αιτία για ό,τι θα επακολουθήσει, η κληρονομιά που πρέπει να μοιραστεί ανάμεσα στις κόρες της, Μανουέλα, Μερσέδες και Μοδέστα, όπως και στο γιο της, Εουχένιο, που επιστρέφει στο χωριό μετά από χρόνια.
Στην τρίτη του μεγάλου μήκους ταινία (όλες limited διανομής) και πολυγραφότατος όσον αφορά το format των μικρού μήκους, ο Ενρίκε Γκαρθία επιστρέφει για μία ακόμη φορά στη γενέτειρα (κι αγαπημένη του) Μάλαγα, μ’ ένα σκοτεινό, ατμοσφαιρικό φιλμ τοποθετημένο στην δεκαετία του ’70. Το ερώτημα που εγείρεται είναι το κατά πόσο ενδιαφέρει το ελληνικό κοινό μια ταινία με παρουσία σε ισπανικά φεστιβάλ και ούτε καν διανομή σε κύκλωμα αιθουσών στην Ισπανία – για εκτός Ιβηρικής, ούτε συζήτηση. Θυμίζει λίγο τις (όχι και τόσο) παλιές εποχές της γαλλικής παντοκρατορίας στην ελληνική διανομή, ενισχύοντας το αίσθημα του «η Ισπανία είναι η νέα Γαλλία», σχετικά με την απέλπιδα προσπάθεια για ανεύρεση του επόμενου sleeper hit στα θερινά.
Η κύρια προβληματική του φιλμ, αφορά στο θάνατο της ηλικιωμένης μητέρας της φαμίλιας Θισνέρος, σ’ ένα επαρχιακό χωριό της Ανδαλουσίας (ακόμη και οι ισπανομαθείς θα έχουν μία κάποια δυσκολία ν’ ακολουθήσουν τις προφορές). Η μοιρασιά της κληρονομιάς είναι αυτό που θα μας απασχολήσει για τα εναπομείναντα λεπτά, χάρη στο κλασικό trope των μυστικών και τραυματικών εμπειριών που έρχονται στην επιφάνεια άμα τη εμφανίσει ανθρώπων οι οποίοι έλειπαν για καιρό από το προσκήνιο. Στην περίπτωσή μας, αυτός είναι ο μοναδικός γιος της οικογενείας, Εουχένιο. Παρότι σίγουρα πολύ οικείο στην ισπανική κοινωνία, με ουκ ολίγες τραγωδίες και, αντίστοιχα, ταινίες να προκύπτουν λόγω κληρονομικών διαφορών, είναι και κάτι με το οποίο μπορεί να βρει σημεία ταύτισης και το ελληνικό κοινό.
Χτυπώντας αποκλειστικά στο δράμα, την ίντριγκα και τις τεταμένες σχέσεις μεταξύ αδελφών, αλλά και περίοικων (χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο παπάς της ενορίας), δεν θα ήταν αρκετό για να ξεχωρίσει η ταινία, κάτι που ο Γκαρθία αντιλαμβάνεται, επιλέγοντας να διανθίσει το έργο του με σκοτεινή, ενίοτε οριακά horror ατμόσφαιρα (!), σε συνδυασμό με τη βουκολική σκληρότητα. Δυστυχώς, το πρόβλημα στη «Μαύρη Κηλίδα» έγκειται στο γεγονός πως, παρά τις καλές προθέσεις, το έργο δεν απογειώνεται ποτέ, παραμένοντας ένα απλά συμπαθητικό, μα flat δράμα χαρακτήρων και διαφωνιών που αναδεικνύουν τον ισπανικό επαρχιακό μικρόκοσμο ικανοποιητικά – αλλά τίποτε παραπάνω.
Παρ’ όλα αυτά, η ταινία βγάζει κάτι το αρκούντως ατμοσφαιρικό, οι βασικοί πρωταγωνιστές στέκουν ικανοποιητικά στους ρόλους τους, χωρίς αστοχίες, άρα σίγουρα δεν μπορούμε να πούμε πως πρόκειται για άλλη μία τυπική περίπτωση θερινού… «ξεσκαρταρίσματος» (ή «αδειάσματος ραφιών», που λέει και ο Φραγκούλης). Με τον κινηματογράφο να επουλώνει ακόμα τις πληγές του τελευταίου χρόνου, δίπλα στις γνωστές παθογένειες της διανομής στη χώρα μας, κάτι είναι κι αυτό.