FreeCinema

Follow us

Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΜΠΟΥΡΖΟΥΑΖΙΑΣ (1972)

(LE CHARME DISCRET DE LA BOURGEOISIE)

  • ΕΙΔΟΣ: Σάτιρα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λουίς Μπουνιουέλ
  • ΚΑΣΤ: Φερνάντο Ρέι, Πολ Φρανκέρ, Ντελφίν Σερίγκ, Στεφάν Οντράν, Ζαν-Πιερ Κασέλ, Μπυλ Οζιέ, Μουνί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 102'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: BIBLIOTHEQUE

Μια παρέα της μεγαλοαστικής τάξης βρίσκεται σε έναν φαύλο κύκλο αποτυχημένων προσπαθειών να γευματίσουν όλοι μαζί. Ή μήπως όλα όσα τους συμβαίνουν είναι απλώς όνειρα;

«Ο Μπουνιουέλ κάνει σχεδόν πάντα μπουνιουελικές ταινίες», είχε πει κάποτε ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν και τούτη η παρατήρηση δεν επιβεβαιώνεται τρανότερα απ’ ό,τι σ’ αυτή την προ-προτελευταία ταινία τού έτερου άθεου «θεού» του παγκόσμιου σινεμά. Με αναρίθμητα βραβεία και διακρίσεις (μεταξύ αυτών και ένα Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης!), μόνιμα στις λίστες των καλύτερων ταινιών της ιστορίας και στην κορυφή (ή πλησίον) της φιλμογραφίας του Ισπανού δημιουργού, «Η Κρυφή Γοητεία της Μπουρζουαζίας» αποτελεί ίσως την καλύτερη σύνοψη των ιδεών, των εμμονών, αλλά και του ύφους του.

Ο «πατέρας» του κινηματογραφικού σουρεαλισμού, σε συνεργασία με την επίσης μέγιστη πένα του Ζαν-Κλοντ Καριέρ, δημιούργησε εδώ έναν σεναριακό λαβύρινθο, στον οποίο αρχικά εισέρχεσαι (μαζί με τους κεντρικούς του χαρακτήρες) με σχετική «ομαλότητα». Καθώς το φιάσκο της πρώτης τους απόπειρας να μαζευτούν για δείπνο δικαιολογείται ως παρανόηση, οι μεταγενέστερες σε αυτή την ατυχή για εκείνους «λούπα» τούς οδηγούν (μαζί και τον θεατή) σε ένα συνεχόμενο και ακατάπαυστο αδιέξοδο, ενώ η πραγματικότητά τους συγχέεται με μια σειρά από ρεαλιστικά δοσμένα όνειρα. Σταδιακά, ο θεατής μαθαίνει να αποδέχεται με καχυποψία τις σεκάνς που του προσφέρει απολαυστικά ο δημιουργός, την ίδια στιγμή που εισπράττει με σχεδόν ενοχική απόλαυση το άγρια σατιρικό «ξεγύμνωμα» των επιφανειακά «καθωσπρέπει» ηρώων του, ενώ κάποιες άλλες, εξαρχής δηλωμένες ως «αφηγήσεις ονείρων», λειτουργούν τόσο σαν ιντερλούδια ανάμεσα στις ιστορίες όσο και σαν ακόμα μια προσωπική ψυχαναλυτική «συνεδρία» για τον ίδιο τον Μπουνιουέλ, ο οποίος συναντά προσωπικά του και επαναλαμβανόμενα όνειρα (κατσαρίδες, επισκέψεις από φαντάσματα αγαπημένων, κ.λπ.).

Το σενάριο, που εκ πρώτης και πρόχειρης όψεως φαντάζει ως… σχεδόν ανύπαρκτο, αντιθέτως, είναι κατασκευασμένο απολύτως προσεκτικά. Ωστόσο, ο Μπουνιουέλ δεν θεωρείται άδικα ως ένας εκ των πρωτοπόρων του mise-en-scène, καθώς η αφήγηση βασίζεται πρωταρχικά στο στήσιμο της καλλιτεχνικής διεύθυνσης και των ηρώων, με λιγότερη την ανάγκη για μοντάζ και διαφορετικές ή πολλαπλές λήψεις. Οι ηθοποιοί τοποθετούνται στρατηγικά, σχεδόν σαν μαριονέτες, υπό τις οδηγίες ενός δημιουργού ο οποίος γνωρίζει στην εντέλεια το στήσιμο, την υφή και την όψη της ταινίας του, ακόμη και το τελευταίο ηχητικό εφέ, παρότι εκείνη την περίοδο η ακοή του τον είχε σχεδόν εγκαταλείψει. Η έντονη παρουσία τού σουρεαλιστικού πνεύματος συνυπάρχει (όπως και στις περισσότερες ταινίες του) αρμονικά με την κοινωνικο-πολιτική σάτιρα και τον έξυπνα «σφηναρισμένο» σχολιασμό επίκαιρων θεμάτων της εποχής, όπως ο πόλεμος του Βιετνάμ, ενώ βασικοί του στόχοι παραμένουν η Εκκλησία και οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις – αμφότερες τις περιγελά, ξεφτιλίζει, τιμωρεί αλλά και (προφανώς) λατρεύει να μισεί, γνωρίζοντας πως το status quo θα εξακολουθήσει να τις ευνοεί εις βάρος των υπολοίπων μας. «Κανένα σύστημα δεν θα επιτρέψει ποτέ οι μάζες να αποκτήσουν ραφινάρισμα», ξεστομίζει αλαζονικά και κατηγορηματικά ένας εκ των χαρακτήρων, που τυγχάνει να είναι και ο πιο ηθικά χρεοκοπημένος μιας – έτσι κι αλλιώς – διεφθαρμένης παρέας. Η τιμωρία του, εν τέλει, καταφθάνει. Είναι, όμως, αληθινή;

Παρόμοια, επίσης σουρεαλιστική (αν και πιο ταπεινωτική) μοίρα είχε επιφυλάξει για τους αριστοκρατικούς ήρωές του ακριβώς μία δεκαετία νωρίτερα στο «Ο Εξολοθρευτής Άγγελος», ίσως (για την υπογράφουσα, τουλάχιστον) το κορυφαίο του αριστούργημα, με το οποίο μάλλον φέρει και τις περισσότερες ομοιότητες η «Μπουρζουαζία», αν και δεν τους παγιδεύει τόσο εμφανώς και κλειστοφοβικά σε μια πολυτελή φυλακή. Οι δικοί της πρωταγωνιστές ξεσκεπάζονται πιο… διακριτικά και με πιο χαιρέκακο χιούμορ, ακόμη κι όταν περπατούν αμέριμνοι σ’ έναν άδειο δρόμο, χωρίς προφανή προορισμό.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Όποια και να είναι η πρώτη σου επαφή με το σινεμά του Μπουνιουέλ, σίγουρα θα είναι μία παράξενη εμπειρία, οπότε, αν είσαι από τους «πρωτάρηδες», αυτή είναι μία ιδανική αρχή! Κάποια «επίκαιρα» σχόλια και συμβολισμοί της εποχής θα περάσουν στο ντούκου για τους νεότερους και γενικώς φαντάζουν απαρχαιωμένα, ωστόσο πρόκειται για υπόδειγμα κοινωνικής σάτιρας και έργου σουρεαλιστικής τέχνης, από έναν αληθινό maître του παγκόσμιου σινεμά.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.