Η ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΤΗΣ ΚΑΡΔΙΑΣ (2019)
(DRONNINGEN)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μέι ελ-Τούχι
- ΚΑΣΤ: Τρίνε Ντίρχολμ, Γκούσταβ Λιντ, Μάγκνους Κρέπερ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Η Άνε και ο Πέτερ βιώνουν έναν αρκετά προβληματικό γάμο. Όταν έρχεται να μείνει μαζί τους ο γιος του από μία προηγούμενη σχέση, οι εντάσεις μεγαλώνουν. Η Άνε θα αποπλανήσει το νεαρό αγόρι, κάνοντας τα πράγματα ακόμη χειρότερα.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η Άνε και ο Πέτερ είναι ένα συνηθισμένο ζευγάρι. Ζουν μαζί, έχουν δύο κόρες, έχουν και τα προβλήματά τους. Εκείνη είναι δικηγόρος που ειδικεύεται στην υπεράσπιση θυμάτων κακοποίησης. Εκείνος είναι γιατρός. Έχουν ένα επίπεδο ζωής άνω του μέσου όρου, αλλά όχι και ακριβώς οικογενειακή ευτυχία. Τις εντάσεις, πάντως, όπως φαίνεται στην αρχική σκηνή της ταινίας, τις αντιμετωπίζουν με σκανδιναβική ψυχραιμία και πολύ διάλογο.
Η κατάσταση θ’ αλλάξει όταν στο σπίτι θα μπει ένα νέο μέλος. Πρόκειται για τον Γκούσταβ, ένα νέο αγόρι, γιο του Πέτερ από μια παλιά του σχέση. Τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Ο Γκούσταβ έχει μεγαλώσει με τον πατέρα του σε απόσταση. Δεν είναι ένα εύκολο παιδί και μόλις τον έχουν διώξει από ένα σχολείο στο οποίο είχε μπει εσωτερικός. Και αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που έχει αντιμετωπίσει προβλήματα με θέματα πειθαρχίας και τάξης.
Με τον Γκούσταβ μέσα στο σπίτι, τα προβλήματα του ζευγαριού θα ενταθούν. Η Άνε θ’ αρχίσει να νιώθει ακόμη πιο απομακρυσμένη από τον άντρα της, ο οποίος είναι κι αυτός απόλυτα απορροφημένος στη δουλειά του. Η Άνε θα βρει στον Γκούσταβ ένα ακόμη θύμα καταπίεσης και αρχίζει να παίρνει το μέρος του με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Τον καλύπτει, του αγοράζει ένα laptop, βρίσκεται όλο και πιο κοντά του. Η οικειότητα εκφράζεται με ειλικρινείς συζητήσεις, με ένα φιλί στη συνέχεια και κατόπιν με κανονικότατο σεξ. Το οποίο η Μέι ελ-Τούχι κινηματογραφεί με την αισθητική του high-class soft porn, δείχνοντας και κάτι παραπάνω (μια ένδειξη νεανικής στύσης, ερεθισμένες ρώγες κ.λπ.), το οποίο περνάει με το άλλοθι του «ελευθεριάζοντος» σκανδιναβικού art-house.
Όπως είναι φυσικό, η κατάσταση περιπλέκεται έντονα. Πώς θα αντιδράσει ο Πέτερ; Τι επίπτωση θα έχει αυτή η σχέση στην οικογένεια; Η Άνε, που προστατεύει θύματα κακοποίησης, μήπως έχει γίνει και η ίδια αυτό που αντιμάχεται στη δουλειά της; Θα μπορούσαν να προκύψουν πολλά θέματα από μια τέτοια ιστορία και μια ταινία που θα τολμούσε να τα αντιμετωπίσει ακριβώς όπως είναι, δηλαδή σαν μια άσχημη κατάσταση με δραματικές επιπτώσεις για όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα. Η ελ-Τούχι, όμως, επιλέγει ν’ ακολουθήσει τον δρόμο της glossy αισθητικής, δείχνοντας τα ωραία σπίτια ανθρώπων που βρίσκονται σε μια κακή συγκυρία, αλλά δεν χάνουν τη διάθεσή τους να το συζητήσουν πολιτισμένα. Όλο μαζί δείχνει σαν να έχει γυριστεί στα ‘90s και, αν ήταν χολιγουντιανή παραγωγή, πιθανότατα θα είχε για πρωταγωνίστρια την… Ντεμί Μουρ (έπρεπε).
Εδώ, τουλάχιστον, πρωταγωνίστρια είναι η Τρίνε Ντίρχολμ, που με τη σοβαρότητα που τη διακρίνει ως ηθοποιό, προσπαθεί – και σε μεγάλο μέρος επιτυγχάνει – να διασώσει από τη γελοιότητα αυτό που είναι έτοιμο να εκτροχιαστεί. Το ίδιο συμβαίνει και με τον νεαρό Γκούσταβ Λιντ. Φτάνουν, όμως, δυο καλές και αφοσιωμένες ερμηνείες για την επιπόλαιη και επιφανειακή επεξεργασία μιας ιστορίας που μπορούσε να προσφέρει τόσες δυνατότητες ανάπτυξης; Nah, όπως λένε το «μπα» εις την δανέζικη γλώσσα.