ΣΥΝΩΝΥΜΑ (2019)
(SYNONYMES)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ναντάβ Λαπίντ
- ΚΑΣΤ: Τομ Μερσιέ, Καντάν Ντολμέρ, Λουίζ Σεβιγιότ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 123'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Ένας νεαρός Ισραηλινός θα επιχειρήσει να αποκηρύξει την εθνικότητά του προκειμένου να γίνει Γάλλος, στην πορεία όμως θα διαπιστώσει πως η καινούργια του «πατρίδα» δεν διαφέρει και τόσο από την προηγούμενη.
Όσοι δεν είναι εξοικειωμένοι με το σινεμά του Ναντάβ Λαπίντ σίγουρα θα τα βρουν κάπως σκούρα στην προσπάθειά τους να αποκρυπτογραφήσουν κάθε σκηνή της νέας του ταινίας «Συνώνυμα», αν και όπως αφήνει να εννοηθεί ο κινηματογραφικός ρυθμός της, η δεύτερη ανάγνωση είναι κάπως επιβεβλημένη, προκειμένου κανείς να κοιτάξει πέρα από το προφανές τής – εσκεμμένα – θρασύτατης σκηνοθεσίας της, σε αναζήτηση μιας βαθύτερης αλήθειας.
Το φιλμ μάς έρχεται όχι δίχως περγαμηνές αλλά έχοντας κερδίσει τη Χρυσή Άρκτο στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, κάτι που από μόνο του δεν λέει και πολλά, βέβαια, δεδομένης της «φεστιβαλικής» χροιάς πολλών τέτοιων τιμημένων φιλμ, από την οποία δεν φαίνεται να ξεφεύγει ούτε και το νέο πόνημα του Ισραηλινού δημιουργού, το οποίο πιθανότατα λίγοι θα δουν και ακόμα λιγότεροι θα εκτιμήσουν.
Ο Γιοάβ (εξαιρετικό ερμηνευτικό ντεμπούτο για τον Τομ Μερσιέ) είναι ένας Ισραηλινός που προσπαθεί πάση θυσία να «απεγκλωβιστεί» από τα εθνικά του δεσμά και να αφομοιωθεί (σταδιακά) από το γαλλικό σύστημα. Χρησιμοποιώντας ως βοήθεια ένα γαλλο-ισραηλινό λεξικό προκειμένου να επικοινωνεί (;) με τους γύρω του, τριγυρίζει στους δρόμους του Παρισιού αναζητώντας και αναπλάθοντας διαρκώς καινούργιες «ταυτότητες» για τον εαυτό του, άλλοτε ως απόρροια του στρατιωτικού του παρελθόντος και άλλοτε ως αρνητής της εβραϊκής του γλώσσας. Η προσωπική του αναζήτηση θα τον φέρει σε επαφή με ένα ζευγάρι νεαρών Γάλλων που θα τον βοηθήσουν να προσαρμοστεί στους παριζιάνικους ρυθμούς ζωής, σύντομα όμως ο Γιοάβ θα συνειδητοποιήσει πως για να αποδεχτείς το παρόν είναι αναγκαίο να συμβιβαστείς με το παρελθόν.
Αν κάτι πρέπει να αναγνωριστεί από νωρίς στην ταινία του Λαπίντ είναι το γεγονός πως επιτρέπει την πολιτική αξιολόγηση και τοποθέτηση ως αναπόσπαστο κομμάτι του ατομικού «ταξιδιού» / επαναπροσδιορισμού του ήρωα, κάτι που επιπλέον ενισχύεται από το γεγονός πως η ταινία αποτελεί και συμπαραγωγή του Υπουργείου Πολιτισμού του Ισραήλ, μία άξια λόγου αναφορά, δεδομένης της απόλυτα κριτικής στάσης την οποία κρατά ο πρωταγωνιστής απέναντι στα πεπραγμένα της χώρας του. Δεν υπάρχει εύκολος τρόπος να δει κάποιος αυτή την ταινία, πολλούς θα τους ξενίσει ο (φαινομενικά) κατακερματισμένος της ρυθμός και το «μηχανικό» παίξιμο του καστ, εντούτοις αυτά αποτελούν και στοιχεία του προσωπικού στυλ του σκηνοθέτη, ο οποίος εδώ αντλεί έμπνευση από προσωπικά βιώματα και εμπειρίες. Η εξωτερίκευση της «συνώνυμης» αίσθησης ότι ίσως και να μην ανήκεις πραγματικά πουθενά – ούτε στη χώρα σου, ούτε και στη χώρα των ονείρων (;) σου – αποτελεί μία ενδιαφέρουσα ιδέα για κινηματογραφική προσαρμογή, εντούτοις εδώ υπάρχει και ένα μεγάλο ερωτηματικό ως προς τη σεναριακή προσέγγιση, κατά πόσο δηλαδή μπορεί να είναι αποτελεσματική η σκηνοθετική αποτύπωση μιας τόσο σύνθετης σύλληψης σε επίπεδο «artsy (fartsy)» σινεμά διάρκειας δύο ωρών.
Εννοείται πως τον Λαπίντ λίγο τον αφορά αυτό, μιας και παραδίδοει επί της ουσίας ένα δημιούργημα που αν είσαι γνώστης του αντικειμένου πιθανώς να αναγνωρίσεις ως μία από τις ουσιαστικά καλές προτάσεις αυτής της εβδομάδας. Μεγάλο ατού της ταινίας, η παρθενική εμφάνιση του Τομ Μερσιέ στον πρωταγωνιστικό ρόλο, με μια εξαιρετικά απαιτητική, σωματική ερμηνεία που αποτελεί και την κινητήρια δύναμη τούτου εδώ του φιλμ. Στον αντίποδα, η θεματική της υιοθέτησης μιας νέας ταυτότητας μέσω της απόρριψης της κατεξοχήν προσδιοριστικής εθνικής (ταυτότητας) και δη εντός ενός σύγχρονου (και διαρκώς «συνώνυμου») κόσμου, ίσως και να χρειαζόταν μία πιο παραδοσιακή αφήγηση προκειμένου να καταστεί ξεκάθαρη. Ίσως πάλι αυτήν ακριβώς τη φιλμική ομοιογένεια να αντιπαλεύεται ο Λαπίντ με τη σκηνοθεσία του, πράγμα που σημαίνει πως το «Συνώνυμα» είναι προορισμένο να αρέσει σε πολύ συγκεκριμένη μερίδα κοινού, πιθανότατα αφήνοντας τους υπόλοιπους να διερωτηθούν… τι ακριβώς εννοούσε ο «ποιητής»;