FreeCinema

Follow us

ΕΡΩΤΕΥΜΕΝΟΣ ΜΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΜΟΥ (2018)

(AMOUREUX DE MA FEMME)

  • ΕΙΔΟΣ: Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντανιέλ Οτέιγ
  • ΚΑΣΤ: Ντανιέλ Οτέιγ, Αντριάνα Ουγκάρτε, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Σαντρίν Κιμπερλέν
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 84'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: TANWEER

Κύριος ώριμης ηλικίας γνωρίζει τη σαν τα κρύα τα νερά νέα κατάκτηση κολλητού του φίλου και παθαίνει την πλάκα της ζωής του. Αρχίζει να φαντασιώνεται μια ζωή γεμάτη έρωτες και περιπέτειες στο πλάι της, όμως η πραγματικότητα τον προσγειώνει πάντα απότομα.

Τον συγγραφέα παιδί – θαύμα του σύγχρονου γαλλικού θεάτρου Φλοριάν Ζελέρ τον γνωρίσαμε (από κινηματογραφικής άποψης) προ τριών καλοκαιριών, με τη μεταφορά στην οθόνη της επιτυχίας του στο σανίδι «Μην Ενοχλείτε, Παρακαλώ!» (2014), σε σκηνοθεσία του βετεράνου Πατρίς Λεκόντ. Το γλυκόπικρο πολυβραβευμένο διεθνώς έργο του «Le Père», που του χάρισε ένα σωρό διακρίσεις και τιμές, γυρίστηκε σε ταινία τρία χρόνια μετά την πρώτη παράστασή στο Παρίσι σαν «Floride» (2015), φιλμ το οποίο αγνοήθηκε από την ντόπια διανομή, ίσως γιατί ανέβαινε την ίδια περίοδο στην εγχώρια θεατρική σκηνή με τίτλο «Ο Μπαμπάς», έχοντας ως σκηνοθέτη τον Σταμάτη Φασουλή, ο οποίος κρατούσε μάλιστα και τον κεντρικό ρόλο του πατέρα που πάσχει από Alzheimer. Η τρίτη απόπειρα κινηματογραφικής απόδοσης έργου του Ζελέρ καταφέρνει να κεντρίσει εκ νέου το ενδιαφέρον της εγχώριας διανομής, κάτι διόλου παράξενο μιας και το (πολύ) ελαφρύ ύφος του βρίσκεται κοντά σε εκείνο με το οποίο μας συστήθηκε λίγα χρόνια πριν και (όπως έχουμε βαρεθεί να λέμε) έχει γίνει συνώνυμο πλέον του ελληνικού κινηματογραφικού καλοκαιριού.

Ο Ντανιέλ συναντά τυχαία στον δρόμο τον παλιόφιλό του Πατρίκ, ο οποίος επιμένει να κανονίσει μαζί του δείπνο, ώστε αυτός και η γυναίκα του, Ιζαμπέλ, να γνωρίσουν το καινούργιο του amore. Το πρόβλημα που έχει να κάνει με το γεγονός πως εκείνος ήταν για χρόνια παντρεμένος με την καλύτερη φίλη τής κατ’ απαίτησής του οικοδέσποινας, την οποία άφησε ξαφνικά στα κρύα του λουτρού με αποτέλεσμα η Ιζαμπέλ να μην θέλει να τον δει στα μάτια της, με τα πολλά ξεπερνιέται, οπότε και το βραδινό τραπέζι στην οικία του Ντανιέλ αρχίζει σιγά-σιγά να στρώνεται. Όταν, όμως, ο άτυπος chef για τις ανάγκες του δείπνου ανοίγει την πόρτα για να υποδεχθεί το καλεσμένο ζεύγος, άμα τη εμφανίσει της κατά μιας σαρακονταετίας περίπου νεότερής του Eμά, χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του. Κοινώς… του φεύγει το κλαπέτο, καθώς η ομορφιά τής εξ Ισπανίας καταγόμενης νεαράς τον κάνει να έχει κυριολεκτικά παραισθήσεις, οι οποίες ορμώμενες κατά κανόνα από τα θέματα συζήτησης του δείπνου, έχουν σαν πρωταγωνιστή τον ίδιο και την επίδοξη ηθοποιό Εμά σε μια εναλλακτική ζωή που, όμως, αποτελεί προϊόν της φαντασίας του, και που θέλει τους δύο τους να είναι σφοδρά ερωτευμένοι και να σεργιανίζουν μεταξύ άλλων στην καλοκαιρινή Ίμπιζα και στην ηδονική Βενετία.

Δεν μπορούμε να έχουμε υπόψη μας την επιτυχημένη στο Παρίσι θεατρική παράσταση, στην οποία πρωταγωνιστούσε και πάλι ο Ντανιέλ Οτέιγ. Η κινηματογραφική της διασκευή, πάντως, μας βάζει βάσιμες υποψίες (μην πούμε βεβαιότητες) πως πρόκειται για ένα έργο που όπως ο Ηλίας Φραγκούλης έγραψε για το προγενέστερο του συγγραφέα «Μην Ενοχλείτε, Παρακαλώ!», θα περίμενε εύκολα να δει κανείς στο ντόπιο θεατρικό σανίδι από τον (μακαρίτη, πια) Βασίλη Τσιβιλίκα. Τα καλά νέα εδώ είναι πως το αποτέλεσμα στέκει αισθητά καλύτερο από το προαναφερθέν, με τα κακά να έχουν να κάνουν με το σχεδόν μηδαμινό ύψος του πήχη που έπρεπε συγκριτικά να υπερπηδηθεί, με το ευτυχές της κατάληξης να μην συνιστά δα και κάποια μεγάλη επιτυχία.

Η διαρκής μετάβαση του Ντανιέλ από τη βαρετή συζυγική καθημερινότητα του σπίτι – δουλειά, στον κόσμο της αχαλίνωτης φαντασίας του όπου κυριαρχεί η φιγούρα της απαστράπτουσας Εμά, έχει αρχικά σκέρτσο και νάζι, εξερευνώντας με ανάλαφρο (πάντα) τρόπο την ανδρική κρίση μέσης ηλικίας, χωρίς να καταφεύγει σε σάχλες γεροσαλιαρισμάτων. Φροντίζει συχνά μάλιστα ο (εκτελών και χρέη σκηνοθέτη σε τούτο) Οτέιγ να μην ξεκαθαρίζει μονομιάς εάν αυτό που παρακολουθούμε συμβαίνει στην πραγματικότητα ή μόνο στο μυαλό τού ήρωά του, αν και όσα συμβαίνουν είναι τόσο τραβηγμένα που είναι σχεδόν αδύνατον να μην αποτελούν αποκυήματα φαντασίας. Επειδή, όμως, τα έχουμε δει όλα (μα, όλα!) από τα σενάρια των γαλλικών κομεντί, τίποτα πια δεν θα μας έκανε εντύπωση. Έτσι λόγω… πρότερης εμπειρίας στα βαριά και ανθυγιεινά του genre, ένα ερώτημα του τύπου «ρε, λες;» αιωρούνταν ακόμη και σε σκηνές όπου ένας ερωτοχτυπημένος Ντανιέλ την κοπανάει από το τραπέζι αφήνοντας σύξυλη τη γυναίκα του και κατευθυνόμενος στο αεροδρόμιο μαζί με την Εμά παίρνει κατευθείαν το πρώτο αεροπλάνο για Βενετία, ή όταν ευρισκόμενος σε full περιχαρή διάθεση την αποθεώνει σε παράσταση του «Θείου Βάνια», έχοντας βάλει το χεράκι του ώστε να γίνει μεγάλο αστέρι του θεάτρου. Ακόμα και ο τίτλος δείχνει μια τέτοια διάθεση, αφού δεν γίνεται πάντα σαφές ποια επί της ουσίας θεωρεί ο Ντανιέλ ως γυναίκα του, δηλώνοντας τόσο ερωτευμένος μαζί της. Το παιχνιδιάρικο jazz αποχρώσεων score του Τομά Ντιτρόν (γιος της Φρανσουάζ Αρντί και του Ζακ Ντιτρόν) δίνει μια αίσθηση Γούντι Άλεν στο όλο εγχείρημα, όμως η διαρκής επανάληψη του ίδιου και απαράλλαχτου μοτίβου ενός «Ονειροπαρμένου» α λα γαλλικά (για όσους τυχόν έχουν υπ’ όψην τους την τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του ’70 που γράφτηκε από την πένα του Κώστα Πρετεντέρη, με τον Κώστα Βούτσα στον ρόλο του τίτλου), γρήγορα (και παρά τη σύντομη διάρκεια του φιλμ) πέφτει άτσαλα στη μονότονη επανάληψη.

Τουλάχιστον, χάρη στα παιχνίδια της φαντασίας του Ντανιέλ ξεπερνιέται ο σκόπελος της άκρατης θεατρικότητας, μιας και η δράση μοιράζεται τόσο εντός των τοιχών του δείπνου (με τις σχετικές σκηνές να φέρνουν ενίοτε στον «Θεό της Σφαγής» του Ρομάν Πολάνσκι), όσο και εκτός σπιτιού (και μάλιστα σε όμορφα μέρη ανά τας Ευρώπας), ενώ η ύπαρξη κανονικών ηθοποιών (για να πούμε την αμαρτία μας, σε κάποιες από τις πρόσφατες γαλλικές παραγωγές αναρωτιόμασταν εάν οι εμφανιζόμενοι είναι… πράγματι ηθοποιοί) και δη της κλάσης των (έστω) όχι ευρισκόμενων σε τρελή φόρμα εδώ και αρκετά χρόνια Οτέιγ και Ντεπαρντιέ, κάνει ετούτο να βρίσκεται κατά τι παραπάνω από το επίπεδο της συντριπτικής πλειονότητας των φετινών θερινών comédies françaises. Είπαμε, όμως, ο συναγωνισμός είναι για τα μπάζα, οπότε από μόνο του αυτό δεν λέει και πολλά…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Οι πολύ φανατικοί θιασώτες της γαλλικής κομεντί (που βλέποντας τα εισιτήρια της κάθε εβδομάδας, δεν έχουν μείνει και τόσοι πολλοί πλέον) και δη οι άρρενες, μιας και πρόκειται περί «ανδρικού» βασικά φιλμ, μέχρι που θα μιλήσουν για τον θησαυρό που αδίκως πετάχτηκε στις αίθουσες την (πλέον) άκυρη εβδομάδα του Δεκαπενταύγουστου. Οι followers του #MeToo παίζει να βρουν τον μονόπαντο τρόπο με τον οποίο απεικονίζεται η γυναίκα ως αντικείμενο του πόθου, μέχρι και εντελώς φαλλοκρατικά. Όποιος περιμένει να γελάσει, ας μην έχει και πολλές απαιτήσεις. Ας αρκεστεί με το ότι από τούτο το γαλλικό δεν θα βγει… ζοχαδιασμένος από το θερινό της γειτονιάς του. Αρκεί αυτό, όμως;


MORE REVIEWS

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.

ΑΓΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΔΟΞΑ

Η ιταλική αυτοκινητοβιομηχανία Lancia θέλει να κερδίσει πάση θυσία το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Ράλι του 1983, όμως, το μοντέλο της 037 υστερεί σημαντικά έναντι της τετρακίνητης γερμανικής τεχνολογίας του Audi Quattro. Ο εκτελεστικός της Διευθυντής, Τσέζαρε Φιόρι, έχει μερικές πονηρές ιδέες οι οποίες ενδεχομένως μπορούν ν’ αλλάξουν τη διαφαινόμενη πορεία των πραγμάτων. Εμπνευσμένο από αληθινά γεγονότα.