FreeCinema

Follow us

ΣΑΜΠΡΙΝΑ (1954)

(SABRINA)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομαντική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μπίλι Γουάιλντερ
  • ΚΑΣΤ: Όντρεϊ Χέπμπορν, Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Γουίλιαμ Χόλντεν, Γουόλτερ Χάμπντεν, Τζον Γουίλιαμς
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 113'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Η νεαρή κόρη του chauffeur μιας πάμπλουτης νεοϋορκέζικης οικογένειας φεύγει στο Παρίσι για σπουδές. Επιστρέφοντας θα βρεθεί ανάμεσα στα δυο πλούσια αδέλφια – αφεντικά: τον μικρότερο, έναν playboy που αποτελεί το αντικείμενο του πόθου της, και τον μεγαλύτερο, έναν σοβαρό και εργασιομανή τύπου που θα της ταίριαζε καλύτερα.

Χέπμπορν, Μπόγκαρτ και Χόλντεν σε ταινία του Μπίλι Γουάιλντερ. Τι καλύτερο από αυτόν τον συνδυασμό για ένα νοσταλγικό κινηματογραφικό ταξίδι στη «χρυσή εποχή» του Χόλιγουντ; Κι όμως, η αλήθεια είναι πως, αφαιρώντας την ενίοτε «τυφλή» και συχνά αβάσιμη νοσταλγία, και με έναν πιο ψύχραιμο επαναπροσδιορισμό ως προς την αντιμετώπιση «ιερών αγελάδων», κάποιες ταινίες περισσότερο αγαπημένες γι’ αυτό που συμβολίζουν παρά για την αντικειμενική τους αξία και διαχρονικότητα δεν γερνάνε εξίσου καλά με άλλες σαφώς ανώτερες της εποχής τους. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν πρόκειται να διασκεδάσεις ή να «ταξιδέψεις» σε άλλες κινηματογραφικές εποχές κατά τη διάρκεια της θέασής τους, στην προκειμένη όμως οι ρωγμές ενός παλιού, κουρασμένου και όχι και τόσο καλά διατηρημένου «οικοδομήματος»… δεν αργούν να φανούν.

Ας αρχίσουμε, λοιπόν, με τα αρνητικά αυτής της ταινίας, που βασίστηκε στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Τέιλορ, ο οποίος εργάστηκε και σαν συν-σεναριογράφος στην πολύπαθη μεταφορά του στο σινεμά, πριν παραιτηθεί διαμαρτυρόμενος για τις πολλαπλές και συνεχείς αλλαγές που έβλεπε να διαπράττουν ο Γουάιλντερ και το studio της Paramount. Ο άλλος συν-σεναριογράφος, ο Έρνεστ Λίμαν, έπαθε νευρικό κλονισμό από το άγχος και την πίεση (!), ενώ ο ίδιος ο Γουάιλντερ δεν βρισκόταν πολύ μακριά από παρόμοια μοίρα ώς το τέλος των γυρισμάτων. Το γεγονός πως αυτά ξεκίνησαν ενώ το σενάριο ήταν ημιτελές, με αρκετές σκηνές να ξαναγράφονται ή/και να μην έχουν καν ολοκληρωθεί την ημέρα που ήταν να γυριστούν, δυστυχώς, είναι οφθαλμοφανές μέσω της κακοσχεδιασμένης αφηγηματικής ροής του τελικού αποτελέσματος. Η ταινία ξεκινά θέλοντας να προσδώσει μια κάποια παραμυθένια υφή, με μια γυναικεία φωνή να επιχειρεί να λειτουργήσει σαν αφηγήτρια, εισάγοντάς μας σε ένα βιβλίο – παραμύθι για τη γνωριμία με τους βασικούς ήρωες, χρησιμοποιώντας έως και την πλέον αναμενόμενη φράση «Μια φορά κι έναν καιρό…». Μετά τις πρώτες συστάσεις, η γυναικεία φωνή εξαφανίζεται εντελώς από το υπόλοιπο φιλμ, δίχως να επιστρέφει καν στο φινάλε για να «κλείσει» το βιβλίο μ’ ένα «… και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»! Αυτό αποτελεί ένα τρανταχτό παράδειγμα της βιασύνης να ολοκληρωθεί ένα σενάριο… τη στιγμή που γυρίζεται, με τις άκρες του να παραμένουν λυτές. Αλλά και η μέση του, ασφαλώς, δεν ξεφεύγει μιας γενικότερης και απογοητευτικής προχειροδουλειάς. Η ιστορία, που αδικαιολόγητα για την υπόθεση και το είδος της ρομαντικής κομεντί πλησιάζει το δίωρο, κάνει αρκετούς άσκοπους αφηγηματικούς κύκλους μέσα σ’ ένα έτσι κι αλλιώς παράξενο και αμήχανο ερωτικό τρίγωνο μεταξύ των δυο πλούσιων αδελφών και της νεαρής κόρης του chauffeur τους, σε μια πλοκή που δεν βγάζει ιδιαίτερο νόημα.

Η νεαρή κοπέλα, πρώην «Σταχτοπούτα», επιστρέφει από το στερεοτυπικό Παρίσι της εποχής σαφώς ωριμότερη και πιο στιλάτη από ποτέ (έχοντας την οικονομική και ψυχική στήριξη ενός ηλικιωμένου γενειοφόρου… Βαρόνου που γνώρισε στη σχολή μαγειρικής όπου σπούδασε), βάζει στόχο και πετυχαίνει να κερδίσει την καρδιά του νεότερου playboy αδελφού, με τον οποίο είχε εμμονή από τα παιδικά της χρόνια, για να καταλήξει ερωτευμένη με τον μεγαλύτερό του αδελφό, τον σχεδόν πενηντάρη και σοβαρό businessman, ο οποίος της «την πέφτει» διότι τον μικρό τον έχουν τάξει στην κόρη άλλου μεγιστάνα, στο πλαίσιο τεράστιας οικονομικής συμφωνίας. Όσο και να προσπαθείς να δικαιολογήσεις το γεγονός πως η ταινία γυρίστηκε πριν από 66 χρόνια, το στόρι δεν παύει να ακούγεται (και να βλέπεται) σαν κάτι το αρκετά… γλοιώδες και αμήχανο, με τον 53χρονο Μπόγκαρτ να «αποπλανά» την 24χρονη Χέπμπορν και να τη φιλά «εκ μέρους του αδελφού του», επαναλαμβάνοντας πως… «όλα στην οικογένεια είναι»!

Και περνάμε στο δεύτερο μεγάλο αρνητικό της ταινίας: την επιλογή του Μπόγκαρτ για τον ρόλο του μεγάλου αδελφού. Ο μέγας χολιγουντιανός star δεν ήθελε να παίξει στη «Σαμπρίνα», δεν γνωρίζουμε γιατί δέχθηκε τελικά, αλλά ίσως θα ήταν καλύτερα να μην το είχε κάνει. Η γκρίνια του γιατί ήταν η δεύτερη επιλογή μετά τον Κάρι Γκραντ (ο οποίος αρνήθηκε); Η γκρίνια του γιατί τον ομώνυμο ρόλο δεν τον πήρε η γυναίκα του, Λόρεν Μπακόλ; Η αντιπάθειά του και για την Χέπμπορν και για τον Χόλντεν και για τον Γουάιλντερ, σε συνδυασμό με τον (δικαιολογημένο) εκνευρισμό του για το μισοτελειωμένο σενάριο; Όποια κι αν ήταν η αιτία, ο Μπόγκαρτ δείχνει ξεκάθαρα πως δεν ήθελε να βρίσκεται εκεί και, επιπλέον, έχει μηδενική χημεία με τη Χέπμπορν (την οποία περνούσε και 30 ολόκληρα χρόνια,κάτι που αναμφίβολα φαίνεται στις κοινές τους σκηνές). Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, μετά από μια σειρά ταινιών δίπλα σε παρτενέρ που θα μπορούσαν να είναι πατεράδες της στα ‘50s, στην πιο μοντέρνα δεκαετία του ‘60 η ίδια να καταλήγει να αποζητά νεότερούς της συμπρωταγωνιστές (όπως οι Άλμπερτ Φίνεϊ, Πίτερ Ο’Τουλ, για παράδειγμα).

Και τώρα, επιτέλους, στα θετικά! Η αφήγηση (και η υστεροφημία) της ταινίας διασώζεται από τις μικρές στιγμές κωμικής ιδιοφυίας του Γουάιλντερ (με αρκετές ξεκαρδιστικές slapstick σκηνές και χιουμοριστικές ατάκες σε στιγμές που δεν το περιμένεις) και την όπως πάντα έξοχη σκηνοθετική καθοδήγηση των ηθοποιών, ειδικά των δευτεραγωνιστών, με τα ευτράπελά τους να δημιουργούν μικρά «διαλείμματα» από την παραξενιά του βασικού στόρι. Παρά την άβολη παρουσία του Μπόγκαρτ, οι Χέπμπορν και Χόλντεν (αμφότεροι οσκαρούχοι πρώτων ρόλων το ’54) είναι απολαυστικοί στις ερμηνείες τους, αν και ο χαρακτήρας εκείνου είναι ο πιο παραμελημένος και κακογραμμένος από τους βασικούς. Η Χέπμπορν λάμπει στα ρούχα που της δημιούργησε αποκλειστικά ο ακόμα ανερχόμενος (και μετέπειτα μεγιστάνας ιδρυτής του οίκου Givenchy) Ουμπέρ ντε Ζιβανσί, και πείθει με αξιοπρέπεια ως το φρεσκότατο και αξιαγάπητο μήλον της έριδος μεταξύ των δυο αδελφών.

Ο Μπίλι Γουάιλντερ έχει γυρίσει μερικές από τις σπουδαιότερες ταινίες, όχι μόνο της «χρυσής περιόδου» του Χόλιγουντ, αλλά και ολόκληρης της κινηματογραφικής Ιστορίας (η αριστουργηματική «Γκαρσονιέρα», που κυκλοφόρησε την περασμένη εβδομάδα σε επανέκδοση, είναι μόλις ένα παράδειγμα). Όσες χαριτωμενιές και να προσπαθεί να κάνει εδώ, όσο «κράχτες» και να (εξακολουθούν να) είναι τα ονόματα των ηθοποιών του, τούτη δεν είναι μία από εκείνες, με το φταίξιμο να βαραίνει σε μεγάλο βαθμό τον ίδιο (όσο και να έβαλε το χεράκι της η Paramount). Ωστόσο, για την ακαταμάχητα απενοχοποιημένη «αίγλη» της εποχής και του σινεμά που αντιπροσωπεύει, η «Σαμπρίνα» θα συνεχίσει ν’ αφήνει τους θεατές της γοητευμένους για πολλές δεκαετίες ακόμα, όσο κι αν «γκρινιάζουμε» για τα ελαττώματά της…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

«Ροζ» γυαλιά νοσταλγίας εναντίον ψύχραιμης («κυνικής» για τους fans…) κριτικής μιας ταινίας που τυγχάνει να διαθέτει ονόματα θρυλικά που τη βάζουν στο «απυρόβλητο»; Η ουσία είναι πως, συμφωνείτε ή όχι με τα όποια ελαττώματά της, κατά την έξοδό σας από το σινεμά μάλλον θα θέλετε να χορεύετε αιθέρια (στο μυαλό, τουλάχιστον) όπως η νεαρή Όντρεϊ στην ονειρεμένη Givenchy τουαλέτα της…


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!