FreeCinema

Follow us

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΝΥΧΤΑ (1986)

(MAUVAIS SANG)

  • ΕΙΔΟΣ: Ρομάντζο Παρανομίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λεός Καράξ
  • ΚΑΣΤ: Ντενί Λαβάν, Ζιλιέτ Μπινός, Μισέλ Πικολί, Χανς Μάγερ, Ζιλί Ντελπί, Κάρολ Μπρουκς, Ούγκο Πρατ, Μιρέιγ Περιέ, Σερζ Ρετζιανί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 116’
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ROSEBUD.21

Ο Αλέξ, νεαρός εγγαστρίμυθος παπατζής, παρατάει πιπινάκι για να κλέψει, για χρεωμένους (με deadline) σε yankee Νονά γεροσυνεργάτες τού μόλις αυτόχειρα (;) ελαφροχέρη πατέρα που τον είχε εγκαταλείψει μικρό, «χρυσό» ορό για μυστηριώδη ασθένεια που «θερίζει» τους εραστές που δε νιώθουν αγάπη. Καψουρεύεται την Αννά (το «μωρό» τού ενός πάλιουρα) μάταια πολύ και με τη μπάζα προσβλέπει σε μια νέα ζωή. Πώς θα γράψει το τέλος το κακό αίμα τού αετονύχη ποιητή;

Ο τίτλος του δεύτερου κεφαλαίου απ’ το «Μια Εποχή στην Κόλαση» του Ρεμπό. Η συγκυρία του AIDS σε μια πιο ευαίσθητη και επιστημονικής φαντασίας μετάλλαξή της. Η αρχική κεντρική πλοκή τού αλογίσιου «Salty O’Rourke» του Γουόλς απ’ το 1945. Νούμερα αμερικανικού vaudeville με ένα je ne sais quoi Μαξ Λαντέρ. Μία βωβή ονειροφαντασία τύπου «Το Χαμίνι». Το πνεύμα της «πειραγμένης», άπιαστης «Νατζά» του Μπρετόν. Και, πάνω απ’ όλα, το πατρικό πρότυπο του Γκοντάρ, από την προϋπηρεσία του ως κριτικού κινηματογράφου στα Cahiers du Cinema, το πηχυαίο αρχικό générique και τις ανακαλύψεις των Μπινός – Ντελπί ως τις σκοτοδίνες τού μοντάζ, το κούρεμα της Αννά α λα Νανά τού «Ζούσε τη Ζωή της» και το ειδολογικό (μα τα πρώιμα παιγνιώδη crime νουάρ του, μα το «Αλφαβίλ») δέρας. Μπορείς να… κολλήσεις όλα αυτά και να καλλιεργήσεις σε λίγα πλατό, και στο ένα τσικ sci-fi Παρίσι, και στο εργαστήριο μια ταινία – αρρώστια, που 28 χρόνια μετά όχι μόνο να μοιάζει πρωτόφαντου βάκιλλου, αλλά και να διατηρεί τη μεταδοτική της επίδραση αμείωτη, παρά τις παρενέργειες που κάνουν μπαμ;

«Θα δεις. Είναι μαγικό. Προσοχή!», κατά πώς λέει κι ο ταχυδακτυλουργός – λυδία λίθος της βούτας Αλέξ (μόνιμο όνομα του ήρωα σε κάθε μία από τις ταινίες τής «l’ amour fou» τριλογίας τού Καράξ – και το πραγματικό δικό του βαφτιστικό). Γιατί αυτό ακριβώς πετυχαίνει, περισσότερο απ’ ότι στο πιο νταουνιάρικο κι ασπρόμαυρο «Boy Meets Girl» του 1984 (το εύγλωττο θέμα και ιδεοληψίες τού οποίου σε τριγυρίζουν κι εδώ) ή στο ζοφερά έγχρωμο, τραγικό τελείωμα του «Οι Εραστές της Γέφυρας» του 1991, το μπετοναρισμένων γκρι boulevard / ζωντανού μαύρου / χτυπητών τρικολόρ (Γαλλία, γαρ;) και κομεντί πινελιών ενδιάμεσο δεύτερο κρούσμα τού κυρίου «Holy Motors» – παρότι μόλις ένα χρόνο αργότερα, ο φον Τρίερ θα αποδεικνυόταν δραματουργικά πιο περδίκι, στο επίσης νοσηρής θεματολογίας «Epidemic». Επειδή, αυτός ο κυριολεκτικά «retro ιός» (αφουγκράσου πώς αρθρώνει τις λέξεις, σαρδόνια «διπλά», ο γιατρός της σπείρας) αν προσθέσεις ένα ακούσιο minstrel show με λευκούς, μια στιγμή παντομίμας, εξάρσεις μιούζικαλ, ένα ολιγοδευτερόλεπτο mash-up avant-garde – Φριτς Λανγκ της US περιόδου συν τον κομήτη τού Χάλεϊ που περαστικός φέρνει κουφόβραση μα και χιόνι (!) στην Πόλη του Φωτός, είναι μάλλον το τελευταίο ανθεκτικό δείγμα τού «cinéma du look», με ξενιστές στα 80’s και τους Μπενέξ & Μπεσόν.

Με το σημαίνον να κρεβατώνει ενσυνείδητα συνταγογραφημένα απ’ τον filmer το σημαινόμενο και με τα αλλοτριωμένα νιάτα επί οθόνης να το παλεύουν εκτός πεπατημένης και νόμου (τα δύο διακριτικά αυτού τού 80’s φραντσέζικου… νέου κύματος), τα συμπτώματα εκδηλώνονται σχετικά γρήγορα, καλώς ή κακώς. Το κλου της σεξουαλικά μεταδιδόμενης μάστιγας παραμένει συνήθως εν υπνώσει και αφήνει έκθετο έναν ήσσονα χαρακτήρα (τον κολλητό του Αλέξ, στον οποίο πασάρει τη φιλεναδίτσα του φευγάτος). Η κουβεντούλα – νυχτέρι του κεντροζεύγους δικαιώνει το παιδικό παρατσούκλι «Πολυλογάς» του ήρωα (μόνο εκεί και με την κακή έννοια) αφήνοντάς σε… «Με Κομμένη την Ανάσα». Κυρίως: η… Σελίν και κατά κόρον η Μπινός (την οποία εδώ καμάκιασε και έκανε ταίρι του για χρόνια ο δημιουργός, που καθόλου τυχαία αναλαμβάνει και το ρολάκι τού ηδονοβλεψία της!) εκτίθενται ερμηνευτικά άγουρες σε editorial μόδας στα 35 mm (το ζητούμενο είναι το πρόσωπο, όχι η περσόνα), συχνά σε αλληλοδιαδεχόμενα κοντινά.

Ακόμα κι αυτά τα close-up, ούτως ή άλλως επινοητικό γιατρικό τού πονοκεφάλου των γυρισμάτων στα λιγοστά αλλά τεχνουργημένα set, δεν μπορούν, εννοείται, να σε κάνουν να αποστρέψεις στιγμή το βλέμμα από την οπτικοακουστική απαγγελία αυτού του σύγχρονου (κι εδώ πιο τσιρκολάνου με το μέσο από ποτέ) Απολινέρ της σελιλόζης. Καμία λήψη, σύνθεση, ακολουθία δεν έχει βάλει ημέρα επάνω της από τότε, ενώ off (α)συμφωνίες της ηχομπάντας σκάνε στα tête-à-tête και εισβάλλουν στον εγκέφαλό σου. Είναι εκεί που ο Εσκοφιέ στο φακό κι η Κετιέ στη μονταζιέρα έχουν καθυποτάξει αδέκαστα κι εναποθέτουν για πάντα (με to die for τα επανερχόμενα κατοπτικά πλάνα) τις εγχάρακτες λεπτομέρειες ενός μοιραίου Smith & Wesson, το κρυφτό των κατόπτρων – οιωνό γνωριμίας των Αλέξ κι Αννά στο λεωφορείο, τη χωρίς κασκαντέρ σκηνή της πτώσης τού ιψενικού τριγώνου με αλεξίπτωτο, τις μούρες κολλητές στην τζαμαρία στον ανδροκαβγά, την γκροτέσκα αυτοομηρία ύστερ’ από την αρπαγή τής πολύτιμης λείας.

Και, φυσικά, μετά τον Προκόφιεφ, τον Μπρίτεν, τον Τσάπλιν που εξαπλώνονται μουσικά με αλάνθαστο σημάδι, το «Modern Love» του Μπόουι στο όλο δεξιά traveling shot τρεχάλας που προσκύνησε πέρσι το «Frances Ha», και το «J’Αi pas d’ Regrets» του παρόντος και ως ηθοποιού εδώ Ρετζιανί, χορωδιακά στην εξόδιο καμπριολέ κούρσα. Μια ατάκα («Ώσπου να μάθεις τελικά να ζεις, είναι πια αργά…») θα αποδειχθεί προφητική για τον ρομαντικό, outsider, post-punk Αρσέν Λουπέν τού – φετίχ τού Καράξ – «φάτσα» Λαβάν. Ένα αθεράπευτα δακρυφιλικό amore (ο Τομ Τίκβερ του «Η Πριγκίπισσα κι ο Πολεμιστής» ξέρει…) θα τολμήσει να πετάξει, επιτέλους, έστω στα ffwd εφέ του post. Και «Το Αίμα του Ποιητή» auteur (πάρε και το γκαγκ τού «νεκρού» Ζαν Κοκτό στο bar) θα κουβαλήσει, ακόμα αναλλοίωτο, πυρετώδες το στιλιστικό μικρόβιο – με τα ανεπιθύμητα δέκατά του, έστω. «Πιστεύεις ότι υπάρχει έρωτας που καίγεται γρήγορα αλλά κρατάει για πάντα;», ρωτάει σε μια δόση ο Αλέξ την Αννά. Δες το και πες μου: μπορείς να μην απαντήσεις ζαλισμένος «oui»;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Αγάπησες / μίσησες το «Holy Motors»; Ετοιμάσου για κάτι λιγότερο «φεύγα» αλλά συχνά εξίσου αξέχαστο – σε «προσβάλλει» ή σε προσβάλλει, αντιστοίχως. Φτιάχνεσαι με creación εικόνων; Θα λατρέψεις πολλά. Ήσουν κάθε μέρα στο «Τώρα Γκοντάρ» της Ταινιοθήκης; Γνώρισε αυτόν τον πιο φαντεζίστα «γιο» τού Ζαν-Λικ στο άνθος της ηλικίας του. Το θυμάσαι (ή, ακόμα, το ’χεις σε βιντεοκασέτα) από τις προβολές του στο αλήστου μνήμης αθηναϊκό κανάλι SΕVEN-X κατά τα 90’s; Ρούφα το σε ψηφιακής κούρας, υγιές όσο ποτέ σώμα του, επιτέλους και στη μεγάλη οθόνη, για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Δεν μπορείς τις «φλου αρτιστίκ» υποτροπές; Θα δοκιμαστείς.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.