FreeCinema

Follow us

Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!

ΚΑΤΩ ΣΤΗ ΓΗ (1947)

(DOWN TO EARTH)

  • ΕΙΔΟΣ: Μιούζικαλ Φαντασίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αλεξάντερ Χολ
  • ΚΑΣΤ: Ρίτα Χέιγουορθ, Λάρι Παρκς, Μαρκ Πλατ, Ρόλαντ Κάλβερ, Έντουαρντ Έβερετ Χόρτον, Τζέιμς Γκλίσον, Αντέλ Τζέργκενς

Μικρή εισαγωγή και σύνδεση με τα… επόμενα. Χάρη στην τεράστια επιτυχία που σημείωσε το «Grease» (1978), η Ολίβια Νιούτον-Τζον είχε εξελιχθεί στα τέλη της δεκαετίας του ’70 σε superstar του κινηματογράφου και της μουσικής. Η επόμενη ταινία της (μιούζικαλ κι αυτή, σε παραγωγή της Universal) θεωρητικά θα την εκτόξευε ακόμη πιο ψηλά, τόσο στο σινεμά όσο και στο τραγούδι. Το project έμοιαζε να διαθέτει συνταγή που δεν μπορούσε ν’ αποτύχει. Η Νιούτον-Τζον θα ερμήνευε τραγούδια γραμμένα από τον Τζεφ Λιν των ELO (οι οποίοι εκείνη την εποχή πουλούσαν εκατομμύρια δίσκους σε ολόκληρο τον κόσμο), με bonus τον θρύλο του αγγλικού τραγουδιού Κλιφ Ρίτσαρντ να ερμηνεύει ένα ντουέτο μαζί της. Ο βετεράνος Τζιν Κέλι θα εμφανιζόταν στη μεγάλη οθόνη (όπως αποδείχθηκε, για τελευταία φορά) στο είδος που δόξασε όσο ελάχιστοι άλλοι. Το δε στόρι θα έμπλεκε το φανταστικό με το αληθινό, μ’ έναν μουσικοχορευτικό τρόπο που θα «μάγευε» τους θεατές. Ο στόχος επετεύχθη, αλλά… κατά το ήμισυ. Το soundtrack του «Xanadu» σημείωσε απίθανο σουξέ, με το ομότιτλο τραγούδι να δύναται, θαρρώ, να σηκώσει για χορό μέχρι και… τους πεθαμένους. Η ταινία, από την άλλη, ήταν ένα εκτός τόπου και χρόνου kitsch πανηγύρι, που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο συνδύαζε την ελληνική μυθολογία με… το roller skating. Φυσικά, «έκλεισε κάστρα», κερδίζοντας παράλληλα με το σπαθί της ένα ισχυρότατο cult status που λίγες παραγωγές έχουν πετύχει. Κρίμα από μία άποψη, διότι το «Κάτω Στη Γη», στο οποίο βασίστηκε και θα μας απασχολήσει εδώ, αν και σίγουρα δεν αποτελεί το σπουδαιότερο μιούζικαλ της ιστορίας του genre, δεν ήταν πια και τόσο κακό!

Η υπόθεση του φιλμ θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ένας θρίαμβος του… σουρεάλ. Παραγωγός του Broadway ονόματι Ντάνι Μίλερ, ετοιμάζει μουσική παράσταση με τίτλο «Swingin’ the Muses» (!), η υπόθεση της οποίας περιστρέφεται γύρω από δύο πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας, που κατόπιν συντριβής στον Παρνασσό, ανακαλύπτουν τις χαρές του κεφιού και του έρωτα πλάι στις Εννέα Μούσες, οι οποίες ως γνωστόν περνούσαν μέρος της ζωής τους εκεί. Οι πρόβες του έργου πέφτουν στην αντίληψη της Τερψιχόρης, η οποία βλέποντας από την κορυφή της ορεινής κατοικίας της στην Ελλάδα όσα ετοιμάζονται να συμβούν στη Νέα Υόρκη, αφενός δεν τα εγκρίνει καθόλου, αφετέρου παίρνει απόφαση να επέμβει άμεσα. Απευθύνεται στον κλειδοκράτορα του Παραδείσου, τον κύριο Τζόρνταν, ζητώντας του την άδεια να κατέβει κάτω στη Γη ώστε να διορθώσει τα σοβαρά ατοπήματα της παράστασης, που τόσο προσβλητικά είναι γι’ αυτήν και τις οκτώ υπόλοιπες «αδελφές» της. Ο μίστερ Τζόρνταν συμπάσχει με το δράμα της, τής δίνει από κοντά έμπιστό του φύλακα άγγελο για να την προσέχει και τη στέλνει στην πολύβουη Νέα Υόρκη. Η Τερψιχόρη παρουσιάζεται στο θέατρο ως νεαρή ηθοποιός που κυνηγά το όνειρό της με το όνομα Κίτι, και αφού καταφέρνει πανεύκολα να πάρει το ρόλο της… Μούσας Τερψιχόρης, αρχίζει να απεργάζεται σχέδιο αλλαγής των απανταχού αστοχιών του θεατρικού κειμένου. Ο σαϊτευτής Έρωτας, όμως, δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα σε Θεούς κι ανθρώπους, ρίχνοντας τα βέλη του ολούθε. Εάν τα προβλήματα της Τέχνης μπορούν ίσως να λυθούν, εκείνα της καρδιάς παραμένουν τα πλέον άλυτα. Ακόμα και για μία Μούσα!

Το «Κάτω στη Γη» αποτελούσε κάτι σαν sequel της θαυμάσιας κομεντί του φανταστικού «Ο Αόρατος μίστερ Τζόρνταν» από το 1941 (Όσκαρ σεναρίου, καθώς και πέντε ακόμα υποψηφιότητες σε βασικές κατηγορίες), την οποία είχε γυρίσει ο ίδιος ο σκηνοθέτης τούτου, ο Αλεξάντερ Χολ. Δύο μόνο ηθοποιοί του original καστ επανέλαβαν τους ρόλους τους (οι υπέροχοι καρατερίστες Έντουαρντ Έβερετ Χόρτον και Τζέιμς Γκλίσον), μιας και ο αυθεντικός κύριος Τζόρνταν του Κλοντ Ρέινς αντικαταστάθηκε από τον Ρόλαντ Κάλβερ, ενώ πλην της εισαγωγικής σεκάνς που συνδέει άμεσα τα δύο φιλμ, ουδεμία άλλη σχέση υπάρχει. Δεν θα μπορούσε, άλλωστε, αφού στα όσα συμβαίνουν εδώ είναι… κομματάκι δύσκολο να είχε βρεθεί λογική συνέχεια.

Η βασική σεναριακή ιδέα θα μπορούσε να λειτουργήσει σαν μία πρώτης τάξεως σάτιρα του ψαγμένου «καλλιτεχνικού» ενάντια στο λαϊκά «εμπορικό», με έναν (περίπου) παρόμοιο τρόπο που «Αυτοί οι Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί» (1967) πέτυχαν δυο δεκαετίες αργότερα. Οι αλλαγές τις οποίες επιβάλει σταδιακά στο θεατρικό έργο η Τερψιχόρη, το μετατρέπουν από ένα πολύχρωμο εμπορικό θέαμα τσιχλόφουσκας για το πλατύ κοινό, σε εξεζητημένη οπερετικού τύπου παράσταση που μοιάζει να αντλεί έμπνευση από τις πιο σκοτεινές στιγμές του Βάγκνερ! Η «σοβαρή» Τέχνη ενάντια στο εύκολο κέρδος με λίγα λόγια, σε κάτι που θα έστεκε με βαθιά ειρωνική διάθεση απέναντι στην ίδια τη φύση της ταινίας, αλλά και στο κοινό στο οποίο απευθυνόταν. Η εποχή, όμως, μάλλον δεν είχε έρθει ακόμα για τόσο «προχωρημένες» επιδιώξεις, οπότε και το studio της Columbia μαζί με τους συντελεστές του φιλμ βάδισαν στα πολύ πιο σίγουρα.

Η Ρίτα Χέιγουορθ (έναν μόλις χρόνο έπειτα από τον ανεπανάληπτο θρίαμβό της ως «Gilda») επιδεικνύει με άνεση το χορευτικό της ταλέντο, καθώς τα νούμερα στα οποία συμμετέχει είναι εξόχως ζωηρά και πικάντικα, με τους στίχους του τραγουδιού «This Can’t Be Legal» (για παράδειγμα) να περιέχουν σαφείς υπαινιγμούς περί διγαμίας (κάτι που απείχε κατά πολύ από τα ήθη των καιρών εκείνων). Η πολυτελής Technicolor τετραχρωμία τονίζει μοναδικά τη φυσική ομορφιά της Χέιγουορθ, συνδυάζοντάς την με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα των μαλλιών της, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια διευρύνουν την οπτική γοητεία που προσφέρει το φιλμ. Το σενάριο «τσιγκλάει» ευχάριστα (τουλάχιστον αρχικά) χάρη στην παιχνιδιάρικη διάθεση και την αξιοπερίεργη μυθολογικής καταγωγής έμπνευσή του, πλην όμως από το μέσον και μετά… αρχίζουν τα προβλήματα. Η αποτυχία της δια χειρός Τερψιχόρης «arty» παράστασης και τα οικονομικά προβλήματα που αυτή επιφέρει στον παραγωγό της, εισάγει ένα γκανγκστερικό subplot δολοφονίας που δεν κολλάει με τίποτα, η τσαχπινιά του σεναρίου αρχίζει να ολισθαίνει σε γλυκερά αισθηματικά μονοπάτια, τα δε (αρκετά) τραγούδια της ταινίας γίνονται κάπως μονότονα. Χώρια που η σύνδεση όλων αυτών με τον εκ Παραδείσου κύριο Τζόρνταν εξαρχής δεν βγάζει νόημα, μιας και… για ποιον ακριβώς λόγο κοτζάμ Μούσα οφείλει να ζητήσει την άδειά του για να κατέβει στα εγκόσμια; Εκτός εάν κάπου εκεί κρύβεται ένα θεολογικoύ τύπου σχόλιο περί πολυπλοκότητας της μετά θάνατον ζωής, σε αντιπαραβολή με τη δυαδική υπόσταση θεϊκού και γήινου, οπότε… οφείλω να πάω πάσο!

TRIVIA

  • Οι φωνές των ηθοποιών του καστ έχουν ντουμπλαριστεί στα τραγουδιστικά μέρη του φιλμ. Τη Ρίτα Χέιγουορθ έχει ντουμπλάρει η Ανίτα Έλις, τον Λάρι Παρκς ο Χαλ Ντάργουιν και την Αντέλ Τζέργκενς η Κέι Σταρ.
  • Η Κέι Σταρ εξελίχθηκε σε μία από τις πιο δημοφιλείς τραγουδίστριες της… προ Έλβις εποχής της δεκαετίας του ’50. Το υπέροχο «Wheel of Fortune» της χάρισε το 1952 μια ανεπανάληπτη επιτυχία (δέκα εβδομάδες #1 στον αμερικανικό κατάλογο επιτυχιών τότε).
  • Στη σεκάνς με τα αποκόμματα των εφημερίδων, υπάρχει ευθεία αναφορά (μέσω του ονόματος Ντάνι ΜακΓκουάιρ, το οποίο εμφανίζεται σε ένα από αυτά) στο προηγούμενο μιούζικαλ που η Χέιγουορθ είχε εμφανιστεί για λογαριασμό της Columbia, το «Σαν τα Παραμύθια» του 1944.
  • Αναφορά υπάρχει και στον «Πολίτη Κέιν» (1941)! Η γυάλινη σφαίρα με χιόνι που σε κάποια στιγμή πετάει σε έναν καθρέφτη η Χέιγουορθ, ήταν η ίδια που (ο σύζυγος της τότε) Όρσον Γουέλς κρατούσε στα χέρια του (ως Τσαρλς Φόστερ Κέιν) καθώς πέθαινε στην περίφημη ταινία του.
  • Διευθυντής φωτογραφίας ήταν ο Ρούντολφ Ματέ, σε μία από τις τελευταίες του σχετικές δουλειές. Στα τέλη του 1947 παρουσίασε την πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα με την κομεντί «Επτά Γαμπροί για μια Νύφη», για να αφοσιωθεί στη συνέχεια αποκλειστικά στη σκηνοθεσία.
  • Ως διευθυντής φωτογραφίας, ο Ματέ είχε δουλέψει μεταξύ πολλών άλλων στο απίθανο «Να Ζει Κανείς ή Να Μη Ζει;» (1942) του Ερνστ Λιούμπιτς. Πιο γνωστή του ταινία ως σκηνοθέτης ήταν το νουάρ «Κυνηγώντας τον Δολοφόνο μου» (1950). Στο εκ νέου ελληνικού ενδιαφέροντος «Ο Λέων της Σπάρτης» (1962), όπου ο Ρίτσαρντ Ίγκαν υποδυόταν τον Λεωνίδα στη μάχη των Θερμοπυλών, η σκηνοθεσία ήταν επίσης δική του.
  • Το «Ο Αόρατος μίστερ Τζόρνταν» έτυχε ενός εξίσου θαυμάσιου remake το 1978, με τίτλο «Ας Περιμένει ο Παράδεισος». Η ταινία, που για πρωταγωνιστές είχε τον Γουόρεν Μπέιτι, την Τζούλι Κρίστι και τον Τζέιμς Μέισον, διεκδίκησε εννέα βραβεία Όσκαρ (κέρδισε στην κατηγορία των σκηνικών) και θριάμβευσε στο box-office
  • Η κάκιστη ταινία του 2001 «Απ’ τα Ψηλά στα Χαμηλά», με πρωταγωνιστή τον Κρις Ροκ, αν και δανείζεται τον τίτλο «Down to Earth», αποτελεί κι αυτή remake του «Ο Αόρατος μίστερ Τζόρνταν» και όχι του «Κάτω στη Γη»! Το μοναδικό σχετικό προνόμιο για το τελευταίο διατηρεί το… «Xanadu».

MORE CULT

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

«Their deadly mission: to crack the forbidden island of Han!»

Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

«A monster statue of bronze and stone twenty stories tall guarded their secret!»

Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

«NOT A WORD IS SPOKEN! Excitement beyond words!»

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΛΙΟΥ

«She'd do anything for a thrill... Including kill!»