FreeCinema

Follow us

Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!

Ο ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΤΗΣ ΛΕΩΦΟΡΟΥ (1953)

(THE HITCH-HIKER)

  • ΕΙΔΟΣ: Δραματικό Νουάρ Θρίλερ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άιντα Λουπίνο
  • ΚΑΣΤ: Έντμοντ Ο’Μπράιεν, Φρανκ Λάβτζοϊ, Γουίλιαμ Τάλμαν

Μια σειρά από παραδοξότητες διέπουν τον «Δολοφόνο της Λεωφόρου». Είναι εξ ολοκλήρου γυρισμένος στην ύπαιθρο, ερχόμενος σε ευθεία σύγκρουση με όσα το νουάρ πρεσβεύει ως είδος. Πετάει στον κάλαθο των αχρήστων τον καθοριστικό ρόλο της femme fatale, καθώς γυναικείος χαρακτήρας δεν υπάρχει ούτε για δείγμα. Αδιαφορεί για τις πνευματώδεις ατάκες και τα ψαγμένα σεναριακά twists που χαρακτηρίζουν κατά κανόνα τις ταινίες του genre. Έχει γυριστεί από γυναίκα σκηνοθέτη, σε μία εποχή που κάτι τέτοιο για το Χόλιγουντ ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Το σπουδαίο, όμως, είναι πως στο τέλος δεν λαθεύει πουθενά. Διότι ο «Hitch-Hiker» της Άιντα Λουπίνο είναι ένα αριστουργηματικό crime νουάρ b-movie, που στα εβδομήντα του (μόλις!) λεπτά διάρκειας βάζει τα γυαλιά σε κατά πολύ πιο αναγνωρισμένα έργα της περιόδου εκείνης. Και η μεγαλύτερη αδικία (ή μήπως το παράδοξο;) είναι πως συνήθως μνημονεύεται για το αξιοπερίεργο της γυναικείας σκηνοθετικής καθοδήγησης και όχι για τα σαφώς ανώτερα χαρακτηριστικά του.

Δύο φίλοι που έχουν φύγει με το αυτοκίνητό τους για weekend ψαρέματος και διασκέδασης στη Μπάχα του Μεξικού, παίρνουν στην παρέα τους τύπο που τους κάνει σήμα για ωτοστόπ. Πολύ γρήγορα θα καταλάβουν το λάθος τους. Ο άνδρας που πήραν μαζί στο αμάξι τους είναι καταζητούμενος φυλακόβιος και κατά συρροήν δολοφόνος, που υπό την απειλή όπλου τους διατάζει να τον οδηγήσουν στο λιμάνι της Σάντα Ροζαλία, απ’ όπου θα μπορέσει να ξεφύγει δια θαλάσσης από την αστυνομία. Στα πεντακόσια μίλια που θα πρέπει να διανύσουν μέχρι τον τελικό προορισμό, ο Ρόι και ο Γκίλμπερτ υπολογίζουν πως κάποια ευκαιρία θα βρουν να του ξεφύγουν. Ο Έμετ Μάγερς, όμως, δείχνει πως διατηρεί πάντα τον έλεγχο της κατάστασης, μιας και δεν αφήνει ποτέ το όπλο από τα χέρια του, ενώ για έναν αξιοπερίεργο λόγο δείχνει σαν να μην κοιμάται ποτέ! Οι δε προθέσεις του δεν χωρούν περιθώρια παρερμηνειών: «Εσείς οι δύο θα πεθάνετε. Το θέμα είναι το πότε…».

Το στόρι ξεκινά με ένα σερί δολοφονιών στους αχανείς επαρχιακούς αμερικανικούς δρόμους, για να περάσει αμέσως στην κυρίως πλοκή. Ο τρελαμένος ψυχάκιας με την ακαθόριστη συμπεριφορά εμφανίστηκε με τον πλέον πειστικό τρόπο στο αμερικανικό νουάρ στο φιλμ «Το Φιλί του Θανάτου» (1947), εκεί όπου ο Ρίτσαρντ Γουίντμαρκ (στο ντεμπούτο του) πέτυχε μια μνημειώδη ερμηνεία – σημείο αναφοράς. Έκτοτε, τέτοιοι ήρωες επανέρχονταν στο genre με μικρές διαφοροποιήσεις ως προς την «τρέλα» τους, είτε ως ιδιαίτερα βίαιοι έναντι των γυναικών (όπως ο Λι Μάρβιν στο «Μεγάλο Χτύπημα» του 1953), είτε ως ψυχωτικοί εγκληματίες με πάθος για το εύκολο… τραπεζικό χρήμα (σαν την Πέγκι Κάμινς στον «Πόλεμο του Εγκλήματος» του 1950). Τούτος ο «Δολοφόνος» του Έμετ Μάγερς αποτελεί ίσως τον πιο περιφρονητικό τύπο απ’ όλους, συνδυάζοντας την ψυχωτική εμμονή με μια εμφάνιση που σχεδόν σε προστάζει να μείνεις μακριά του. Το λιγδιασμένο του μαλλί, η αναπηρία στο ένα του μάτι, μαζί με το διαβολικό του γέλιο, δικαιώνουν απόλυτα όσους (λανθασμένα;) επιλέγουν να κρίνουν αρνητικά κάποιον από το παρουσιαστικό του και μόνο.

Άπαξ της γνωριμίας μαζί του (μέσω ενός απίθανου πλάνου, κατά το οποίο η φιγούρα του ξεπροβάλει από το σκοτάδι), η πρώτη εντύπωση δεν αλλάζει καθόλου. Ο Μάγερς δεν έχει πρόβλημα να σκοτώνει οτιδήποτε τον ενοχλεί ή τον εμποδίζει στα σχέδια του. Μιλά ακατάπαυστα με έναν ειρωνικό τόνο, μειώνοντας συνεχώς (ή ακόμη και βασανίζοντας) τους δύο ανυπεράσπιστους οδηγούς του. Ουδεμία συμπάθεια τρέφει για τους Μεξικανούς (αν και στη χώρα τους αναζητεί καταφύγιο) και, φυσικά, δεν αναγνωρίζει πως ο ίδιος αποτελεί σοβαρό για τους άλλους πρόβλημα. Θεωρεί πως συμπεριφέρεται έτσι διότι δεν οφείλει να έχει καμία απολύτως υποχρέωση απέναντι στην άδικη για τον απλό κόσμο κοινωνία, κάτι που με αυταρέσκεια επισημαίνει στους Ρόι και Γκίλμπερτ, οι οποίοι σε αντίθεση με αυτόν έχουν ξεγελαστεί κι έχουν πέσει στην «παγίδα» που εκείνος με μαεστρία έχει αποφύγει.

Σε αντίθεση με την πλειονότητα των φιλμ νουάρ όπου ο κίνδυνος παραμονεύει στα σκοτεινά σοκάκια των μεγαλουπόλεων, εδώ η Λουπίνο δηλώνει ορθά κοφτά πως η απειλή (μπορεί να) βρίσκεται παντού. Η ηλιόλουστη, απέραντη έρημος του Μεξικού αποδεικνύεται πολύ πιο φοβική από οποιοδήποτε ημιφωτισμένο δωμάτιο νεοϋορκέζικου club. Ο κίνδυνος στην ύπαιθρο μπορεί να βρίσκεται ακόμα και στο πίσω κάθισμα ενός αυτοκινήτου, απ’ όπου η διαφυγή είναι αδύνατη. Η αποξένωση και η απελπισία μεγεθύνονται από το απέραντο τοπίο, η δε απουσία ουσιαστικής πληροφόρησης σχετικά με πιθανές αστυνομικές έρευνες προς όφελος των δύο ομήρων, κάνει αυτό το ταξίδι στο άγνωστο να μοιάζει με το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου. Οι προπολεμικές μέρες των τσαχπίνικων αθώων ωτοστόπ τύπου «Συνέβη Μια Νύχτα» (1934), είχαν παρέλθει πια για την Αμερική. Πλέον, η δεκαετία του ‘50 ήταν ένας άλλος, εντελώς διαφορετικός (και επικίνδυνος) κόσμος.

TRIVIA

  • Το σενάριο είναι εμπνευσμένο από αληθινή ιστορία. Το 1950, ένας τύπος ονόματι Μπιλ Κρουκ, αφού ξεκλήρισε ολόκληρη οικογένεια, πήρε όμηρο πρώτα έναν αστυνομικό κι έπειτα δύο φίλους, τους οποίους υποχρέωσε να τον οδηγήσουν στην έρημο της Καλιφόρνια.
  • Η Άιντα Λουπίνο ξεκίνησε την καριέρα της ως ηθοποιός, με ειδίκευση στους δεύτερους ρόλους σε φιλμ νουάρ. Από τις καλύτερες και πλέον χαρακτηριστικές της εμφανίσεις ήταν στις ταινίες «Η Φόνισσα» (1940) και «Ο Δραπέτης της Σιέρα» (1941), αμφότερες σε σκηνοθεσία του Ραούλ Γουόλς.
  • Η σκηνοθετική της καριέρα ξεκίνησε σχεδόν κατά λάθος, όταν ο σκηνοθέτης Έλμερ Κλίφτον, εξαιτίας εμφράγματος που υπέστη, ήταν αδύνατον να ολοκληρώσει τα γυρίσματα ενός φιλμ που αυτή και ο τότε σύζυγός της, Κόλιερ Γιανγκ, χρηματοδοτούσαν ως παραγωγοί. Τελικά, ανέλαβε τη δουλειά η ίδια, με το «Θέλω το Παιδί μου» (1949) ν’ αποτελεί (αν και uncredited) το ντεμπούτο της πίσω από την κάμερα.
  • Η διεύθυνση φωτογραφίας ανήκει στον ιταλικής καταγωγής Νίκολας Μουσουράκα. Στη μεγάλη του καριέρα (στην οποία εργάστηκε κυρίως σε νουάρ και b-movies τρόμου), υπήρξε μία φορά υποψήφιος για Όσκαρ, για το δράμα του Τζορτζ Στίβενς «Θυμάμαι τη Μαμά» (1948). Σπουδαιότερη και απολύτως καθοριστική δουλειά του, όμως, ήταν το εκπληκτικό «Αμάρτημα του Παρελθόντος» (1947) του Ζακ Τουρνέρ.
  • Ο φανατικός καπνιστής (μέχρι να διαγνωστεί με καρκίνο στον πνεύμονα…) Γουίλιαμ Τάλμαν ήταν ο πρώτος ηθοποιός του Χόλιγουντ που γύρισε διαφημιστικό spot εναντίον του τσιγάρου, υπό την αιγίδα του American Cancer Society, κατόπιν επιθυμίας του ιδίου το 1968. Λίγες εβδομάδες μετά το γύρισμα, ο Τάλμαν πέθανε εξαιτίας της αρρώστιας, σε ηλικία 53ων ετών.
  • Σε συνέντευξή του, ο Τάλμαν είχε περιγράψει ένα απίθανο περιστατικό που του συνέβη λίγο μετά την κυκλοφορία της ταινίας. Σύμφωνα με δηλώσεις του, ενώ είχε σταματήσει σε κόκκινο φανάρι με το αυτοκίνητό του, ένας οδηγός που βρέθηκε δίπλα του, αφού πρώτα του ζήτησε να επιβεβαιώσει πως ήταν «Ο Δολοφόνος της Λεωφόρου», κατέβηκε από το αμάξι του και τον χαστούκισε!

MORE CULT

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

«Their deadly mission: to crack the forbidden island of Han!»

Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

«A monster statue of bronze and stone twenty stories tall guarded their secret!»

Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

«NOT A WORD IS SPOKEN! Excitement beyond words!»

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΛΙΟΥ

«She'd do anything for a thrill... Including kill!»