FreeCinema

Follow us

Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!

ΚΟΜΠΡΑ (1944)

(COBRA WOMAN)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρόμπερτ Σιόντμακ
  • ΚΑΣΤ: Μαρία Μοντέζ, Τζον Χολ, Σαμπού, Έντγκαρ Μπάριερ, Μέρι Νας, Λον Τσέινι Τζούνιορ

Οι αναγνώστες του FREE CINEMA που παρακολουθούν συστηματικά τη στήλη CULT του site, πιθανότατα θα έχουν αντιληφθεί πως το αγαπημένο μου κινηματογραφικό είδος είναι το νουάρ. Ο Γερμανός σκηνοθέτης Ρόμπερτ Σιόντμακ (ένας από τους δεκάδες Ευρωπαίους που έκαναν καριέρα στο Χόλιγουντ, διαμορφώνοντας ουσιαστικά την τέχνη του σινεμά) έχει γυρίσει τουλάχιστον μία αριστουργηματική ταινία του genre. Αναφέρομαι στους εκπληκτικούς «Δολοφόνους» του 1946, μέσω των οποίων ο Μπερτ Λάνκαστερ πραγματοποίησε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Η φιλμογραφία τού εμιγκρέ σκηνοθέτη ταυτίστηκε την περίοδο εκείνη με το νουάρ, καθώς γύρισε κι άλλα έξοχα φιλμ του είδους, όπως το «Πουλημένη στην Αμαρτία» (1949) με τον Λάνκαστερ να κρατάει εκ νέου θέση πρωταγωνιστή, αλλά και τον «Φάκελο της Θέλμα Τζόρντον» (1950) με την Μπάρμπαρα Στάνγουικ σε trademark ρόλο μοιραίας γυναίκας. Τούτη η «Κόμπρα», την οποία ο Σιόντμακ σκηνοθέτησε λίγα μόλις χρόνια πριν από τα προαναφερθέντα, είναι αυτό που λέμε… απολύτως καμία σχέση!

Η γεννημένη στη Δομινικανή Δημοκρατία Μαρία Μοντέζ καθιερώθηκε στα χρόνια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου ως pin-up starlet της Universal, χάρη στις έγχρωμες εξωτικές περιπέτειες που γύριζε τότε το studio, σε μια προσπάθειά του να ελαφρύνει κάπως το βαρύ πολεμικό κλίμα. Μετά από διάφορα ρολάκια εδώ κι εκεί, η Μοντέζ έπιασε την καλή αρχικά ως Σεχραζάντ στις «1001 Νύχτες» (1942) κι έπειτα ως Αμάρα στο «Ο Αλί Μπαμπά και οι 40 Κλέφτες» (1944). Σε αμφότερες τις ταινίες είχε στο πλάι της τον Τζον Χολ, ενώ στην πρώτη εξ αυτών συμπρωταγωνιστούσε το παιδί θαύμα από την Ινδία με το όνομα Σαμπού, άρτι δαφνοστεφανωμένο από την εμφάνισή του στον ρόλο του Μόγλη στο «Βιβλίο της Ζούγκλας» (1942). Ομάδα που κερδίζει δεν αλλάζει, λένε, οπότε, αφού στο μεταξύ μεσολάβησε η «Βασίλισσα των Τροπικών» (1944), η καλή τριάδα ξαναμαζεύτηκε άμεσα για την τρίτη της και φαρμακερή σύμπραξη. Τόσο φαρμακερή, σε σημείο που επιστρατεύτηκε επιπλέον και κοτζάμ κόμπρα, ώστε να στάξει το αληθινό της δηλητήριο. Σε κάργα εξωτικούς ρυθμούς, μάλιστα.

Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από το κλασικό στόρι του παραμυθιού των πανομοιότυπων στην όψη αλλά τόσο διαφορετικών ως προς τον χαρακτήρα δίδυμων αδελφών. Η Νάτζα και η Τολία (η Μοντέζ σε διπλό ρόλο) γεννήθηκαν στο μακρινό και απομονωμένο στα βάθη του Ειρηνικού Ωκεανού… Cobra Island (μην το ψάξετε σε χάρτη), όπου ως μωρά πέρασαν την παραδοσιακή για τον τόπο δοκιμασία του τσιμπήματος της κόμπρας (επίσης μην τα ρωτάτε). Η πρώτη άντεξε στο μαρτύριο και επιλέχθηκε για να κάτσει στον θρόνο της Υψηλής Ιέρειας του νησιού, ενώ η κακόμοιρη δεύτερη τιμωρήθηκε με θάνατο, από τον οποίο… ως εκ θαύματος γλίτωσε χάρη σε Σκωτσέζο ναυτικό, ο οποίος είχε ξεβραστεί στη νήσο (ξανά μανά μην τα ρωτάτε). Καθώς τα χρόνια πέρασαν, η Νάτζα εξελίχθηκε σε κακιασμένη σκύλα που χρησιμοποιεί τη θέση της για να τυραννάει τον πιστό λαό της, σε αντίθεση με τη μεγαλωμένη στο κοντινό Harbour Island με τις αρχές της σύνεσης και της απλότητας από τον Σκωτσέζο πατριό Τολία. Οι ατυχίες της καλής αδελφής, όμως, τελειωμό δεν έχουν, αφού την ημέρα του γάμου της πέφτει θύμα απαγωγής. Ο καλόκαρδος μπαμπάς ξεφουρνίζει το άγνωστο παρελθόν της υιοθετημένης κόρης του στον (όχι και τόσο) εμβρόντητο γαμπρό του, Ραμού, ο οποίος χωρίς να χάνει στιγμή αρπάζει βάρκα με πανιά και χαράζει πορεία προς Cobra Island, αφού ο πεθερός του θεωρεί πως οι κάτοικοι του νησιού βρίσκονται πίσω από την απαγωγή, μπας και τελειώσουν τη δουλειά που χρόνια πριν δεν πρόκαναν. Μαζί του σαλπάρει στα κρυφά ο πιστός του φιλαράκος Κάντο κι ένας χιμπαντζής με το όνομα Κόκο (διότι η ταινία είναι εξωτική κι ένας χιμπαντζής όσο να ’ναι χρειάζεται), με τους τρεις τους ν’ αποβιβάζονται στη σκιαχτική νήσο Κόμπρα για να πάρουν πίσω τη μέλλουσα νύφη. Οι κίνδυνοι, όμως, παραμονεύουν ολούθε, τα δε πράγματα δεν είναι απαραιτήτως όπως εκ πρώτης όψεως φαινόντουσαν.

Ο απίθανος συνδυασμός της σπουδαίας (εν προκειμένω) χολιγουντιανής φροντίδας, που καταλήγει σε κάτι το οποίο πλησιάζει επικίνδυνα αυτό που αποκαλούμε… «bad movies we love», ανεβάζει το cult του πράγματος σε δυσθεώρητα ύψη. Η Νάτζα (ντυμένη σχεδόν πάντα με ό,τι πιο εντυπωσιακό και πολύχρωμο) σέρνει μαζί της ολόκληρο γυναικείο χαρέμι, πιθανότατα για να την προστατεύει και να την περιποιείται (το δεύτερο χρήζει πολλών ερμηνειών). Πρόβλημα κανένα δεν έχει να φιληθεί παθιασμένα υποβρυχίως με άγνωστο που την πλησιάζει με μακροβούτι, μιας και είναι μοχθηρή και αδίστακτη (έτσι κάνουν αυτές), έχει τη συνήθεια, δε, να ολοκληρώνει τις σατανικές της φράσεις ξεστομίζοντας (με accent που σκοτώνει) ένα «Μίλησα!». Αυτά, βέβαια, είναι μικρά πταίσματα μπροστά σ’ εκείνο το ένα και μοναδικό που μετατρέπει το φιλμ σ’ ένα αληθινό camp πανηγύρι ένοχης απόλαυσης, και δεν είναι άλλο από την αδιανόητη τελετουργική σεκάνς της Κόμπρας. Μια εκστασιασμένη, υπό ψυχοπαθητική σεξουαλική φρενίτιδα (ακριβώς όπως το λέω!) Μοντέζ χορεύει ως Υψηλή Ιέρεια Νάτζα γύρω από γιγαντιαίου μεγέθους δηλητηριώδη κόμπρα (που αν κρίνουμε από το πώς δείχνει, μάλλον περί… καλσόν γεμισμένου με εφημερίδες πρόκειται), επιλέγοντας τους άτυχους κατοίκους του νησιού που θα θυσιαστούν για να εξευμενίσουν τη θεότητά τους. Είναι από τις σκηνές τις οποίες κάποιος πρέπει να δει για να πιστέψει, με το κρίμα κι άδικο να είναι η απουσία κάτι παρόμοιου που να πλησιάζει το μεγαλείο της στα υπόλοιπα λεπτά της ταινίας (σε τέτοια περίπτωση θα μιλούσαμε για ατόφιο αριστούργημα). Από την άλλη, βέβαια, τόσο ο «Κόναν ο Βάρβαρος» (1982) όσο και ο Ιντιάνα Τζόουνς, όταν τουλάχιστον βρέθηκε στο «Ναό του Χαμένου Θησαυρού» (1984), μάλλον είχαν υπόψη τους τον περίφημο Cobra Dance, αφού οι ομοιότητες σε αντίστοιχες σκηνές είναι προφανείς.

Κατά τα λοιπά, το σενάριο αγκομαχά χαρακτηριστικά, με τον Σιόντμακ να πετυχαίνει ένα μικρό θαύμα, καταφέρνοντας με ένα τόσο basic story να βγάλει ταινία διάρκειας έστω κάτι παραπάνω από μία ώρα. Η κλιμάκωση του φινάλε κάθε άλλο παρά αγωνιώδης είναι, η λογική έχει πάει από πολύ νωρίς περίπατο, οι ανατροπές δεν εκπλήσσουν απολύτως κανέναν (ούτε καν τους ήρωες της ταινίας), όλα αυτά όμως ουδεμία σημασία έχουν. Η στουντιακή Technicolor περιποίηση της Universal είναι αψεγάδιαστη, ο εξωτισμός παρουσιάζεται με όσο πιο γοητευτικά γραφικό τρόπο φαντάζεται ο καθείς, οι δε διάλογοι αποτελούν μνημείο γλαφυρότητας. Όταν η Μοντέζ ξεστομίζει με συνταρακτική απόγνωση εκείνο το «Give me that cobra jewel!», ακόμη και οι άπιστοι θα πειστούν για τη συγκλονιστική δύναμη του King Cobra.

TRIVIA

  • Την εποχή εκείνη η Μαρία Μοντέζ αποτελούσε γερό εισπρακτικό χαρτί για τη Universal. Διόλου παράξενο που το studio προσέλαβε σκηνοθέτη πρώτης γραμμής για την «Cobra Woman» της, δεν λυπήθηκε, δε, τα έξοδα παραγωγής, αφού σκηνικά, κοστούμια και πάνω απ’ όλα η όχι και τόσο συνήθης για τα χρόνια του ’40 εντυπωσιακή Technicolor φωτογραφία υποδεικνύουν πλούτο παραγωγής.
  • Η Universal είχε ανακοινώσει το φιλμ από τον Ιούνιο του 1942, πριν καν ξεκινήσουν τα γυρίσματα για τις «1001 Νύχτες». Παρ’ όλα αυτά, η ταινία έκανε πρεμιέρα δύο χρόνια αργότερα. Μυστήρια πράγματα.
  • Ο Ρόμπερτ Σιόντμακ ήταν απολύτως ειλικρινής μιλώντας για την εμπειρία της συνεργασίας του με την αδικοχαμένη Μοντέζ (πέθανε από καρδιακή προσβολή σε ηλικία 39 ετών). Ο σκηνοθέτης εξομολογήθηκε πως το υποκριτικό της ταλέντο ήταν μεν ανύπαρκτο, πλην όμως είχε μεγάλη πίστη στους ρόλους της, επιδεικνύοντας την μέγιστη αφοσίωση σε ό,τι κι αν της ζητούταν να παίξει. «Εάν υποδυόταν τη βασίλισσα, θα έπρεπε να της συμπεριφερθείς ανάλογα. Εάν έπαιζε τη σκλάβα, μπορούσες να την… κλωτσήσεις χωρίς απολύτως κανένα πρόβλημα. Κάτι σαν method acting πριν την εποχή του, δηλαδή!», είχε τονίσει χαρακτηριστικά.
  • Το σενάριο του φιλμ αποτελούσε συνεργασία των Τζιν Λούις και Ρίτσαρντ Μπρουκς, οι οποίοι βασίστηκαν σε μια ιδέα του Σκοτ Ντάρλινγκ (εκ των πρωτεργατών του Χόλιγουντ στα σενάρια).
  • Ο Ρίτσαρντ Μπρουκς δεν είναι άλλος από τον μετέπειτα εξαιρετικά πετυχημένο σκηνοθέτη σημαντικών ταινιών όπως «Η Ζούγκλα του Μαυροπίνακα» (1955), «Εν Ψυχρώ» (1967) και «Αναζητώντας τον κύριο Γκούντμπαρ» (1977). Στην καριέρα του υπήρξε συνολικά οκτώ φορές υποψήφιος για βραβείο Όσκαρ στις κατηγορίες σκηνοθεσίας και σεναρίου, κερδίζοντας μία φορά για τη σεναριακή του διασκευή στο «Είμαστε Διεφθαρμένοι;» (1960). Την ταινία του «Το Κόλπο» (1971) έχουμε παρουσιάσει στο παρελθόν από τη στήλη.
  • Ο Λον Τσέινι Τζούνιορ ήταν ο γιος του σπουδαίου καρατερίστα ηθοποιού Λον Τσέινι, πρωτοπόρου του make-up από την εποχή του βωβού κινηματογράφου, ο οποίος έμεινε στην ιστορία ως «Ο Άνθρωπος με τα 1.000 Πρόσωπα». Αυτός ήταν και ο τίτλος της πολύ καλής ταινίας του 1957 που αφορούσε τη ζωή του (τον υποδυόταν ο Τζέιμς Κάγκνεϊ). Σε τούτο το φιλμ, ο Τζούνιορ εμφανίζεται αγνώριστος σε ρόλο μουγγού ζητιάνου, κάτι που ο πατέρας του σίγουρα θα ενέκρινε. Πιο χαρακτηριστική εμφάνιση στην καριέρα τού μικρού Τσέινι ήταν ως «Λυκάνθρωπος», στο classic horror του 1941.

MORE CULT

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

«Their deadly mission: to crack the forbidden island of Han!»

Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

«A monster statue of bronze and stone twenty stories tall guarded their secret!»

Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

«NOT A WORD IS SPOKEN! Excitement beyond words!»

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΛΙΟΥ

«She'd do anything for a thrill... Including kill!»