FreeCinema

Follow us

Τι είναι μια cult ταινία; Πόσο σκουπίδι μπορεί ή πρέπει να είναι; Από ποιον πλανήτη έρχεται και γιατί χρειάζεται να τη λατρέψεις; Μια στήλη που… εγκληματεί, για να σου δώσει τις καλύτερες απαντήσεις γύρω από κινηματογραφικά αξιοπερίεργα και τίτλους που αξίζει να μάθεις πως υπάρχουν. Αρκετά συχνότερα… για τους λάθος λόγους!

Ο ΔΡΑΚΟΣ ΤΟΥ ΛΟΝΔΙΝΟΥ (1951)

(M)

  • ΕΙΔΟΣ: Νουάρ Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζόζεφ Λόουζι
  • ΚΑΣΤ: Ντέιβιντ Γουέιν, Χάουαρντ Ντα Σίλβα, Μάρτιν Γκέιμπελ, Λούθερ Άντλερ, Στιβ Μπρόντι, Ρέιμοντ Μπαρ

Είναι γνωστή (και εύλογη, μέχρι ενός σημείου) η α λα Catch-22 παγίδα που κρύβουν τα κάθε λογής remake και διασκευές. Εάν μείνεις πιστός στο original υλικό, τότε σχεδόν ακυρώνεται η αναγκαιότητα του εγχειρήματός σου. Εάν απομακρυνθείς κατά πολύ από την αρχική πηγή, τότε μπορεί να βρεθείς απολογούμενος επειδή διαφοροποίησες το νόημα του έργου. Το πράγμα δυσκολεύει ακόμη περισσότερο όταν έχεις να αναμετρηθείς με ένα αναμφισβήτητο αριστούργημα, το οποίο χαίρει καθολικού σεβασμού και αναγνώρισης. Τέτοια περίπτωση «masterpiece» αποτελεί το «Ο Δράκος του Ντίσελντορφ» (1931) του Φριτς Λανγκ (πιο γνωστό με τον αυθεντικό του τίτλο, «Μ»), η φήμη της πρωτοποριακής σπουδαιότητας του οποίου μπορεί να μην αποκτήθηκε από την πρώτη μέρα διανομής στις αίθουσες, αλλά με την πάροδο των ετών. Εν έτει 1951, όμως, ήδη θεωρούνταν ορόσημο του παγκόσμιου κινηματογράφου. Χρειαζόταν ένα remake του, είκοσι χρόνια μετά την κυκλοφορία του; Και αν ναι, πώς έπρεπε να γίνει;

Σε μη κατονομαζόμενη πόλη της Αμερικής (ολοφάνερα πρόκειται για το Λος Άντζελες), ένας κατά συρροήν δολοφόνος μικρών κοριτσιών δρα ανεξέλεγκτα για αρκετό καιρό. Η Αστυνομία, μην έχοντας κανένα στοιχείο ικανό να την οδηγήσει στη σύλληψή του, περιορίζεται στην παρενόχληση των «συνήθων υπόπτων» του εγκλήματος, προσάγοντας για ανάκριση τους κάθε λογής κλέφτες και απατεώνες του ποινικού κώδικα, φυσικά χωρίς να πετυχαίνει κάτι το ουσιαστικό. Όταν ένας εκ των μεγάλων αφεντικών του υποκόσμου συνειδητοποιεί πως η συγκεκριμένη τακτική του τοπικού Αστυνομικού Τμήματος βλάπτει σοβαρά την «επιχείρησή» του, αποφασίζει ν’ αναλάβει δράση. Δίνει εντολή σε όλα τα ρεμάλια της πιάτσας που έχει στη δούλεψή του να έχουν τα μάτια τους δεκατέσσερα, θέτοντας σαν στόχο να συλλάβει τον ένοχο, μπας και γλυτώσει έτσι από τον βραχνά της Αστυνομίας (σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως ο ελληνικός τίτλος του φιλμ αποτελεί αληθινό μνημείο, κερδίζοντας με το σπαθί του το βραβείο της πλέον άσχετης ντόπιας κινηματογραφικής «βάπτισης», κάνοντας σκόνη τον σκληρό ανταγωνισμό του «είδους»). Δεν γίνεται, όμως, σε μια ευνομούμενη Πολιτεία, νόμοι και τάξη να υποκαθίστανται από αυτόκλητους τιμωρούς. Ή μήπως γίνεται;

Αν το αυθεντικό «Μ» επέμενε περισσότερο στην αντίδραση μιας σοκαρισμένης κοινωνίας μπροστά σε ένα επαναλαμβανόμενο απεχθές έγκλημα, παρά στις σοκαριστικές πράξεις του ίδιου του δολοφόνου, το remake τούτο μεγεθύνει ακόμα πιο πολύ αυτή την προοπτική. Η νεοεμφανιζόμενη (τότε) τηλεόραση παίρνει με το ξεκίνημα θέση υποκινητή των μαζών, σε μία επικαιροποίηση του original φιλμ το οποίο έβλεπε πολύ μπροστά σε ό,τι αφορά την επιρροή του συγκεκριμένου Μέσου. Άλλες μικροαλλαγές στη σεναριακή πλοκή έχουν να κάνουν με την εμμονή που ο δολοφόνος έχει αναπτύξει (εδώ) με τα παιδικά παπούτσια, τη σχέση μεταξύ του gangster «υπερασπιστή» του Νόμου και του δικηγόρου του (κάτι που κάνει τον ρόλο τού δεύτερου σαφώς πιο σημαντικό στη δίκη – operetta του φινάλε), αλλά και την ιδιοσυγκρασία του ίδιου του φονιά, ο οποίος σε τούτη την εκδοχή (εμφανώς) ταλαιπωρείται βασανιστικά από ψυχολογικά προβλήματα (περισσότερο από τον πρώτο διδάξαντα Πίτερ Λόρε στο φιλμ του Λανγκ).

Η μεγαλύτερη και πιο εμφανής αλλαγή, όμως, συντελείται στον τόπο δράσης. Η Γερμανία του επί θύραις ναζισμού των αρχών της δεκαετίας του ’30 δίνει τη θέση της στην Αμερική της παράνοιας (απορρέουσας τόσο εκ του αόρατου πυρηνικού κινδύνου, όσο και εκ της «κομμουνιστικής απειλής») των early ‘50s, Ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Λόουζι (όπως και αρκετοί από τους συνεργάτες του και τους ηθοποιούς του φιλμ) θεωρούνταν ήδη ύποπτος από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων «διά κομμουνιστικήν δράσην», γεγονός που δίνει έναν έντονο αλληγορικό τόνο στην όλη μεταφορά της πλοκής επί αμερικανικού εδάφους. Το αντικομμουνιστικό «κυνήγι μαγισσών» της εποχής μπορεί εύκολα να αντιπαρατεθεί με το πλήρως αδόκιμο ανθρωποκυνηγητό από πλευράς υποκόσμου για τη σύλληψη του δολοφόνου, όπως και με τη γεμάτη θράσος «δίκη» της τελικής κλιμάκωσης. Σε όλα αυτά, ο Λόουζι δίνει έναν έντονο νουάρ τόνο, γυρίζοντας εξαιρετικές σεκάνς σε τόπους ορόσημα του Λος Άντζελες, όπως το Angels Flight Railway αλλά και το περίφημο Bradbury Building, το οποίο παίζει σημαντικότατο ρόλο στην εξέλιξη της πλοκής. Ειδικά σε ό,τι αφορά το δεύτερο, ο σπουδαίος διευθυντής φωτογραφίας Έρνεστ Λάζλο εκμεταλλεύεται πλήρως το άκρως χαρακτηριστικό εσωτερικό και τις φιδίσιες σκάλες του, πετυχαίνοντας μία χιτσκοκική ατμόσφαιρα, καθώς τα πρωτοπαλίκαρα του υποκόσμου αναζητούν τον ποταπό δολοφόνο που τους χαλάει την πιάτσα.

Έχουν γραφτεί αναλύσεις επί αναλύσεων για το «Μ» του Λανγκ. Από την πρωτοποριακή χρήση του leitmotiv σφυρίγματος μέσω του οποίου ο δολοφόνος «καλούσε» κοντά τα θύματά του, μέχρι τις αναγωγές στον ναζισμό και την ερμηνεία του Πίτερ Λόρε, δεν υπάρχει κάτι που να μην έχει μελετηθεί διεξοδικά από τους αναλυτές της ιστορίας του κινηματογράφου (αλλά και τους απλούς θεατές). Το remake του Λόουζι, από την άλλη, έχει περιέλθει στην πλήρη αφάνεια. Χαντακώθηκε, άραγε, η φήμη του από την ίδια την Columbia, που εν πολλοίς φοβήθηκε τις αντιδράσεις, τόσο λόγω θέματος όσο και εξαιτίας των «σημαδεμένων» από τον μακαρθισμό συντελεστών του; Έχει να κάνει με το γεγονός πως στο καστ δεν περιέχονται πρωτοκλασάτα ονόματα; Έπαιξε ρόλο στη συνείδηση των πολλών (του «όχλου»…) ότι ο Λόουζι αναγνωρίστηκε κυρίως για τη βρετανική του περίοδο της δεκαετίας του ’60; Όπως και να ‘χει, τούτη η αμερικάνικη «κόπια» του «Μ» στέκει ως ένα έξοχο νουάρ (κατευθείαν από τη χρυσή εποχή του είδους, μάλιστα) που, όπως και το πρωτότυπο φιλμ, προσφέρει άφθονη τροφή για σκέψη. Απλά, έχει την ατυχία να αναμετράται με έναν γίγαντα…

TRIVIA

  • Παραγωγός και στα δύο «Μ» ήταν ο Γερμανοεβραίος Σίμουρ Νέμπενζαλ. Έχοντας καταφύγει στην Αμερική έπειτα από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και διατηρώντας τα δικαιώματα του φιλμ, αρχικά πρότεινε στον Φριτς Λανγκ να σκηνοθετήσει και την αμερικανική version που είχε κατά νου. Ο Λανγκ αρνήθηκε, καθώς δεν έβλεπε το λόγο για τον οποίο θα έπρεπε να γυριστεί ένα remake αυτού που και ο ίδιος θεωρούσε ως το αριστούργημά του.
  • Επόμενος σκηνοθέτης στη λίστα του Νέμπενζαλ ήταν ο Ντάγκλας Σερκ, ο οποίος δεν είχε ανακαλύψει ακόμα τη γοητεία του Technicolor μελοδράματος, μετρώντας ήδη ουκ ολίγα νουάρ στο ενεργητικό του. Όταν κι αυτός απέρριψε την πρόταση, καθώς επιθυμούσε να γράψει εξαρχής το σενάριο, διαφοροποιώντας το σημαντικά (κάτι που ο Νέμπενζαλ δεν επιθυμούσε), ο παραγωγός απευθύνθηκε στον Τζόζεφ Λόουζι.
  • Ο Λόουζι ήθελε επίσης ν’ αλλάξει σημαντικά την πλοκή. Ο λόγος που κάτι τέτοιο δεν μπορούσε να γίνει, είχε να κάνει με τον σκόπελο της PCA (Production Code Administration). Η Επιτροπή ήταν βέβαιο πως θα «κλωτσούσε» στην ιδέα ενός serial killer ανήλικων παιδιών. Ο Νέμπενζαλ είχε έρθει σε συμφωνία μαζί της, πως θα προχωρούσε σε ελάχιστες αλλαγές, παρουσιάζοντας μια ταινία που θ’ αποτελούσε ένα όσο το δυνατόν πιο πιστό remake ενός «κλασικού κινηματογραφικού έργου». Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να πάρει έγκριση το εγχείρημα.
  • Ο Λόουζι σκέφτηκε να κάνει πίσω έπειτα από την εξέλιξη αυτή, η οικονομική του κατάσταση, όμως, εξαιτίας του σταμπαρίσματός του ως κομμουνιστή, ήταν τέτοια που δεν τον έπαιρνε να απορρίπτει δουλειές. Ταλαιπωρημένος από την Επιτροπή του Γερουσιαστή ΜακΚάρθι και σταθερά άνεργος πλέον, στις αρχές του 1953 μετακομίζει στην Αγγλία. Μεταξύ άλλων γύρισε εκεί τους «Καταραμένους» (1962) και τον «Υπηρέτη» (1963). Έκτοτε δεν ξαναδούλεψε στην Αμερική.
  • Παρόμοια προβλήματα με αυτά του Λόουζι είχαν τουλάχιστον δύο ηθοποιοί του βασικού καστ. Ο Χάουαρντ Ντα Σίλβα (ο οποίος υποδύεται τον αστυνομικό ντετέκτιβ) και ο Λούθερ Άντλερ (που κρατά τον ρόλο του αλκοολικού δικηγόρου) βρίσκονταν επίσης στη μαύρη λίστα της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων, κάτι που επηρέασε σημαντικά τις καριέρες τους.
  • Χρέη βοηθού του Λόουζι εκτελούσε εδώ ο νεαρός και άγνωστος ακόμη Ρόμπερτ Όλντριτς. Πραγματοποίησε το σκηνοθετικό του ντεμπούτο δύο χρόνια μετά με το «Big Leaguer», για να γυρίσει στη συνέχεια μερικές εξαιρετικές ταινίες όπως τα «Τι Απέγινε η Μπέιμπι Τζέιν;» (1962) και «Τα Δώδεκα Καθάρματα» (1967).
  • Ο Έρνεστ Λάζλο μέτρησε συνολικά οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ στην καριέρα του, όλες στην κατηγορία καλύτερης φωτογραφίας. Κέρδισε μονάχα για τη δουλειά του στο «Πλοίο των Τρελών» (1965) του Στάνλεϊ Κρέιμερ.
  • Το Bradbury Building έχει χρησιμοποιηθεί ως σκηνικό σε αμέτρητες ταινίες. Η πιο χαρακτηριστική του χρήση είναι, φυσικά, ως τόπος κατοικίας του Τζ. Φ. Σεμπάστιαν στο «Blade Runner» (1982) του Ρίντλεϊ Σκοτ.

MORE CULT

Ο ΚΙΤΡΙΝΟΣ ΠΡΑΚΤΩΡ ΤΟΥ ΧΟΝΓΚ ΚΟΝΓΚ

«Their deadly mission: to crack the forbidden island of Han!»

Ο ΚΟΛΟΣΣΟΣ ΤΗΣ ΡΟΔΟΥ

«A monster statue of bronze and stone twenty stories tall guarded their secret!»

Ο ΑΡΧΙΚΑΤΑΣΚΟΠΟΣ

«NOT A WORD IS SPOKEN! Excitement beyond words!»

ΣΤΗΝ ΑΚΡΗ ΤΟΥ ΠΙΣΤΟΛΙΟΥ

«She'd do anything for a thrill... Including kill!»