Μπερλινάλε 75: Πώς το «Blue Moon» επαναπροσδιόρισε τη mainstream βιογραφία.
Με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου να ρίχνει αυλαία για φέτος, σε μία διοργάνωση που δεν θα χαρακτηρίζαμε ως σπουδαία από άποψη προγράμματος, ό,τι καλύτερο είδαμε στη γερμανική πρωτεύουσα ήταν η νέα ταινία του Ρίτσαρντ Λινκλέιτερ, με τίτλο «Blue Moon».
Το φιλμ ασχολείται με τη ζωή του θρυλικού στιχουργού του Broadway Λόρεντζ Χαρτ, που βλέπει την καριέρα του στο ναδίρ ένα βράδυ των ‘40s, όταν ο πρώην παρτενέρ του, Ρίτσαρντ Ρότζερς, γιορτάζει την κολοσσιαία επιτυχία του νέου του μιούζικαλ που δεν είναι άλλο από το πασίγνωστο «Oklahoma!».
Μπορεί ο Λινκλέιτερ να έχει ουκ ολίγα «hit and miss» πονήματα τα τελευταία χρόνια, όμως, ο πολυγραφότατος Αμερικανός είναι ένας ακούραστος εργάτης του σινεμά που συνεχώς επαν-εφευρίσκει τον εαυτό του και δοκιμάζεται στα είδη, είτε πρόκειται για animation, κομεντί ή, τελευταία, και κωμωδία δράσης. Στη Μπερλινάλε, ήρθε να γκρεμίσει οτιδήποτε ξέρουμε για τις κινηματογραφικές βιογραφίες μεγάλου βεληνεκούς, ένα από τα genre που μοιάζουν ολοένα και πιο «προκάτ» τελευταία, στην αναζήτηση του οσκαρικού δολώματος. Τι συμβαίνει συνήθως; Έχουμε να κάνουμε με μία αγιογραφία ή με ένα πορτρέτο που διανθίζεται με αμφιλεγόμενες στιγμές της προσωπικότητας την οποία αφορά, με διάρκεια που συνήθως φτάνει ή ξεπερνά τις δυόμιση ώρες, grandiose στιγμές, το σημείο καμπής στη ζωή του πρωταγωνιστή και «στιβαρή» ορχηστρική μουσική ν’ ακολουθεί τα άνωθεν γεγονότα.
Έρχεται ο Λινκλέιτερ, λοιπόν, και μας παραδίδει ένα μάθημα σεναριακής οικονομίας, ένα 90λεπτο χρονικό μίας και μόνο βραδιάς (!) στη ζωή του Χαρτ, μιας νύχτας στο ιστορικό bar Sardi’s. Δεν υπάρχει κάποιο peak, κάποια βαριά εναλλαγή συναισθημάτων, παρά μόνο ένα overwhelming αίσθημα μελαγχολίας, η αναμέτρηση ενός σπουδαίου καλλιτέχνη με την ίδια του την ύπαρξη και τους δαίμονες που έχουν οδηγήσει την καριέρα του στη δύση της. Όλα αυτά, γυρισμένα εξ ολοκλήρου εντός του bar, μ’ ένα απαλό jazz soundtrack και τους διαλόγους να είναι ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς. Και λειτουργεί περίφημα!
Σίγουρα, πολλοί θα κατηγορήσουν την ταινία για ακατάσχετο βερμπαλισμό και δήθεν wittiness, αλλά η αλήθεια είναι πως πρόκειται για ένα σενάριο «σταυροβελονιά», με την κάθε ατάκα να είναι πιο πνευματώδης από την προηγούμενη, θυμίζοντας μας το «Sweet Smell of Success» (1957). Φυσικά, όλο αυτό θα ήταν αδύνατον να δουλέψει χωρίς την αρωγή των ερμηνειών (πλάι στο σενάριο, πάντα), κι εδώ ο Λινκλέιτερ μας δείχνει γιατί είναι μεγάλος σκηνοθέτης: ο (αγνώριστος) Ίθαν Χοκ κάνει ένα tour de force ως Λόρενζ Χαρτ, ο Μπόμπι Καναβάλε ως barman (κομβικό ερμηνευτικό κομμάτι του puzzle του έργου) σε μία από τις καλύτερες του ερμηνείες, ο Άντριου Σκοτ ως Ρίτσαρντ Ρότζερς στην πιο ώριμη στιγμή του και η Μάργκαρετ Κουέιλι συνεχίζοντας να χτίζει στο απίστευτο εσχάτως σερί επιλογών της.
Και κάπου εδώ ερχόμαστε στη βράβευση της Μπερλινάλε, εκεί που προτιμήθηκε ο Σκοτ ως supporting ρόλος και όχι ο Χοκ ως πρωταγωνιστικός. Αυτό θα μπορούσε να έχει την εύκολη εξήγηση, πως μιας και τα βραβεία του Βερολίνου δεν χωρίζονται σε ανδρικές και γυναικείες ερμηνείες, απλά, η Επιτροπή έκρινε πως αυτή της (υπέροχης) Ρόουζ Μπερν είναι πιο ξεχωριστή. Αν επιχειρήσουμε να μπούμε στον μικρόκοσμο του «Blue Moon», όμως, ο χαρακτήρας του Σκοτ είναι το αντίβαρο σε αυτόν του Χοκ, μία αναγκαία «υπόκωφη» ερμηνεία στον οδοστρωτήρα της ακατάσχετης φλυαρίας του Λόρεντζ Χαρτ, η οποία αλλάζει ολόκληρο το έργο. Υπό αυτό το πρίσμα, η επιλογή του Σκοτ βγάζει νόημα και θα έχει ενδιαφέρον και στις συζητήσεις για τα μεθεπόμενα Όσκαρ – αν και, προφανώς, είναι πολύ νωρίς ακόμα.
Σε τελική ανάλυση, το «Blue Moon» είναι ένα θεσπέσιο, καθόλα ευπρόσδεκτο δείγμα απόδρασης από τη συνήθη φόρμα της βιογραφίας, μία νύχτα στη ζωή ενός καλλιτέχνη που μας κάνει να γελάσουμε, να κλάψουμε και να θαυμάσουμε τον πνευματώδη κόσμο του.