Μπερλινάλε 75: Το πένθος είναι ένα σαρκοφάγο τέρας.
Με το κρύο να συνεχίζει αμείωτο, σε μια… μέρα της μαρμότας, όπου κάθε πρωινό η πρώτη μας κουβέντα είναι «ααα, σήμερα θα είναι η πιο κρύα μέρα so far», το ασφαλέστερο μέρος για να είσαι στη γερμανική πρωτεύουσα δεν είναι άλλο από την κινηματογραφική αίθουσα. Τουλάχιστον, όταν αυτό δεν είναι το Stage Bluemax Theater, το οποίο προσομοιάζει κατά τι σε… οικονομική θέση της Ryanair.
«La Tour de Glace»: Νοέ και Χατζιχαλίλοβιτς σε άλλη μία συνεργασία, με Κοτιγιάρ ως βασίλισσα του πάγου
Μοντέζ στο «Μόνος Εναντίον Όλων», και ακολουθώντας σκηνοθετική πορεία έκτοτε, η Λουσίλ Χατζιχαλίλοβιτς έφτασε στο Βερολίνο μ’ ένα αρκούντως φεστιβαλικό προφίλ, έχοντας για «κράχτη» την Μαριόν Κοτιγιάρ, αλλά και το πάλαι ποτέ enfant terrible Γκασπάρ Νοέ ως ηθοποιό (σε περιορισμένο ρόλο αυτή τη φορά). Το φιλμ ασχολείται μ’ ένα νεαρό κορίτσι που το σκάει από το ορφανοτροφείο και περιπλανώμενο στους δρόμους τυγχάνει να δει τα γυρίσματα μίας κινηματογραφικής μεταφοράς του παραμυθιού της «Βασίλισσας του Πάγου». Γρήγορα, η πρωταγωνίστρια του φιλμ θα της γίνει έμμονη ιδέα, αλλά η τελευταία είναι πολύ πιο αινιγματική ως προσωπικότητα απ’ όσο δείχνει επιφανειακά.
Αν σε κάτι είναι συνεπής η ταινία, αυτό είναι σίγουρα ο ρυθμός της, που μοιάζει… παγωμένος σαν το βασίλειο της ηρωίδας του παραμυθιού στο οποίο βασίζεται. Το έργο το έχουμε ξαναδεί πολλάκις: νεαρό κορίτσι συναρπάζεται από τη μεγάλη star της παράστασης, γίνεται stalker της, τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας μοιάζουν δυσδιάκριτα, ενόσω και οι δύο χαρακτήρες μοιάζουν να κρύβουν νοσηρά μυστικά. Όσο κι αν προσπαθεί η (πάντα καλή) Κοτιγιάρ, αλλά και η πρωτοεμφανιζόμενη Κλάρα Πατσίνι, η ταινία θύμιζε (ανά στιγμές και μόνο σε θέμα ρυθμού) «Ροζέτα» των αδελφών Νταρντέν σε… remake μαγικού ρεαλισμού.
«After This Death»: Όταν θες να κάνεις τέσσερις ταινίες ταυτόχρονα…
Πέντε χρόνια μετά το «Fin de Siglo», την πρωτόλεια μεγάλου μήκους προσπάθεια του (η οποία είχε περάσει κι από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης), ο Λούσιο Κάστρο μας παρουσίασε εδώ ένα πολύ φεστιβαλικό και… weird πόνημα, έχοντας ως πρωταγωνιστή τον αγαπημένο Λι Πέις και την Μία Μαέστρο. Το στόρι θέλει την Ίσαμπελ, μία παντρεμένη έγκυο γυναίκα, να γνωρίζει τον λακωνικό μα μυστηριώδη Έλιοτ κατά τη διάρκεια πεζοπορίας. Αυτός της αφήνει το τηλέφωνό του, αλλά η Ίσαμπελ τον πετυχαίνει σε συναυλία (που πάει με την κολλητή της), μιας και ο Έλιοτ είναι ο frontman. Έκτοτε, θα ακολουθήσει μια περίεργη, θυελλώδης ανά διαστήματα σχέση.
Το φιλμ ξεκινά πολλά υποσχόμενο, με ένα ξεκάθαρο quirkiness ανεξάρτητου κινηματογράφου και την καθ’ όλα ευπρόσδεκτη εμφάνιση του Λι Πέις, τον οποίο είχαμε αγαπήσει στο σπουδαίο «The Fall» του Ταρσέμ, με τον ηθοποιό να μας δίνει μια ατάκα ανθολογίας στο ξαφνικό… «I’m a great pussy eater», ως απάντηση στην ερώτηση «Τι κάνεις αργά το βράδυ;»! Η συνέχεια μπλέκεται στην ίδια τη φιλοδοξία του Κάστρο, που μοιάζει να έχει τέσσερις με πέντε (!) διαφορετικές ταινίες στο μυαλό του: indie κωμωδία, σκεπτόμενο δράμα, αλληγορία για τον χαμό της μητέρας σου, αλλά και… festival weird, με το «After This Death» να μην παίρνει τελικά καμία ξεκάθαρη κατεύθυνση, τελειώνοντας μάλλον διεκπεραιωτικά.
«The Thing with Feathers»: Το πένθος σαν κοράκι που σου τρώει τα σωθικά
Μετά από μια φιλμογραφία που βρίθει μουσικών ντοκιμαντέρ υψηλής ποιότητας (όπως το σημαντικότατο «Shut Up and Play the Hits» για τους LCD Soundsystem), ο Ντίλαν Σάουθερν κάνει μία αιφνίδια στροφή προς το δράμα και συγκεκριμένα τη διαχείριση του πένθους, μεταφέροντας το βιβλίο του Μαξ Πόρτερ «Η Θλίψη Είναι Ένα Πράγμα με Φτερά». Ευτυχεί να έχει ως πρωταγωνιστή έναν εκπληκτικό Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, σε μία από τις πιο σοβαρές ερμηνείες της καριέρας του.
Ένας νεαρός πατέρας προσπαθεί να διαχειριστεί την απώλεια της γυναίκας του και μητέρας των δύο αγοριών τους, μοιάζοντας παντελώς ανήμπορος ν’ αντιδράσει. Μέσα στο πένθος του, αρχίζει να βλέπει ένα τερατώδες κοράκι να «ζωντανεύει» μέσα από τα σκίτσα του, καθοδηγώντας τις ζωές τους.
Ένα σπαρακτικό χρονικό με θέμα το να είσαι γονέας και, ειδικότερα, το να προσπαθείς να συμφιλιωθείς με την απώλεια, πολλώ δε μάλλον με αυτή της ίδιας σου της συζύγου και μητέρας των παιδιών σας. Δεν υπάρχει μισό καρέ στο φιλμ που να μη σε αγχώνει, να μη νιώθεις ασφυξία από την απελπισία αυτού του πατέρα, το πόσο μικρός κι ανήμπορος νιώθει απέναντι στη συντριβή αυτού του γεγονότος και τη βύθιση του στη rabbit hole του πένθους και της παραίτησης. Παρά τα σημεία που η ταινία «βαλτώνει», έχουμε να κάνουμε με ένα tour de force από τον Κάμπερμπατς (όπως και με τη φωνή του υπέροχου Ντέιβιντ Θιούλις ως κοράκι), που δείχνει ίσως τη μεγαλύτερη ερμηνευτική ωριμότητα της καριέρας του, σε μία αλληγορία τρόμου που θυμίζει «The Babadook», χωρίς να φτάνει το επίπεδο εκείνου, όμως.
«If I Had Legs I’d Kick You»: Ένα φιλμ που αντικατοπτρίζει απόλυτα το πνεύμα του Sundance
Δεκαεπτά ολόκληρα χρόνια μετά το low-budget, mumblecore πρώτο της εγχείρημα μεγάλου μήκους, «Yeast», που αποτέλεσε κι ένα από τα πρώτα ερμηνευτικά οχήματα της Γκρέτα Γκέργουιγκ, η Μέρι Μπρόνσταϊν έρχεται στο Βερολίνο φρέσκια από το Sundance, δίνοντας μας μια ταινία που έχει όλα τα φόντα ν’ αποτελέσει ένα sleeper φεστιβαλικό hit.
Η Λίντα είναι μία χωρισμένη μητέρα που έχει ν’ αντιμετωπίσει την καθημερινότητα με την άρρωστη κόρη της, η οποία πάσχει από ασθένεια που την υποχρεώνει να κοιμάται μ’ ένα ειδικό μηχάνημα κάθε βράδυ. Μέσα σ’ όλα αυτά, έχει να αντιμετωπίσει και την τοξική της σχέση με τον ψυχολόγο της, τους δικούς της πελάτες (ως ψυχολόγος και η ίδια), αλλά και τον παντελώς απόντα σύζυγό της.
Κάτι σαν το «Good Time» των αδελφών Σάφντι, αν είχε ως άξονα το parenting, όπου ακόμη και το παραμικρό καρέ στην ταινία σε αγχώνει χωρίς προηγούμενο, ακολουθώντας το spiraling της Λίντα, με την Ρόουζ Μπερν να είναι ωμά ρεαλιστική, σε μία από τις καλύτερες ερμηνείες της καριέρας της. Το σημαντικό εδώ,είναι το γεγονός πως η Μπρόνσταϊν γνωρίζοντας το «βαρύ» υλικό της, το διανθίζει κωμικά προς ανακούφισή μας, έχοντας στη διάθεση της τον Κόναν Ο’Μπράιεν, έναν από τους πιο ακούραστα αστείους ανθρώπους στον πλανήτη (και παρουσιαστή της επερχόμενης τελετής απονομής των Όσκαρ).