FreeCinema

Follow us
06.1112:15

Θεσσαλονίκη 57: Ανθρώπινες απώλειες.


Το Σάββατο ήταν η δεύτερη μέρα του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης χωρίς κάποια ηχητική ανακοίνωση στις αίθουσες προβολών για τη μη χρήση κινητών τηλεφώνων μετά την έναρξη του κάθε φιλμ. Έτσι, η διοργάνωση εξακολουθεί να πρωτοτυπεί παγκοσμίως, αφήνοντας τους πάντες να χρησιμοποιούν τα κινητά τους ανεξέλεγκτα. Προσωπικά, προσπάθησα να διατηρήσω την ψυχραιμία μου, βλέποντας το θέμα να γίνεται viral ιντερνετικά και συνέχισα να «τζογάρω» σε επιλογές ταινιών από διάφορα προγράμματα.

Την επόμενη μέρα, τίποτε δεν είχε αλλάξει. Απλά, το συμβάν είχε μετατραπεί σε viral ύστερα από τη δημοσίευση ενός άρθρου του Άρη Δημοκίδη για τη LiFO, αρκετά δίκαιο και σύμφωνο με τα όσα συνέβησαν, αφού και εκείνος βρισκόταν εντός αιθούσης την Παρασκευή το βράδυ και σχολίασε ως αυτόπτης μάρτυρας. Η ανεξέλεγκτη χρήση των κινητών συνεχίστηκε κανονικά, ουδείς από τη διοργάνωση ενδιαφέρθηκε να διορθώσει αυτή την κατάσταση και εγώ θα το γράφω συνέχεια, κάθε επόμενη μέρα, μέχρι να αισθανθεί η πλειοψηφία του κοινού ότι μπαίνοντας στις αίθουσες του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όντως, βρισκόμαστε σε Φεστιβάλ.

I-blodet

Για το Σάββατο, επέλεξα τρείς ταινίες. Είναι μια μορφή «τζόγου», καθημερινά. Χωρίς τη ρεπορταζιακή «υποχρέωση» (το ντοκιμαντέρ για τον ΠΑΟΚ που έφτιαξε με τόση αγάπη ο Νίκος Τριανταφυλλίδης μπορώ να το δω και στο σύντομο μέλλον, έτσι απέφυγα το όλο… φίλαθλο πανηγύρι, με το οποίο δεν ταυτίζομαι, έτσι κι αλλιώς), τα φιλμ που θέλω να καταναλώνω στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης θέλω να είναι εκείνα που με ιντριγκάρουν ως θεατή. Πρώτη ταινία χθες, το δανέζικο «I Blodet» του Ράσμους Χάιστερμπεργκ, από το διαγωνιστικό πρόγραμμα. Τέσσερις φίλοι στα 20’s τους, συγκάτοικοι σε ένα όμορφο διαμέρισα στην Κοπεγχάγη, βιώνουν την καθημερινότητα μέσα από προσωπικές τριβές και συγκρούσεις. Ένα φλύαρο δίωρο, δίχως ουσία, με γνώση στο φιλμάρισμα, αλλά τίποτα στην ψυχή. Ίσως και να ταιριάζει σε αυτή τη γενιά, βέβαια. Μια γενιά που δεν έχει τίποτα να πει και τίποτα να δώσει. Που σπαταλάει τον χρόνο της σε σχέσεις που ανατρέπονται χωρίς βάσεις και συναισθηματικούς δεσμούς. Κωλοπαιδισμός, σεξ, μια άρνηση απέναντι στην ενηλικίωση και τάσεις φυγής προφανώς αδιέξοδες. Χαμένη ζωή. Ο κεντρικός ήρωας, μέσα από τον οποίο διαχειρίζεται την αφήγηση του φιλμ ο Χάιστερμπεργκ, είναι ο πιο «απαθής», εκείνος που περισσότερο προσπαθεί να προστατεύει την παρέα, αλλά καταλήγει να είναι πάντοτε ο πιο «περίεργος». Και μόνος. Το μέγα πρόβλημα της ταινίας, φυσικά, είναι το σενάριο, το οποίο αποδέχεται τα τεκταινόμενα χωρίς εμβαθύνσεις στους χαρακτήρες, βάζοντας μέσα στο story ό,τι πιο τετριμμένο μπορεί να φανταστεί ο θεατής για να «πληγωθεί» η σχέση των τεσσάρων χαρακτήρων της ταινίας. Καλοφτιαγμένο ναι, αλλά ξεχνιέται αμέσως μετά τη λήξη της προβολής.

original-bliss

Νιώθοντας την ανάγκη να δω κάτι πέρα από το διαγωνιστικό, με την ελπίδα να παρακολουθήσω ένα πιο ουσιαστικό σινεμά, έπεσα πάνω στη γερμανική περίπτωση του «Gleißendes Glück» («Παράδοξη Ευτυχία» στα ελληνικά) του Σβεν Τάντικεν, από το τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες». Γυναίκα εγκλωβισμένη σε γάμο, που της χαρίζει μονάχα διαρκείς αϋπνίες και την κακοποίηση από το σύζυγο, επιχειρεί να συναντήσει διάσημο ψυχολόγο ζητώντας μια λύση και την ηρεμία στην ψυχή της. Το πρόβλημα εκείνης είναι η απώλεια της Πίστης, το χάσιμο της επαφής της με τον Θεό, ίσως περισσότερο από τις αντοχές που πρέπει να επιδεικνύει για να κρατήσει τον γάμο της. Ο ψυχολόγος, από την άλλη, αποκαλύπτει σταδιακά και τη δική του ψυχική «αναπηρία», καθώς είναι ανήμπορος να δημιουργήσει σχέσεις ή να έλθει σε επαφή με άλλους ανθρώπους σεξουαλικά. Ο αυνανισμός και το πάθος για την πορνογραφία, ως βοήθημα στον ερεθισμό του, μαζί με αυτο-τιμωρητικές πρακτικές θεραπείας είναι η μόνη του ελπίδα; Προφανώς και φανταζόμαστε ότι οι δύο κεντρικοί χαρακτήρες θα θέλουν να πλησιάσουν ο ένας τον άλλον, όμως τα εμπόδια του εσωτερικού τους κόσμου υψώνονται σαν πελώρια τείχη ανάμεσά τους. Η πρωτοτυπία και η διαφορετικότητα των ηρώων δημιουργεί κάτι εξαιρετικά ενδιαφέρον και αυτή η γεύση του καινούργιου είναι που σε κερδίζει στο φιλμ, το οποίο τολμά να κάνει και λίγες υπερβάσεις, στα όρια του φανταστικού ή του σουρεαλιστικού (για να μην κάνω spoilers, θα χρησιμοποιήσω μονάχα το παράδειγμα της βιτρίνας του sex shop με μοντέλο τούτη τη νοικοκυρά). Βγαίνοντας από την αίθουσα, σκεφτόμουν την απώλεια της Πίστης ή της ηδονής που σου προσφέρει μια σχέση. Ή το σκέτο σεξ και οι απολαύσεις του. Όλες αυτές οι μορφές εθισμού, στην τελική. Θεός και καύλα. Τολμηρές σκέψεις. Έξυπνη ταινία.

HELL OR HIGH WATER 2016

Η κατάληξη, πάλι από το τμήμα των «Ανοιχτών Οριζόντων», ήταν το «Hell or High Water» του Ντέιβιντ Μακένζι. Καθαρό, απολαυστικό σινεμά, επιτέλους! Δύο αδέλφια κλέβουν τράπεζες στο Τέξας, για να αποπληρώσουν τα χρέη τους προς… την ίδια τραπεζική φίρμα και να μη χάσουν τη φάρμα που τους άφησε η μητέρα τους. Ένας αστυνομικός παλαιάς κοπής, στα πρόθυρα της σύνταξης, θα πεισμώσει αναζητώντας τους, μέχρι να οδηγηθούμε σε μια αναμενόμενη κορύφωση. Πλήρεις χαρακτήρες, καλοδουλεμένοι διάλογοι, σωστές ερμηνείες, σαφείς πολιτικές αιχμές στο (παγκοσμίως!) μέγα πρόβλημα του σήμερα, τις τράπεζες. Από την απώλεια της γης των Ινδιάνων που αφάνισε αυτές τις φυλές στο παρελθόν, μέχρι τον παραλληλισμό τής αρπαγής της ιδιοκτησίας από τα «κόκκινα» δάνεια του πολίτη που δεν δύναται να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του απέναντι σε σχεδόν στυγερές τακτικές του σημερινού οικονομικού συστήματος, ο Μακένζι κερδίζει στην ταύτιση και το συναίσθημα, δημιουργώντας ένα απολαυστικό φιλμ που σκοντάφτει μονάχα στο original score των Νικ Κέιβ και Γουόρεν Έλις, το οποίο φορτώνει στην ταινία ένα στερεοτυπικό, «πένθιμο» ύφος, αταίριαστο με οτιδήποτε βλέπουμε ή νιώθουμε από το έργο. Υποψιαζόμαστε το επερχόμενο δράμα. Δεν χρειαζόταν και αυτή η τονική «πλερέζα» στην ηχητική μπάντα. Όπως και τα κινητά τηλέφωνα στην αίθουσα. Τα οποία σίγησαν χθες το βράδυ. Όταν η ταινία σε κερδίζει, το 3G ή το 4G μπορεί να περιμένει…

thess poster 2016