FreeCinema

Follow us
04.1113:00

Θεσσαλονίκη 54: Ελληνικά. Ωιμέ!


Σε ένα κατάμεστο Ολύμπιον και με σχεδόν σύσσωμο το καστ, το «Miss Violence» έκανε το βράδυ της Κυριακής την επίσημη πρώτη ελληνική προβολή του, προκαλώντας, όπως ήταν αναμενόμενο, πλήθος διαφορετικών αντιδράσεων. Εν τω μεταξύ, στους δρόμους της Αθήνας, ένας μυστηριώδης, γενειοφόρος κουκουλοφόρος με έφεση στις πολεμικές τέχνες επικηρύχτηκε έναντι αδρής αμοιβής, ενώ σε ένα «άχρονο», ελληνικό τοπίο, ένας πολεμιστής αναζήτησε απαντήσεις για τη ζωή και τον πατέρα του.

Οι ελληνικές ταινίες είναι πάντα ένα δίκοπο μαχαίρι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Από τη μια έχουμε τις εγχώριες πρεμιέρες πολυδιαφημιζόμενων ελληνικών παραγωγών και από την άλλη την παρουσίαση ολοκαίνουργιων φιλμ, που προσπαθούν να δηλώσουν το παρών και, αν όλα πάνε καλά, να κερδίσουν και τις εντυπώσεις.

Miss Violence Thess

Αναμφισβήτητα, η πιο αναμενόμενη ελληνική προβολή του Σαββατοκύριακου ήταν η πρεμιέρα του «Miss Violence», του φιλμ που δίχασε τη Βενετία και που κατάφερε να κερδίσει δύο σημαντικά βραβεία στην 70η διοργάνωση του ιταλικού Φεστιβάλ. Ήταν εμφανές από νωρίς, το πρωί της Κυριακής, ότι θα γινόταν το αδιαχώρητο στο Ολύμπιον το βράδυ και, όντως, η αίθουσα γέμισε ασφυκτικά από τον πιο ποικιλόμορφο κόσμο που έχουμε δει στο Φεστιβάλ, τόσο από τις κλασικές φεστιβαλικές μορφές που δίνουν πάντα το παρών όσο και από… λιγότερο τακτικούς θεατές, που ήθελαν επιτέλους να μάθουν προς τι όλος ο ντόρος γύρω από την ταινία. Τα του φιλμ θα τα συζητήσουμε την Πέμπτη (οπότε κυκλοφορεί κι επίσημα στις ελληνικές αίθουσες από τη Feelgood), όμως, οι αντιδράσεις του κοινού είναι ενδεικτικές. Οι απόψεις κυμάνθηκαν από «τι είναι αυτά τα πράγματα που δείχνουμε για την ελληνική κοινωνία» και «δεν έχουμε καλύτερα θέματα να δείξουμε έξω;» (#σκηνές_από_την_Ελλάδα) μέχρι «εντάξει, αλλά τα έχουμε ξαναδεί» και «τελικά, είναι όντως καλό!». Ο ίδιος ο Αβρανάς υπερασπίστηκε τη διεθνή φύση της ταινίας και ότι μιλάει για ένα παγκόσμιο θέμα και πρόβλημα, όμως, δεν έπεισε το μέρος του κοινού που έδειξε να θίχτηκε. Ευτυχώς, αρκετούς τους είχε ήδη με το μέρος του. Πάντως, ο σκηνοθέτης ήδη πήρε μια πρώτη δόση για το τι μέλλει γενέσθαι από την Πέμπτη και μετά – και ίσως αυτός χρειαστεί πιο γερό στομάχι από εκείνο που είχαν οι πρώτοι θεατές της ταινίας.

ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΣ «ΕΙΔΟΥΣ»;

Θα μπορούσε να ακούγεται ως ανέκδοτο, όμως, ήδη εμφανίστηκαν δύο ελληνικές ταινίες «είδους» στη Θεσσαλονίκη! Δεν είναι παράξενο να εμφανίζονται κάθε είδους φιλμικά πειράματα στο Φεστιβάλ (που τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουν με κρότο, αν και υπάρχουν μερικές ευχάριστες – λέγε με «Μπιγκ Χιτ» – εξαιρέσεις), όμως, αυτή τη φορά μιλάμε αφενός για ένα μελλοντολογικό, περίπου sci-fi εγχείρημα και αφετέρου για ένα φιλμ «αστικού kung-fu» που σίγουρα δεν περιμέναμε ότι υπάρχει.

O Profitis

Στον «Προφήτη» (καμία σχέση με το φιλμ του Ζακ Οντιάρ…), η Ελλάδα βρίσκεται σε πόλεμο μεταξύ πλουσίων και φτωχών. Ένας τραυματισμένος πολεμιστής (ο οποίος έχει τη μορφή του Γιώργου Χρανιώτη) καταφθάνει σε ένα μοναστήρι, που αρνείται να λάβει θέση στον πόλεμο. Ο ίδιος αναζητεί τον πατέρα του αλλά και απαντήσεις σε όλα τα φιλοσοφικά προβλήματα που τον βασανίζουν. Φυσικά, αντιλαμβάνεσαι πως λίγο μετά θα βρει όλες (!) τις απαντήσεις που τον αφορούν αλλά και την (drumroll) αλήθεια για τον εαυτό του. Φυσικά, τα πάντα συμβαίνουν με τραγικά αστείο, πομπώδες ύφος, αμπελοφιλοσοφίες και αφελή τσιτάτα (που θεωρητικά αποκαλύπτουν μεγάλες αλήθειες επιπέδου «μεγάλη πληγή ο πόλεμος») και υπερβολικές ερμηνείες, οι οποίες αφαιρούν κάθε ίχνος σοβαρότητας από τις προθέσεις και στέλνουν την ταινία στη σφαίρα της παρωδίας.

Goldfish

Στο «Goldfish» τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα. Σε μια εξίσου δυστοπική πραγματικότητα, η Ελλάδα έχει χρεοκοπήσει και στις πόλεις επικρατεί μία λογική Άγριας Δύσης, με επικηρυγμένους και διεφθαρμένους αστυνομικούς, γενειοφόρους εκδικητές, που είναι άριστοι στις πολεμικές τέχνες, και γυναίκες samurai, που έχουν το δικό τους κώδικα τιμής. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τουλάχιστον η ταινία έχει γνήσιο χαβαλέ, αποκτά μια δική της ξεχωριστή ταυτότητα και, απενοχοποιημένα, παραδέχεται ότι απλά θέλει να σπάσει πλάκα. Ναι, το τεχνικό αποτέλεσμα δεν είναι και το καλύτερο και η απειρία προδίδεται ξεκάθαρα αρκετές φορές, αλλά, έστω, η ταινία παραμένει συνεπής σε αυτό που θέλει να περάσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Κι ας μην είναι κάτι ιδιαίτερα σημαντικό αυτό.

Thessaloniki 54