FreeCinema

Follow us
29.0512:00

Doc Fest 22: Το ελληνικό ντοκιμαντέρ κινείται.


Είκοσι τέσσερα ελληνικά ντοκιμαντέρ έκαναν πρεμιέρα στην online φετινή διοργάνωση, που πλέον έριξε αυλαία. Τρία από αυτά εκπροσώπησαν επάξια τη χώρα μας στο Διεθνές Διαγωνιστικό, ενώ τα υπόλοιπα, μοιρασμένα στα άλλα τμήματα του Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, άφησαν διακριτά ίχνη. Κάποια βαθύτερα, κάποια πιο ελαφριά, όλα τους όμως ενδιαφέροντα. Εδώ στεκόμαστε σε όσα σκάλωσαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, πιο πεισματικά στο θυμικό μας.

Τα φευγάτα

Φιλμ που πειραματίζονται και δοκιμάζουν τα όρια του ντοκιμαντέρ, φλερτάροντας άφοβα με τη μυθοπλασία και το video art ή τους κώδικες μιας άλλης Τέχνης, που δεν έχει πάντα απαραίτητα να κάνει με την εικόνα.

Οι «Μεταλλαγές – Kô Murobushi» του Βασίλη Δογάνη είναι ένα στοιχειωμένο χορευτικό ιντερλούδιο, σκοτεινό, σχεδόν βουβό και συχνά με χοντρό κόκκο, που κοινωνεί αυτούσιο τον σπαρακτικό, βασανιστικό χορό του Μουρομπούσι. Και τελειώνει χωρίς να βάζει τελεία. Χωρίς να ολοκληρώνεται ή να εκπληρώνεται, μόλις πριν γίνει αβάσταχτο.

Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά πιο προφανείς στους πειραματισμούς τους και στις μυθοπλαστικές αναφορές τους, εμπνευσμένες από το έργο του Αριστοφάνη και την ομότιτλη θεατρική παράσταση του Νίκου Καραθάνου (αποσπάσματα της οποίας ενσωματώνουν στην αφήγησή τους), οι «Όρνιθες (ή Πώς να Γίνεις Πουλί)» του Μπάμπη Μακρίδη δεν είναι για όλα τα γούστα. Και τα νεύρα σου δεν θα μείνουν αλώβητα. Ίσως τσακίσουν. Ο τρόπος, όμως, που σβήνουν τα όρια της θεατρικής σκηνής και τη συνδυάζουν με τα τοπία – εξίσου, αλλά εκ διαμέτρου αντίθετης, άγριας ομορφιάς – μιας μεγαλούπολης σαν τη Νέα Υόρκη και της αδάμαστης Φύσης της Ισλανδιάς, σου τρυπάει το μυαλό.

Πιο γειωμένος στην πραγματικότητα, αλλά αδιαμφισβήτητα ξεχωριστού κινηματογραφικού ρυθμού, το «Express Scopelitis» της Αιμιλία Μηλού παίζει σαν ορχήστρα κρουστών – ένα allegro χτυποκάρδι που δηλώνει εμφατικό παρόν. Με τις αρχικές εικόνες και ήχους από την προετοιμασία του καραβιού, πριν ξεκινήσει το καθιερωμένο δρομολόγιο του στις μικρές Κυκλάδες, σε πιάνει αιχμάλωτο. Και αρνείται να σε αφήσει πριν μοιραστεί μαζί σου τον χαρακτήρα του Scopeliti και των ανθρώπων του, εν πλω (πληρώματος και επιβατών) και μη, στα νησιά που επισκέπτεται, τροφοδοτεί, συνδέει με τον έξω κόσμο και κρατά ζωντανά. Έστω κι αν μερικές φορές παρασύρεται σε περιττές, εκτός πορείας διαδρομές. Στο τέλος, πάντα βρίσκει λιμάνι.

Η Αθήνα του «Τέταρτου Χαρακτήρα», αντίθετα, είναι μια πόλη χωρίς λιμάνι – χωρίς καλωσόρισμα, χωρίς κατευόδιο. Τουλάχιστον όχι για τους τρεις χαρακτήρες που αναμετρώνται με τη θλίψη, τις ενοχές και τις ελπίδες τους. Η Κατερίνα Πατρώνη τους ακολουθεί στις καθημερινές, μικρές βόλτες / τελετουργίες τους στην πόλη, καθώς ακούει τις μαρτυρίες / εξομολογήσεις τους, σε αφήγηση εκτός πλάνου. Από τις τρεις ιστορίες, κάποιες συγκινούν περισσότερο και κάποιες (ενίοτε) φλυαρούν. Η ταινία, όμως, ποτέ δεν λοξοδρομεί. Ξέρει ακριβώς τι και πώς να το επικοινωνήσει, συχνά με εικόνες διαπεραστικής ομορφιάς (το ακούραστο τάισμα των περιστεριών, παρά τις κουτσουλιές στο μπουφάν, τα δάκρυα της βροχής στο τζάμι ή στο μαζεμένο νερό), που χωρούν όλα όσα σημαντικά μένουν ανείπωτα.

Τα μελετημένα

Πιο «ακαδημαϊκά» στην προσέγγισή τους, κάποια λιγότερο και κάποια περισσότερο κινηματογραφικά ακονισμένα, αυτά τα ντοκιμαντέρ πληροφορούν ουσιαστικά, συγκινούν αβίαστα και διασκεδάζουν ρίχνοντας φως σε άγνωστες πτυχές της σύγχρονης, ελληνικής (και όχι μόνο) πραγματικότητας.

«Ο Σπύρος και ο Γύρος του Θανάτου» του Δημήτριου Καφιδά σε πιάνει εξ απήνης. Ο Σπύρος και η οικογένεια του, βιολογική και μη, μοιάζουν σκαλωμένοι στο χώρο και στο χρόνο μιας άλλης χώρας, μιας άλλη εποχής. Ο Σπύρος είναι μοτοσικλετιστής ακροβάτης – ένα «επάγγελμα» κληρονομιά από τον πατέρα του. Δεν ξέρει και δεν θέλει να κάνει κάτι άλλο, παρόλο που είναι ένας τρόπος ζωής ο οποίος σβήνει. Νομάδας, ζει σε τροχόσπιτα, από πόλη σε πόλη, μαζί με τον εξοπλισμό του – κομμάτι του luna park του που στήνει και ξεστήνει σε κάθε στάση, τη ριψοκίνδυνη ομάδα του που σταδιακά τον εγκαταλείπει, τα παιδιά και τη σύντροφό του, την οποία δεν παντρεύεται γιατί δεν πιστεύουν στο γάμο, αλλά τελικά… παντρεύεται. Σε ποια άλλη «κανονικότητα» θα υποκύψουν;

Με τα όριά του, σαν τον Σπύρο, αναμετριέται και ο Γιάννης. Αθλητής με αναπηρία, έχει ολοκληρώσει το Ironman: τον δυσκολότερο αγώνα τριάθλου. 3,8 χιλιόμετρα κολύμβηση, 180 χιλιόμετρα ποδήλατο και 42 χιλιόμετρα τρέξιμο, είναι ένας στόχος που εγκαταλείπουν ακόμα και αρτιμελείς αθλητές. Όχι ο Γιάννης, όμως. «Τα Όριά μας» του Δημήτρη Γιατζουζάκη καταγράφει την πορεία του Γιάννη πριν, κατά τη διάρκεια και μετά το Ironman, και την αντιπαραβάλει με τα πρώτα, παιδικά βήματα του γιού και της κόρης του στο τρίαθλο. Μας συστήνει έτσι, απλά και σταράτα, μία κουλτούρα και στάση ζωής αξιοθαύμαστη. Παρά τις όποιες εμμονές (που μπορεί να) κρύβει. Αλλά… τι ανθρώπινο δεν κρύβει εμμονές;

Από αυτές έχει σίγουρα και ο Φώτης Ψυχάρης – βετεράνος δάσκαλος στο 54ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών στην Πλατεία Βάθης. Ελληνικό σχολείο, ασφυκτικά περικυκλωμένο από πολυκατοικίες, με μαθητές παιδιά προσφύγων και μεταναστών, κανένα από τα οποία (όταν μεγαλώσει) δεν θέλει να μείνει στην Ελλάδα. «Η Ελλάδα έχει παρελθόν, αλλά δεν έχει μέλλον», λέει χαρακτηριστικά ένας. Στο ντεμπούτο της, το «Καλημέρα, κύριε Φώτη», η Δήμητρα Κουζή μελετά με διακριτική ευαισθησία πως ο δάσκαλος εκφράζει δημιουργικά τις εμμονές του για να βρει έναν κοινό, γόνιμο τόπο με τους μαθητές τους, σεβόμενος τις διαφορετικές παραδόσεις, εμπειρίες και απαιτήσεις τους. Πόσοι από αυτούς θα τον θυμούνται όταν μεγαλώσουν; Ή την Ελλάδα;

Αντίθετα, η Κατερίνα, κρατούμενη στο Κατάστημα Κράτησης Γυναικών Ελαιώνα Θήβας, θα θυμάται για πάντα το Μοντεχρίστο, τη Σαρλίζ, την Τόσκα – τα διασωθέντα, αδέσποτα σκυλιά με τα οποία συγκατοίκησε, για να τα / την εκπαιδεύσει/ουν και να τα / την προετοιμάσει/ουν προς την επιστροφή και επανένταξή τους στον έξω κόσμο. Αρχικά, μαζί με τη συγκρατούμενή της, Αντωνία, και μετά μόνη, αν και ποτέ φιλόζωη. Το «In-Mates» του Ιάκωβου Πανουργιά παρακολουθεί τη γέννηση ενός καινοτόμου προγράμματος της οργάνωσης Save a Greek Stray, που εφαρμόστηκε πιλοτικά στη φυλακή του Ελαιώνα, με ακατέργαστη ειλικρίνεια. Αναδεικνύοντας τη μοναδική σχέση που μόνο με ένα σκυλί μπορείς να έχεις, που σε αγαπά, χωρίς όρους και προϋποθέσεις. Απλώνοντας επίμονα, γενναιόδωρα χαμόγελα και δάκρυα συγκίνησης στο πρόσωπό σου. Έστω κι αν το ερώτημα που θέτει μένει ανεξήγητα αναπάντητο, τελικά. Τι απέγινε η Κατερίνα;

Τα ταξιδιάρικα

Τα αγαπημένα μας. Φιλμ που ισορροπούν την ομορφιά της Τέχνης του σινεμά με την έρευνα και την ενημέρωση, ανοίγοντας συναρπαστικό διάλογο, τόσο με τη σκέψη, όσο και με το συναίσθημα, καθώς συνθέτουν το puzzle κομματιών της νεότερης ελληνικής, ευρωπαϊκής και παγκόσμιας Ιστορίας.

Ο «Μάρκος» του Νίκου Σκαρέντζου είναι μουσική. Ή, για να είμαστε ακριβείς, αν σταματήσουμε λίγο να σιγοτραγουδάμε και να χορεύουμε, είναι μια ταινία για τη μουσική, φτιαγμένη με μουσικές. Του καθαρόαιμου Έλληνα Μάρκου Βαμβακάρη, συγκεκριμένα, που όμως, όπως μας λένε ή μας τραγουδούν συνθέτες, καλλιτέχνες και μουσικολόγοι από όλο τον κόσμο, έχει γίνει προ πολλού διεθνής, αφήνοντας ανεξίτηλες νότες επιρροής στους πολυπολιτισμικούς ήχους και μελωδίες της Ευρώπης – και όχι μόνο. Στην υγεία μας, βρε.

Το «Μόνος στο Δάσος» του Λευτέρη Φυλακτού είναι φωτογραφία. Ή, για να είμαστε ακριβείς, αν σκουπίσουμε μια στιγμή τα δάκρυα που γέμισαν άκοπα, αθόρυβα τα μάτια, είναι μια ταινία για τη φωτογραφία, φτιαγμένη με φωτογραφίες. Τις ασπρόμαυρες του Κωνσταντίνου Πίττα, συγκεκριμένα, τις οποίες έβγαλε ταξιδεύοντας σε όλη την Ευρώπη από το 1984 ως και το 1989, για ν’ ανακαλύψει τι χωρίζει και τι ενώνει τους ανθρώπους της στις δυο πλευρές του Σιδηρού Παραπετάσματος. Παρών στο Βερολίνο τη μέρα της πτώσης του Τείχους – αρχή του τέλους του Ψυχρού Πολέμου, πίστεψε ότι το όνειρό του για μία ενωμένη Ευρώπη πραγματοποιήθηκε και το έργο του (30.000 φωτογραφιών!) δεν είχε πια νόημα. 25 χρόνια μετά το ξαναθυμήθηκε. Ήταν, πια, επίκαιρο.

«Το Ίχνος του Χρόνου» της Διονυσίας Κοπανά είναι μνήμη. Ή, για να είμαστε ακριβείς, αν βρούμε τη δύναμη να προχωρήσουμε ένα λεπτό από την μαγική εικόνα του σύννεφου που κατέβηκε στη γη, για να επισκεφτεί φευγαλέα τη σπηλιά της ανασκαφής στα βουνά της Κρήτης και να κατοικήσει για πάντα στο θυμικό μας, είναι μία ταινία για τη μνήμη, φτιαγμένη από μνήμες. Τόσο από τον αρχαιολόγο Γιάννη Σακελλαράκη, όσο και για το σπουδαίο ανασκαφικό του έργο στο νησί των Μινώων. Συνταιριάζοντας αρχειακό υλικό με τωρινές εικόνες από τους τόπους στους οποίους εργάστηκε και έζησε ο Σακελαράκης, δικές του εξομολογήσεις με ότι θυμούνται γι’ αυτόν τώρα οι τότε (και για πάντα) συνεργάτες / άνθρωποί του, και (σε αφήγηση off) με τους δικούς της στοχασμούς και κίνητρα, η Κοπανά φτιάχνει ένα πορτρέτο τόσο του Γιάννη, όσο και της μνήμης. Χωρίς μνήμη δεν έχουμε ταυτότητα, ούτε πολιτισμό. Οι σκέψεις και τα συναισθήματα γίνονται σκόνη στον άνεμο. Στη μνήμη, όπως και στο σινεμά, κανείς δεν πεθαίνει.

Διαβάστε εδώ ένα εκτενές κείμενο για το Διεθνές Διαγωνιστικό τμήμα του φετινού Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ θεσσαλονίκης.