FreeCinema

Follow us
27.0510:00

Doc Fest 22: Διεθνές Διαγωνιστικό – True lies vs. lying truths.


Αυτό ήταν ένα φεστιβάλ διαφορετικό από τα άλλα. Online και σε lockdown, μετά από μερικούς μήνες αναβολής, και με τα ντοκιμαντέρ καμωμένα πριν την πανδημία. Ωστόσο, τα περισσότερα φιλμ του Διεθνούς Διαγωνιστικού όχι μόνο έπιασαν τον παλμό της πρωτοφανούς, παράξενης εποχής μας, παροτρύνοντας μας ν’ αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, ώστε να επιστρέψουμε σε έναν καλύτερο κόσμο. Μας ταξίδεψαν, επίσης, όπως κάθε σωστό κινηματογραφικό φεστιβάλ οφείλει να κάνει.

Η αλήθεια είναι εκεί έξω

Η αναζήτηση της αλήθειας, άπιαστης, συχνά κρυμμένης και σχεδόν πάντα οδυνηρής, όσο λυτρωτική κι αν είναι, βρίσκεται στο DNA του ντοκιμαντέρ ως κινηματογραφικού είδους. Πόσω μάλλον στην εποχή των «fake news», των «alternative facts» και των «deepfakes» που ζούμε. Η έκπληξη, λοιπόν, δεν ήταν η επιλογή σύσσωμου σχεδόν του Διεθνούς Διαγωνιστικού να κυνηγήσει μια αλήθεια – εκείνη του κάθε φιλμ, προσωπική και συνάμα οικουμενική. Όχι. Η έκπληξη, πέραν της (σαφώς) άνω του μετρίου ποιότητας του προγράμματος στο σύνολό του, ήταν ο τρόπος με τον οποίο κάθε ταινία μπήκε σ’ αυτό το κυνήγι.

Με αδιάντροπο, θαρρετό ακτιβισμό, εξουθενωτική έρευνα ή ευλαβική προσήλωση στη λεπτομέρεια. Φλερτάροντας διακριτικά, μεν, τολμηρά και αποτελεσματικά, δε, ακόμη και με αλλά κινηματογραφικά είδη, σαν την κωμωδία («Εντωμεταξύ στη Γη / Meanwhile on Earth» του Σουηδού Καρλ Όλσον) (φωτό), τον μαγικό ρεαλισμό («Ο Τέταρτος Χαρακτήρας» της Κατερίνας Πατρώνη) ή το αστυνομικό / κατασκοπευτικό θρίλερ. Κάποιες ενσωματώνοντας τα εργαλεία άλλων τεχνών (βλέπε street photography στους «Άγνωστους Αθηναίους» της Αγγελικής Αντωνίου), άλλες πειραματιζόμενες με τις νέες τεχνολογίες.

Όλες τους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, περισσότερο ή λιγότερο, συνειδητά ή ασυνείδητα, εξωφρενικά επίκαιρες, ακαταμάχητα συγκλονιστικές, απρόσμενα διασκεδαστικές, αθόρυβα σημαντικές και γι’ αυτό… πέρα για πέρα κινηματογραφικές.

Ένας προφήτης, μα τι προφήτης

Αν νομίζεις ότι τα έχεις δει όλα για τις αιρέσεις στην περίφημη σειρά ντοκιμαντέρ του Netflix «Wild Wild Country», ξανασκέψου το. «Ο Προφήτης και οι Εξωγήινοι / The Prophet and the Space Aliens» του Ισραηλινού Γιοάβ Σαμίρ ίσως σε κάνει να αλλαξοπιστήσεις. Ότι πιο διασκεδαστικό είδαμε στο Φεστιβάλ, αυτό το σβέλτο ντοκιμαντέρ συστήνει τον Ραέλ (παλιότερα γνωστό ως Κλοντ Βοριλόν) και τον Ραελισμό – τη θρησκεία που ίδρυσε ως ο «τελευταίος προφήτης» της, μετά τη συνάντησή του με πεφωτισμένους (sic) εξωγήινους στα βουνά της ιδιαίτερης πατρίδας του! Σαφώς πιο άκακος από τη Σαηεντολογία και με μικρότερο εκτόπισμα στη Δύση από την διεφθαρμένη και τελικά ατυχή Ουτοπία του Μπαγκουάν και της Σίλας του στην καρδιά της Αμερικής, ο Ραελισμός έγινε για μια στιγμή περιβόητος το 2002, όταν ανακοίνωσε (ψευδώς) τη γέννηση του πρώτου ανθρώπινου κλώνου (η κλωνοποίηση, βλέπεις, είναι το υπέρτατο αγαθό της πίστης του). Αξιοσημείωτη είναι η εξάπλωσή του στην Αφρική, όπου αντιπαρατέθηκε έντονα στο ζήτημα της κλειτοριδεκτομής και άνοιξε κλινική (βιτρίνα;) για την αποκατάσταση γυναικών που την έχουν υποστεί. Η ουσία, όμως, είναι αλλού. Αντιπαραβάλλοντας τις συνομιλίες του με τον Ραέλ, την υπεύθυνη δημοσίων σχέσεων – δική του Σίλα, τους οπαδούς και τους πρώην φίλους ή υποστηρικτές του (όχι όμως και τις συζύγους του) με την φιλοσοφική κουβέντα του με τον Ιστορικό Θεολόγο του Πανεπιστημίου Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνια, καθηγητή Ντάνιελ Μπόγιαριν, ο Σαμίρ προλαβαίνει και θέτει όλες τις σωστές ερωτήσεις. Με χιούμορ και αυτοσαρκασμό. Όχι μόνο περί πίστεως και αυταπάτης, αλλά και (εμμέσως πλην σαφώς) περί της ακατανόητης κι όμως… ανίκατε μάχαν γοητείας που μπορεί και ασκεί ακόμα (και στον 21ο αιώνα!) ένα λευκό, straight αρσενικό, όσο… «από το έξω διάστημα» κι αν είναι.

Το εξπρές του μεσονυκτίου

«Καλώς Ήρθατε στην Τσετσενία / Welcome to Chechnya». «Εμείς εδώ δεν έχουμε τοιούτους. Κι αν έχουμε, πολύ ευχαρίστως να σας τους δώσουμε», λέει κάποια στιγμή ο ισχυρός άνδρας της Τσετσενίας και τσιράκι του Πούτιν, Ραμζάν Καντίροφ, σε Αμερικανό δημοσιογράφο που του παίρνει συνέντευξη. Παραφράζω, αλλά καταλαβαίνεις. «Τοιούτοι» είναι τα μέλη της LGBTQ κοινότητας της Τσετσενίας, τους οποίους ο Καντίροφ έχει βαλθεί να εξοντώσει. Αυτό το συγκλονιστικό ντοκιμαντέρ – καθαρός, κινηματογραφικός ακτιβισμός του Ντέιβιντ Φρανς φέρνει στο φως μία ελάχιστα γνωστή στη Δύση ιστορία γενοκτονίας. Και το κάνει στήνοντας υποδειγματικό σασπένς, δανειζόμενος αφενός μηχανισμούς από το αστυνομικό θρίλερ, και αφετέρου (ιδιοφυώς) τεχνικές του deepfake. Αλλοιώνοντας ψηφιακά (ανεπαίσθητα νομίζεις, μέχρι την ανατροπή που ρίχνει το σαγόνι) τα πρόσωπα των θυμάτων αυτής της τραγωδίας για να τα προστατέψει, ουσιαστικά τα κρύβει… σε κοινή θέα. Ότι ακριβώς κάνουν και οι θύτες τους, δηλαδή, αρνούμενοι την αλήθεια και κάθε είδους δικαιοσύνη, «κρυμμένοι» σε κοινή θέα, ώστε να συνεχίσουν να κυβερνούν αδίστακτοι και ατιμώρητοι. Όταν πριν τους τίτλους τέλους μαθαίνεις πόσους κατάφερε να διασώσει το LGBT δίκτυο της Ρωσίας από το 2017 μέχρι το 2019, που βρίσκεται η υπόθεση του Μαξίμ (του μόνου που τόλμησε να μιλήσει δημόσια για τη θηριωδία την οποία βίωσε) και ότι η Κυβέρνηση Τράμπ (τι έκπληξη!) δεν έδωσε άσυλο ούτε σε έναν από αυτούς τους ανθρώπους, συνειδητοποιείς ότι όσοι δεν πρόλαβαν να φύγουν από την Τσετσενία, όπως και όλοι όσοι βιώνουν ανάλογη κακοποίηση ανά τον κόσμο, τώρα, εν μέσω πανδημίας, βρίσκονται παγιδευμένοι στα σπίτια τους. Μαζί με τους θύτες τους. Με τη ζωή τους στη κόψη του ξυραφιού. Εν έτη 2020. Και σκέφτεσαι πως σε τέτοιες, ταραγμένες εποχές, όταν οι ελευθερίες μας δέχονται ασφυκτική πίεση, το «διαφορετικό» (γυναίκες, gay, μαύροι, κίτρινοι, trans…) είναι το πρώτο που υποφέρει.

Το πλοίο της απάτης

Ένας Σκωτσέζος βαρόνος, με όνομα σιδηρόδρομο και… αμερικανική προφορά για να μην ξεχωρίζει, όπως λέει, σαν τη μύγα μες το γάλα, ξεγελά τη μοναξιά του, περιφερόμενος από υπερπολυτελή κρουαζιέρα σε υπερπολυτελή κρουαζιέρα στ’ ανοιχτά του Μαϊάμι. Πιάνει την κουβέντα με όποιον ενδιαφέρεται, καταδέχεται ή είναι υποχρεωμένος ν’ ακούσει την απίθανη ιστορία του: παρέες καλοπροαίρετων συνταξιούχων, ερωτευμένα ζευγαράκια, «πλαστικοποιημένες» σοβιετικές μεγαλοκυρίες, σερβιτόρους, barmen, νοσοκόμες και γιατρούς. Λέει αλήθεια ή ψέματα; Είναι μεγαλομανής ή πλανεμένος; Έχει σημασία; Θα απαλύνει τη μοναξιά ή την ανάγκη του για αποδοχή; «Ο Βασιλιάς της Κρουαζιέρας / King of the Cruise» της Σόφι Ντρος δεν είναι ένα προφανές ή τακτοποιημένο φιλμ. Μελετώντας σιωπηλά, άνευ σχολίων, με ελλειπτική, οικονομημένη αφήγηση, τόσο το κωμικοτραγικό δράμα του βαρόνου, όσο και τον μικρόκοσμο των πλωτών ξενοδοχείων, όπου ζουν και εργάζονται για μεγάλα χρονικά διαστήματα άνθρωποι από κάθε σημείο του πλανήτη (Έλληνας ο καπετάνιος), τα οποία κάποιοι βρίσκουν ζηλευτά και άλλοι απωθητικά, «λέει» πολλά χωρίς να λέει τίποτα. Για την ανθρώπινη φύση, τις προκαταλήψεις μας, όλα όσα συνειδητά ή ασυνείδητα καθορίζουν την όποια ταυτότητά μας και την πάντα φευγαλέα, μόνο στιγμιαία ευτυχία, που ούτε πωλείται, ούτε αγοράζεται. Και σπάνια γίνεται αντιληπτή.

Το Δίκτυο

«Η Αργή Ενημέρωση / Slow News» του Αλμπέρτο Πουλιάφιτο είναι κινηματογραφικά το λιγότερο ενδιαφέρον φιλμ σε αυτήν την άτυπη λίστα με τα ντοκιμαντέρ που ξεχωρίσαμε από το Διεθνές Διαγωνιστικό. Θεματικά, όμως, του αξίζει δικαιωματικά μία θέση. Πέραν του ότι διαθέτει την πιο ενδελεχή δημοσιογραφική έρευνα, προσφέρει και μία ουσιαστική αχτίδα ελπίδας στην εποχή της bullying… υπερπληροφόρησης που ζούμε. Ο Πουλιάφιτο ταξιδεύει ανά τον κόσμο, συναντά και μας συστήνει τους ανθρώπους που οργανώνονται και αντιπροτείνουν έναν διαφορετικό τρόπο ενημέρωσης, που δεν τρέχει, δεν αγχώνεται και δεν αγχώνει. Και, προπαντός, που δεν λέει ψέματα. Έναν τρόπο που θέλει να θυμίσει στη δημοσιογραφία τον παλιό, ψύχραιμο, μαχητικό εαυτό της, αλλά αναπροσαρμοσμένο στις απαιτήσεις του σήμερα. Τώρα που η ελευθερία του λόγου και (κατά συνέπεια) οι δημοκρατίες μας περνούν τη μεγαλύτερη ίσως κρίση στη νεότερη Ιστορία.

Μην αφήσεις ούτε ίχνος

Μερικοί άνθρωποι δεν είναι φτιαγμένοι γι’ αυτόν τον κόσμο, τον αστικό, πολύβουο και πειραγμένο. Άνθρωποι σαν την ενδεκαμελή οικογένεια Ενάκε που ζουν μέσα στη Φύση και από τη Φύση, στους άγριους – αν και σε απόσταση αναπνοής από την πόλη – τόπους του Φυσικού Δέλτα του Βουκουρεστίου, κυνηγημένοι αρχικά μόνο από τους κοινωνικούς λειτουργούς που ανησυχούν για τις συνθήκες διαβίωσης των παιδιών τους. Όταν, όμως, το «σπίτι» τους κηρυχθεί Εθνικό Πάρκο, η οικογένεια θα αναγκαστεί να μετακομίσει σε διαμέρισμα στην πόλη και να στείλει τα παιδιά στο σχολείο. Τα μεγαλύτερα πιάνουν και δουλειά κι αρχίζουν να προσαρμόζονται, να ανεξαρτητοποιούνται. Όχι, όμως, και οι γονείς. Ειδικά ο πατέρας. Ξενιτεμένος και μόνος, σ’ ένα τσιμεντένιο «κουτί». Το «Σπίτι μου / Acasa, My Home» κοιτά με ευαίσθητα, άκριτα μάτια αυτούς του ανορθόδοξους, ξεχασμένους θαρρείς από το χρόνο, αληθινούς ανθρώπους. Υποχωρεί, όμως, εύκολα στη μνήμη και το συναίσθημα, αν και ντοκιμαντέρ, σε σύγκριση με δύο ταινίες μυθοπλασίας που προηγήθηκαν και φέρνει άμεσα στο νου, εξαιτίας της σχεδόν πανομοιότυπης θεματικής τους: το «Captain Fantastic» (2016) του Ματ Ρος και (κυρίως) το απέριττο, σχεδόν βουβό κομψοτέχνημα της Ντέμπρα Γκράνικ, «Leave No Trace» (2018).

Τα πάντα ρει

Για το τέλος, αντί για επίλογο, αφήνω εδώ τη «Μουσική των Πραγμάτων» του Μένιου Καραγιάννη. Μία άνευ διαλόγων, πανέμορφη αλληλουχία εικόνων, που (παρ)ακολουθεί υπομονετικά, συνδιαλέγεται και συν-δημιουργεί με έναν ξυλουργό, έναν μουσικό κι έναν φωτογράφο, καθώς συλλέγουν αφές, ήχους και εικόνες. Γιατί, όπως λέει στην αρχή της, «όταν χάνεσαι στην παρούσα στιγμή, υπάρχεις έξω από το χρόνο και τις λέξεις. Είσαι ελεύθερος». Ήταν η πιο διαφορετική πρόταση του προγράμματος: φαινομενικά η λιγότερο μαχητική. Ένας διαφορετικός τρόπος αντίληψης του κόσμου και ο ορισμός του slow cinema. Και, παρόλο που εξακολουθώ να πιστεύω ότι θα έπρεπε να είναι (τουλάχιστον) 20 λεπτά μικρότερη σε διάρκεια, εξακολουθώ να επιστρέφω σε αυτήν. Ίσως γιατί βλέποντάς την μου έλειψε όσο τίποτα… η μεγάλη οθόνη και η σκοτεινή αίθουσα, ο φυσικός τόπος του σινεμά. Εκεί, όπου μία ταινία σαν αυτή μπορεί να σε πιάσει και να σε ταξιδέψει αμαχητί. Εκεί, όπου δε μπορείς παρά να χαθείς στη στιγμή. Εκτός χρόνου, χωρίς λόγια.