FreeCinema

Follow us
20.1219:00

Τι κάνει τους «Τελευταίους Jedi» τόσο καλή ταινία;


Ο Φάνης Κουσουρής αγάπησε το φιλμ του Ράιαν Τζόνσον, ενώ τα διαδικτυακά hate posts (μέχρι και μερικά petitions εξ αλλοδαπής!) αυξάνονται και επιχειρούν να καταστρέψουν την εικόνα ενός από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της περίφημης διαστημικής saga του «Star Wars». Αυτή είναι η άποψή του. ΠΡΟΣΟΧΗ: Ακολουθούν ανούσια (που εξελίσσονται σταδιακά σε βαρβάτα) spoilers!

BASIC SHIT

Τι κάνει τους «Τελευταίους Jedi» μια τόσο καλή ταινία; Σίγουρα όχι το ότι άρεσε (ή όχι) σε «σένα». Άλλωστε, τα χειρότερα σκουπίδια έχουν συνήθως το μεγαλύτερο κοινό, οπότε εύκολα μπορείς να κάνεις τον συσχετισμό πως ό,τι αρέσει σε κάποιον δεν αποτελεί απαραίτητα και (ουσιαστικό) καλλιτεχνικό κριτήριο.

Το σινεμά είναι ένα μικτό είδος τέχνης, το οποίο χρησιμοποιεί εικόνα και ήχο για να πει μια ιστορία. Στο κομμάτι της ιστορίας οφείλει να κάνει κάποια βασικά πράγματα:
α) να παρουσιάσει και να περιγράψει τους χαρακτήρες ώστε να υπάρχει σύνδεση με τον θεατή,
β) να ορίσει το πλαίσιο στο οποίο αυτοί υπάρχουν,
γ) να θέσει τους κανόνες οι οποίοι διέπουν αυτό το πλαίσιο,
δ) να ωθήσει τους χαρακτήρες αυτούς ώστε να βρεθούν σε κίνηση,
ε) να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους και με τον κόσμο τους,
στ) οι χαρακτήρες αυτοί να βιώσουν γεγονότα που έχουν ενδιαφέρον να εξιστορηθούν,
ζ) τα γεγονότα αυτά να έχουν αντίκτυπο στους χαρακτήρες ώστε να τους αλλάξουν με κάποιον τρόπο (ναι, ναι, πάνω-κάτω το «hero’s journey», μπράβο!)

[Λέει ο Mr. Plinkett του RLM για το «Rogue One», πως δεν ικανοποιούσε (σε ένα άλλο τρίπτυχο Сharacters / Story / Emotion) κανένα από αυτά τα πεδία. Είναι ένας καλός οδηγός, τουλάχιστον για το «drama» κομμάτι μιας τέτοιας ταινίας.]

Στο οπτικοακουστικό κομμάτι, μια ταινία οφείλει να αναγνωρίσει όλα αυτά που ενδιαφέρουν και επηρέασαν τον δημιουργό, που υπήρξαν πριν από αυτήν, γιατί οι αληθινά καλές ταινίες κινούνται μπροστά σε μια περίεργη σπειροειδή τροχιά μαζεύοντας κομμάτι(α) από το παρελθόν του κινηματογράφου. Κανένα δημιούργημα δεν υπάρχει στο κενό, γι’ αυτό άλλωστε και έχουν σημασία οι αναφορές, οι οποίες όμως πρέπει να είναι ουσιαστικές, ενταγμένες στην ιστορία. Ιδανικά, δε, να χαρακτηρίζονται από διακειμενικότητα – μια ιδιότυπη συνομιλία με εκείνα τα άλλα έργα τα οποία έπλασαν το μυαλό που πλάθει αυτό το δημιούργημα.

Οι αναφορές και η διακειμενικότητα δεν είναι απλώς κάτι «γαμάτο» για να κάνεις, αλλά παραθέτουν τον θεατή – εκτός από «παρατηρητή των ηρώων και της δράσης» – απέναντι στον δημιουργό. Λαμβάνεις εφόδια για να καταλάβεις τα επιπλέον στρώματα του δημιουργήματος του, να δεις από πού έρχεται, τι τον έχει στιγματίσει. Και δεν μιλάμε, βέβαια, για τον σκηνοθέτη μόνο, αλλά για όλη εκείνη την τεράστια ομάδα ατόμων που στήνουν μια ταινία. Βλέπεις πού στηρίχτηκε ο καθένας, και αν έχεις διάθεση και εκπαιδευμένο μάτι μπορείς να δεις τα patterns πίσω από τη δημιουργία. Τη δημιουργία της δημιουργίας.

Βλέπεις, για παράδειγμα, πώς η σκηνογράφος του «Star Wars» προφανώς έχει δει αρχαίο ελληνικό θέατρο (από το Stanford Theatre) ή πώς οι υπεύθυνοι των κοστουμιών ήθελαν να κάνουν πράξη την πώρωσή τους με τον Μεσαίωνα και να ντύσουν ανάλογα τους ήρωες μιας sci-fantasy saga. Βλέπεις πως ακόμη και το СGI στα «κόκκινα αλάτια» των «Τελευταίων Jedi» είναι χορογραφημένο και ο υπεύθυνος των «μικιμάους» έχει δει πολύ Πίνα Μπάους (δεν το γράφω απλώς επειδή κάνει ομοιοκαταληξία). Από χοροθέατρο επίσης βγαλμένη και η σκηνή με τα πολλαπλά είδωλα της Ρέι να κάνουν ερμηνευτικά τερτίπια βοηθούμενα από τα γραφικά και την τεχνολογία, σε μια σκηνή που είναι ταυτόχρονα χοροθέατρο, αναφορά στην εκπαίδευση του Λουκ και τη σκηνή με τη μάσκα του Βέιντερ, σε πλήρη αναλογία με το ότι είναι εκεί και καλά για να εκπαιδευτεί, αλλά και κάτι ακόμη παραπέρα. Πρέπει να πας σε anime για να βρεις αυτή την πτυχή που αναδεικνύει ο Τζόνσον, και είναι μια ταξικού τύπου σύγκρουση. Στα anime παρουσιάζεται με το trope «Prodigy / Genius from Birth (noble or ability wise)» vs «Simpleton who trains / tries hard».

Η ΤΑΞΙΚΟΤΗΤΑ ΤΩΝ «ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ JEDI»

Ο προερχόμενος από αβανταδόρικο lineage Κάιλο Ρεν εναντίον της ορφανής – «οι γονείς σου είναι ένα τίποτα» – Ρέι. Αυτός που (τελικά) είναι γεννημένος μες στην αβάντα είναι ο δυνάστης, ενώ η επαναστατούσα δύναμη από το τίποτα είναι η αντιεξουσιαστική ισχύς. Σε περίπτωση που το πασιφανές αυτής της πρόθεσης του Τζόνσον δεν σας γίνεται αντιληπτό, ίσως ο Πλανήτης των Καπιταλιστών, οι μαυραγορίτες του πολέμου, οι casin-ιάρηδες, οι ζωοκαταπιεστές, είναι λίγο πιο εύκολο ως δευτερεύον (#wink) μήνυμα, και σίγουρα περνάει και στους νεαρούς ντιζνεϊκούς θεατές. Αν δεν σας φτάνει κι αυτό, ο Τζόνσον σε σημεία το λέει ξεκάθαρα, με όρους Οκτωβριανής Επανάστασης σε κάποια, με όρους Γαλλικής Επανάστασης σε άλλα (αναφορές τύπου lighting the spark at the souls of the people κ.λπ.).

Αν ούτε τότε το έχεις καταλάβει, σκέψου με ποια σκηνή επιλέγει να κλείσει την ταινία, ενώ έχει προσπεράσει δεκαπέντε σκηνές ανυπέρβλητης επικότητας – με κάποια θα μπορούσε να  έχει γράψει το τέλος. Αλλά όχι. Το κάνει με ένα μικρό παιδί – σκλάβο, με ένα δαχτυλίδι των Επαναστατών, να κοιτάει τα άστρα και να κρατάει μια απλή ξύλινη σκούπα σαν «φωτόσπαθο». Ίσως το καλύτερο – σε subtlety μήνυμα – σπάσιμο του «τέταρτου τοίχου» που έχω δει ποτέ τα τελευταία χρόνια, το οποίο με άφησε βουρκωμένο – παρότι βρισκόμουν σε «fuck yeah» mood. Όπως είπα αρχικά, οι καλές ταινίες λένε δυνατές ιστορίες για τους ήρωές τους, αλλά οι καταπληκτικές ταινίες λένε ιστορίες και για τους ήρωες έξω από αυτές.

ΟΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΕΣ

(Βαραίνουν τα spoilers – καλύτερα μην αν δεν!)

Ο Κάιλο Ρεν που είδατε στο «Η Δύναμη Ξυπνάει», ενώ ήταν ένα αδιάφορο πράγμα (πολύ άμπαλος για villain, παιγμένος εντελώς επίπεδα, σε έναν ρόλο που δεν του δίνει κανένα χαρακτηριστικό πλην του bratty Sith), εδώ μετατρέπεται σε έναν πολυδιάστατο ήρωα και όχι κακό. Ναι μεν είναι το αντίπαλο δέος, αλλά δεν τον νιώθεις ως κακό, ως villain. Σε μια ταινία της Disney! Ούτε, όμως, και αυτό το νολανικό ψευτογκρίζο, του σκοτεινού ήρωα ή του vanilla-villain. Προδομένος από τον «καλό» της ιστορίας – προδομένος από τους πάντες, βασικά – δεν είναι απλώς ένας επαναστάτης χωρίς αιτία, και γι’ αυτό απεικονίζεται διαφορετικά (δεν τραβάει τη σκανδάλη ενάντια στη μάνα του, σε μια σκηνή absolution για τη μαλακία του «Episode VII»). Έχει ένα τίμιο τριπλά αφηγηθέν origin story, στο οποίο οποιοσδήποτε βρίσκεται στα συγκαλά του (του Σκάιγουοκερ συμπεριλαμβανομένου) αναγνωρίζει πως, τελικά, αυτός είναι ο ριγμένος.

Η Ρέι επίσης αντιλαμβάνεται ότι αποτελεί – άθελά της – όργανο μιας επανάστασης που, αν και δεν είναι δική της, εμπεριέχει αυτούς που συμπαθεί. Η μεταφορά, από τον ήρωα στο μοντέλο του ήρωα που δεν θέλει να είναι ήρωας, είναι πολύ ώριμη. Ειδικά δεδομένου του ότι σε όλη τη «Star Wars» saga αυτή η θέση ήταν καπαρωμένη αποκλειστικά από τον Χαν.

Οι μεταξύ τους σκηνές όπου φαίνονται να συνομιλούν / επικοινωνούν προσπερνώντας τον νεολογισμό στις «δυνάμεις των Jedi που δεν το κάνουν αυτό!» (χεστήκαμε) είναι άριστα παιγμένες, σκηνοθετημένες, και κάνουν τους δύο αυτούς χαρακτήρες πιο αληθινούς από κάθε άλλη σκηνή (τύπου ο Λουκ βλέπει τους καμένους γονείς του, ή στην πρώτη rage μονομαχία του με τον Βέιντερ). Raw emotionality. (Σημειωτέον, χωρίς ίχνος love story. Η Ρέι είναι η Ρέι, όχι το δυνητικό γκομενάκι του Ρεν ή του Φιν – ή του οποιουδήποτε.)

Σύνδεση, σύνθεση, και μια αίσθηση πως είναι μόνοι τους στο σύμπαν, λοιπόν. Γεγονός που ενώ δεν ισχύει για τη Ρέι, ισχύει για τον Κάιλο Ρεν.

(Super spoiler, όμως, σταμάτα!)

Όταν ο Κάιλο αλλάζει τελικά στάση και αποφασίζει να ξεφύγει από το παλαιωμένο δίπολο καλό vs κακό, που κάνει τον Σνόουκ irrelevant, έχει την εσφαλμένη προσδοκία πως η Ρέι θα τον ακολουθήσει στο όραμά του αυτό, αλλά εκείνη καταλήγει να τον προδίδει. Επειδή έχει το δικό της. Ωστόσο, αυτό δεν μετατρέπει τον Κάιλο σε έναν κάποιο μανιακό κακό με ένα ηλίθιο generic σχέδιο κατάκτησης του Γαλαξία (όπως το πήγαινε ο απλοϊκός και φοβισμένος Τζέι Τζέι Έιμπραμς). Είναι ένας πραγματικά ισχυρός τύπος που στη θέση του (ωωωπ!) ο οποιοσδήποτε ίσως έκανε ακριβώς τις ίδιες επιλογές.

Μονόδρομοι και συγκρουόμενοι ορθολογισμοί. Αν το μυαλό κάποιου δεν συντονίζεται με αυτή την πιο ρεαλιστική πραγματικότητα, ίσως είναι εκπαιδευμένος σε θεμελιακά «ασπρόμαυρους», τεχνητά «σκοτεινούς», gritty χαρακτήρες. Εν μέσω των δύο βασικών χαρακτήρων, ωστόσο, στήνεται ένας καταιγισμός δευτερευόντων ρόλων με ουσία. Ο κυριότερος, τολμώ να πω, είναι εκείνος του Πο. Μου έκανε φοβερή εντύπωση. Πολεμοχαρής τύπος, trigger happy, έτοιμος να τα κάνει όλα πουτάνα. Αυτοί είναι οι τύποι που πάντα λένε σε όλους «έχω ένα σχέδιο», «ξέρω τι γίνεται», «ακούστε με, θα σας σώσω» και, τελικά, δεν έχουν δίκιο. Μιλάμε για σπάσιμο τρελού στερεοτύπου.

Όχι απλώς δεν έχει δίκιο αλλά και η στημένη για «loser» Λόρα Ντερν τελικά «σώζει τη μέρα» πέραν κάθε προσδοκίας (ενώ ο Πo «λούζει» για δεύτερη φορά) και φυσικά κλείνει το arc της με μια από τις πιο εντυπωσιακά φτιαγμένες σκηνές sci-fi που έχω παρακολουθήσει ποτέ, σε μια ιδέα που ομολογουμένως έχω ξαναδεί, αλλά εδώ δεν έχει τόσο σημασία η πρωτοτυπία όσο η εκτέλεση. Πρώτον, τουλάχιστον είναι original εντός της saga, και δεύτερον, είναι τόσο σωστά φτιαγμένη που είναι εντυπωσιακό – και το «εντυπωσιακό» δεν είναι εύκολο κατόρθωμα σήμερα. Δεν θα τη χαλάσω περιγράφοντάς την. Αλλά περιμένω να βγει σε Blu-Ray η ταινία, να τη δω όσες φορές χρειάζομαι να την (ξανα)δώ. Δηλαδή, πολλές.

Επιστρέφοντας στον Πο, βλέπουμε πως εκτός από τους κυρίως ήρωες (Ρέι, Κάιλο, Λουκ), βιώνει και αυτός το hero journey του και βγαίνει αλλαγμένος, ώστε να καταφέρει τελικά να καταλάβει το σχέδιο του Λουκ. Εν ολίγοις, δεν είναι ανούσια όλα αυτά, ρε παιδί μου. Δεν γίνονται για το τίποτα. Έχουν αντίκτυπο. Και αυτό προσθέτει και στο πώς αντιλαμβάνεται κανείς την ιστορία, αλλά και τους χαρακτήρες. Δεν είναι απλώς ανθρωπάκια που κινούνται στο πανί. Δεν είναι απλώς εκρήξεις και φωτόσπαθα.

Έπειτα είναι και ο Λουκ. Αχ! Ο Λουκ! Ο τύπος δεν έχει ξαναπαίξει έτσι, ποτέ. Ο ρόλος είναι φυσικά πολύ βαθύτερος απ’ οτιδήποτε άλλο είχε κάνει στο «Star Wars» και γι’ αυτό ίσως έχει το πιο φορτωμένο με comic reliefs arc. Δεν είναι πια ήρωας. Τουναντίον. Δημιουργεί τον «κακό» και αρνείται να «φτιάξει» την καλή – ευτυχώς. Αλλά στην πορεία του μέσα στην τζενταϊκατάθλιψη από την οποία πάσχει, βρίσκει μια νέα πορεία. Το καταπληκτικό είναι πως σε αυτή την ταινία ο Λουκ περνάει τους Jedi από «θρησκεία / δίδαγμα / Δύναμη» (τον Ιουδαϊσμό – Jedai / Judai) στις ανατολικές «αθεϊκές» θρησκείες όπως ο Βουδισμός. Στην ολοκλήρωσή του θυμίζει Nirvana / Kundalini, ενώ κάθεται στην αιωρούμενη Στάση του Λωτού με φόντο τους δύο ήλιους (ανατριχίλες κι εκεί).

Το απίστευτο σε όλο αυτό (πάλι με καλό comic relief) είναι πως ο Master Yoda (Judah) σκάει σαν Master Nietzsche και σε μια σκηνή σκοτώνει τον Θεό ή τουλάχιστον τις ανθρώπινες αποτυπώσεις του (παύλα της Δύναμης) στα καμπαλιστικού τύπου βιβλία του Τάγματος. «Page turners are not».

Ο Τζάνιτορ και η Καθαρίστρια, εκτός του ότι είναι άλλο ένα against the Praetors arc, κονταροχτυπιούνται μέσα στο άνδρο των καπιταλιστών, οπλοπωλών, τραπεζιτών και καζινιάρηδων, ενώ δεν λείπει και ο Μπενισιο ο Λαδέμπορας που σε twist του twist είναι απλώς… αρχίδι. Και τέλος ο Ναύαρχος Τζίντζερ, ο οποίος (θα μπορούσε να) είναι ο Υπολοχαγός κάθε κακού ever, σε κάθε sci-fi ή fantasy, με την υπερτονισμένη του προφορά, τις εξωφρενικά πλαστικές εκφράσεις προσώπου κ.λπ. Ναι. Είναι χιουμοριστικό, είναι αναφορά, είναι trope satire.

«ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΙ JEDI» vs SCI-FI

Α, και μιας και είπα για trope satire, πάει σύννεφο και καλά κάνει. Η ταινία όχι απλώς σατιρίζει τα άπειρα failures των προηγούμενων επεισοδίων του franchise, αλλά και τις κοινοτοπίες των sci-fi εν γένει. Άλλα γίνονται υπό τη μορφή αναφορών, άλλα με υπερβολές, άλλα με lampshading. Η σκηνή όπου καταδιώκουν το Falcon μαζί με κάποια άλλα σκάφη των Ρέμπελων, και όλα τα Tie Fighters που το κυνηγούν στρίβουν όπως εκείνο, λέγοντας «Α, πρέπει στ’ αλήθεια να μισούν αυτό το σκάφος, το ακολουθούνε… [παύση] όλοι», ήταν από τα σημεία όπου γέλασα δυνατά. Ακόμη και το σκηνικό με το mothership που κυνηγάνε και πυροβολάνε τις ασπίδες από πίσω, είναι ένα κλείσιμο ματιού στο κλασικό trope «shields at 40%!» που είναι nonsensical (εφόσον οι ασπίδες ακόμη υπάρχουν, ακόμη προστατεύουν, άρα είναι 100% ασπίδες, πώς ακριβώς μετριέται ένα gradual ασπιδοπεδίο;), αλλά είναι και μια σύμβαση τόσο χωνεμένη που φαντάζει normalité.

Η sci-fi αναφορικότητα, άλλοτε με διάθεση σατιρική άλλοτε ως διακειμενικότητα σε τεράστιες ταινίες επιστημονικής φαντασίας, είναι έκδηλη σχεδόν κάθε σε δεύτερη σκηνή. Αλλά η ταινία δεν σταματάει εκεί. Η επική σκηνή μάχης με τους κόκκινους μεσαιωνικούς Power Rangers, ο καθένας με το δικό του elite οπλάκι (στο πλαίσιο του φωτόσπαθου εμφανίζονται… φωτοτσέκουρο, φωτομπάλα, φωτοκλομπάκια και φωτοακόντιο), είναι πραγματικά το κάτι άλλο. Αλλά ούτε εκεί σταματάει. Η ταινία έχει αναφορές και στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, τόσο στην αρχική σκηνή με το βομβαρδιστικό, όσο και στις τελικές σκηνές στον πλανήτη διαφυγής (στα barracks κι ύστερα στα προσχώματα και τα παραπήγματα).

ΚΑΛΩΣ Ή ΚΑΚΩΣ, ΕΙΝΑΙ ΑΚΟΜΗ «STAR WARS»

Φυσικά, η ταινία έχει αρκετό slapshit (sic) χιούμορ (βολεύει επειδή είναι χωρίς ηλικία το slapstick), αλλά έχει και αρκετό ενήλικο και έξυπνο χιούμορ. Μου φαίνεται περίεργο που ξενέρωσε κόσμος με το κομμάτι του χιούμορ που προοριζόταν εμφανώς για τα (το πολύ) 15χρονα που θα το δούνε, αλλά γούσταρε (και) το 18+ χιούμορ με τα dickpunches & dickjokes του «Deadpool» (ας πούμε). Η αναλογία (kid stuff vs adult stuff) ήταν ανεκτή, και αν το χιούμορ ήταν μόνο σε αναφορικότητες και εξυπνάδες ή «μεγαλίστικα» αστεία, θα γινόταν υπερβολικά έξυπνη για το κοινό της (που μάλλον ήταν, ήδη).

Επίσης υπήρχαν τα αναμενόμενα сritters και CGI για να πουλήσουν παιχνίδια και κουκλάκια. Ωστόσο, κανένα δεν έχει κεντρικό ρόλο στην ιστορία (ούτε κατά διάνοια μην περιμένετε άλλον Τζαρ Τζαρ Μπινκς – blurgh!). Εδώ τα κουτσούνια ήταν footnotes. Επίσης, πείτε ό,τι θέλετε αλλά οι сrystal ice foxes ήταν cute bombs και ακόμη και αυτές είχαν μια σημασία / συνεισφορά τελικά, δεν ήταν όμορφα αξεσουάρ – παιχνιδοπωλητές.

Υπήρχε ακόμη και fan service για τους νεοσπασίκλες της συμφοράς (ναι, εσένα λέω, νεοσπασικλά του επάρατου fandom), που ήταν λιτό, ακριβές και συνήθως καλόγουστο. Είχε το κλασικό gag με τον πορτοκαλοπιλότο που πεθαίνει σε tribute του «they came from behind» (είπε κάτι τύπου «they surround me!»). Είχε την κλασική αναφορά στο Falcon ως junk, δύο φορές. Είχε το κλασικό «δεν καταλαβαίνουμε τι λέει ο Τσούι». Είχε όλα αυτά τα στερεότυπα, αλλά τα έκανε σωστά, με καλό timing και τόσο γρήγορα που ήταν «όποιος το ‘πιασε το ‘πιασε», όχι «αχ, να, να, κοίτα τι κάναμε εδώ. Το ‘πιασεεες; Αχ, είσαι τόσο έξυπνος που το ‘πιασεεες!». Εσωτερικής κατανάλωσης, βέβαια, δεν προσέδιδαν τίποτε παραπάνω από fan service, άντε και ένα acknowledgement της ιστορίας της ίδιας της saga.

Τελικά, οι «Τελευταίοι Jedi» ίσως είναι εκείνο το «Star Wars» που μέσα μου ξεπέρασε το «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται». Για κάποιους που τοποθετούνται έξω από το fandom του όλου franchise, τολμά κανείς να ισχυριστεί πως είναι μια πολύ καλή sci-fi ταινία. Ή ακόμη και μια πολύ καλή ταινία… τελεία.