FreeCinema

Follow us

«Never Wipe Tears Without Gloves». It hurts.


H μάστιγα του AIDS έγινε αισθητή και διακριτή δια γυμνού οφθαλμού κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ακριβώς τη στιγμή που με δειλά, διστακτικά βήματα οι gay έβγαιναν από την ντουλάπα και πιο οργανωμένοι και οχυρωμένοι άρχισαν να αναπνέουν περισσότερο ελεύθερα τη σεξουαλική τους αυτοδιάθεση. Στην καρδιά αυτής της εποχής, στη Στοκχόλμη, τρυπώνει μια έξοχη σουηδική μίνι σειρά, υπενθυμίζοντάς μας ότι o ιός είναι ακόμη εδώ και μας αφορά όλους.

Το «Never Wipe Tears Without Gloves» (Torka Aldrig Tårar Utan Handskar) ολοκληρώθηκε πριν από λίγες εβδομάδες από το δίκτυο STV και αποδείχτηκε μία από τις μεγαλύτερες εμπορικές επιτυχίες της σουηδικής τηλεόρασης, με μέσο όρο 1.200.000 θεατές ανά επεισόδιο (δηλαδή 1 στους 8 ανθρώπους του τηλεοπτικού κοινού της χώρας), αλλά και καταπληκτικές κριτικές στον Τύπο. Όπως μαθαίνουμε, πρόκειται να μεταφερθεί στον κινηματογράφο και το BBC, ανάμεσα σε άλλα δίκτυα, έχει εκδηλώσει ενδιαφέρον να συμμετάσχει. Το βιβλίο και το σενάριο της μίνι σειράς υπογράφει ένας από τους σημαντικότερους και πολυσχιδείς καλλιτέχνες της Σουηδίας, ο Γιόνας Γκαρντέλ, o οποίος είναι συγγραφέας, σεναριογράφος, θεατρικός συγγραφέας και stand up comedian.

Ένα σημαδεμένο, πληγωμένο κορμί που κείται σε ένα απομονωμένο, λευκό δωμάτιο νοσοκομείου ανοίγει τα πρώτα πλάνα της σειράς. Βρίσκεται στο έλεος των χεριών των άλλων, γιατί δεν αυτοεξυπηρετείται. Υποβαστάζεται για να αντέξει τις τελευταίες οδυνηρές ώρες σε τούτη τη ζωή. Στην αρχή, λοιπόν, βρίσκεσαι στο τέλος. Ο Ράσμους είναι ένα παιδί από την επαρχία που στα δεκαεννιά του φτάνει η ποθητή στιγμή να φύγει από την πνιγηρή, συντηρητική του πόλη και τους γονείς του και να πετάξει στη Στοκχόλμη για να βρει τον εαυτό του: αυτόν που ποθεί τα αγόρια, μια επίγνωση που είχε από τότε που ήταν παιδί, όταν οι ξέγνοιαστοι περίπατοι στο δάσος με τον πατέρα του δεν ήταν παρά ένα φλερτ με τη φύση, ένα άλλο ερωτικό άγγιγμα από έναν άνθρωπο του ίδιου φύλου. Στην πρωτεύουσα, βρίσκει τους ανθρώπους που του ταιριάζουν, κάνει φίλους αυτούς που είναι προσανατολισμένοι όμοια με εκείνον, επιτέλους, μπορεί να γευτεί το σεξ που ζούσε μόνο στα όνειρά του – μόνο που η στέρηση και ο ασίγαστος πόθος, αρχικά αλλά μοιραία, φιμώνουν την αυτοπροστασία του και τον παραδίδουν ανεξέλεγκτα στον έρωτα. Ώσπου, γνωρίζει τον Μπένγιαμιν. Και ζουν μια μεγάλη αγάπη σαν κι αυτήν που κατοικεί στο μίσχο του πιο αλλοπαρμένου παραμυθιού.

Στο contrast αυτής της αγάπης, προβάλλει μια εποχή άγαρμπη και άχαρη, είναι η μετά τα «Παιδιά των Λουλουδιών» περίοδος, κατά την οποία σκάει, πια, από το αβγό της η σεξουαλική προτίμηση των gay και αποπειράται να βρει τη θέση της στην κοινωνία. Ο Χάρβεϊ Μιλκ έχει δολοφονηθεί λίγα χρόνια πριν και ο απόηχος της μεγάλης προσφοράς του έχει φτάσει και στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτού του contrast και η οικογένεια, το κύτταρο της κοινωνίας, το οποίο ευλογούμε αλλά και καταριόμαστε. Οι γονείς του Ράσμους δεν έχουν ιδέα για τον κόσμο του παιδιού τους, γιατί δε θέλουν να έχουν, κάνοντας ακριβώς αυτό που δημιουργεί το πρόβλημα: το να μη μιλάνε και να παριστάνουν ότι η ομοφυλοφιλία είναι ανύπαρκτη, διαβάζοντας απλά στις εφημερίδες ότι πέθανε ο ένας και ο άλλος gay από AIDS (γιατί αυτό πρώτα χτύπησε την gay κοινότητα), λες και πρόκειται για μια ασθένεια που αφορά εξωγήινους και ποτέ δεν πρόκειται να φτάσει στη δική τους πόρτα.

Και οι γονείς του Μπένγιαμιν, ένα μήκος κύματος παραπέρα, ως μάρτυρες του Ιεχωβά, ζουν στο δικό τους αποστειρωμένο σύμπαν, όπου οι συντεταγμένες της ιδεολογίας τους και της θρησκευτικής τους αλλοτρίωσης συνοψίζονται σε λόγια που εκστόμισε παπάς και προβάλλουν σε τίτλο εφημερίδας: «Ευτυχώς που οι gay πεθαίνουν από AIDS», μια βαθιά βάρβαρη και απάνθρωπη πρόταση, υπό την εξουσία που παίρνουν αυθαίρετα κάποιοι επικαλούμενοι την θρησκεία και τον Θεό. Γιατί ο Θεός ίσως είναι ο βαρβαρότερος με την ίδια, ακατανόητη απονομή δικαιοσύνης που τον διακρίνει, αλλά καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι κάνει τέτοιου είδους διακρίσεις. Εντέλει, είναι απολύτως συγκινητικό πως στο νεκρικό κρεβάτι του Ράσμους θα σταθούν οι γονείς, γιατί πονάνε και σίγουρα αγαπάνε, μπορεί εγωιστικά, μπορεί με τα δικά τους μέτρα και σταθμά, μπορεί με εσωστρέφεια – αλλά αγαπάνε και θρηνούν το υπέρτατο της ζωής τους.

Ο Μπένγιαμιν μιλάει σε πρώτο πρόσωπο εδώ. Μιλάει για τον Ράσμους και τους αγαπημένους φίλους τους πιο πολύ από ό,τι για τον εαυτό του, σε ένα σενάριο – κέντημα, που τα σούρτα φέρτα του στο χρόνο γίνονται συνειρμικά, κρυστάλλινα, απόλυτα κατανοητά, με όλα τα subplots να εξελίσσονται για να καταλήξουν στην αρχή, δηλαδή το τέλος. Ο Μπένγιαμιν είναι καταδικασμένος / ευλογημένος να ζήσει ως το σήμερα, σα μοναδικός μάρτυρας μιας εποχής, μιας παρέας, μιας σχέσης που η ασθένεια του AIDS χτύπησε ανελέητα: η αθωότητα, η ομορφιά, η αγνότητα ήταν τα πρώτα θύματά της. Χτύπησε στην καρδιά. Χτύπησε τους ανθρώπους που παραδόθηκαν, τότε, στον έρωτα δίχως όρους, δίχως, δυστυχώς, να προστατεύσουν τη ζωή τους. «It was them that loved the most. It was them that the frost took», ακούγεται στο κλείσιμο. Βαθιά άδικη η απώλεια, όσο κι αν, συναισθηματικά, το θύμα έχει το δίκιο, το θύμα χαράζει την ανάμνηση, εις τους αιώνας των αιώνων.