FreeCinema

Follow us

Πολλάκις, τα άνωθεν χαρακτηριστικά δεν τα αντιλαμβάνεται ορθώς ένας αναγνώστης, όμως αυτό δεν αποτελεί και έγκλημα. Ενίοτε, αυτό συμβαίνει ακόμη και με συναδέλφους μου! Γι’ αυτό είμαστε εδώ, λοιπόν, για να εξηγούμαι και κατόπιν να το κουβεντιάζουμε… ελεύθερα.

Τις προάλλες παρακολούθησα τον «Ιρλανδό» του Μάρτιν Σκορσέζε. Διαρκεί 3 ώρες και 29 λεπτά. Υπέφερα. Το γιατί θα το αναπτύξω την ερχόμενη εβδομάδα, με την κριτική του φιλμ. Βγήκα από την αίθουσα ακούγοντας τις προφανείς τυμπανοκρουσίες τύπου «τι αριστούργημα ήταν αυτό» και τα λοιπά. Και θύμωσα ακόμη περισσότερο. Η ταινία δεν πλησιάζει ούτε κατά διάνοια τα «Καλά Παιδιά» (1990)! Είναι κατώτερη κι από το «Casino» (1995) ακόμη! Εάν, λοιπόν, «Ο Ιρλανδός» είναι ένα «αριστούργημα», το οποίο η κριτική θα φορτώσει με όσα «αστεράκια» βρει μπροστά της, τα προαναφερθέντα φιλμ (και ειδικά το πρώτο) σε τι ανάγονται; Σε «υπεραριστουργήματα», τα οποία μπορούν να διεκδικούν και… ντουζίνες από «αστεράκια» αξιολόγησης; Τα παραδείγματα των δύο συγκεκριμένων φιλμ σε σχέση σύγκρισης με τον «Ιρλανδό» δεν είναι τυχαία. Η θεματολογία τους είναι κοινή, συνθέτουν μία «τοιχογραφία» του κόσμου της παρανομίας, με τον τρόπο (και την εξαιρετική τεχνική) του Σκορσέζε. Επίσης, (κάπως) ταιριάζουν και σε διάρκεια. Τα σχεδόν αριστουργηματικά (όντως) «Καλά Παιδιά» διαρκούν 2 ώρες και 26 λεπτά. Και θα τα ξανάβλεπα άνετα, οποιαδήποτε στιγμή, χωρίς να… υποφέρω. Το «Casino» είναι μία καλή ταινία (όχι ακριβώς σπουδαία, όταν το συγκρίνεις με τα «Καλά Παιδιά»). Διαρκεί 2 ώρες και 58 λεπτά. Δεν είχα… υποφέρει όταν το παρακολούθησα για πρώτη φορά, αλλά δεν θα επέστρεφα σε αυτό ανά πάσα στιγμή. Τώρα, με τον «Ιρλανδό», όχι δεύτερη φορά, μέχρι που να τον ξεχάσω θέλω! Αλλά με το που βγουν και οι ελληνικές κριτικές για το φιλμ, όλοι θα ωρύονται περί «αριστουργήματος». Και θα πέσουν τόνοι «αστεριών». Διότι… έχει χαθεί η μπάλα.

Σε κάθε τομέα της ζωής, έχουμε μετατραπεί σε έναν αμνησιακό όχλο που σχεδόν διαγράφει τη σημασία της σύγκρισης, την ύπαρξη του παρελθόντος, ακόμη και την ίδια την Ιστορία. «Ανώδυνα» και «όμορφα», καταναλώνουμε τα πάντα δίχως ιδιαίτερες αντιστάσεις, διαμαρτυρία ή βάθος σκέψης, με λήξη «επικαιρότητας» δύο-τρεις μέρες, συνήθως. Και πάμε γι’ άλλα…

Εξωκινηματογραφικό σχόλιο επικαιρότητας. Χθες είδα κι εγώ το σκίτσο του Χαντζόπουλου με το «αναρχικό» τανκ που κατευθύνεται προς τους θωρακισμένους αστυνομικούς, οι οποίοι… προστατεύουν το Πολυτεχνείο! Έπαθα σοκ. Το μνημονικό έφερε μπροστά μου την πραγματική εικόνα του 1973, με τα τανκ που μπήκαν στο Πολυτεχνείο. Σκοτώθηκαν άνθρωποι το ’73. Κάνοντας τη σύγκριση μεταξύ ρεαλιστικού, ιστορικού γεγονότος και «χιουμοριστικής» διαστρέβλωσης αυτού για ιδεολογικές σκοπιμότητες του σήμερα, μου σηκώθηκε η τρίχα, το στομάχι μου ανακατεύτηκε. Σε τι εποχή ζούμε;

Επιστρέφοντας στο φιλμικό σύμπαν, οι συγκρίσεις για μένα είναι απαραίτητες. Εάν μιλάμε για σκηνοθέτη με όγκο φιλμογραφίας, πρέπει να τοποθετούμε αξιολογικά το κάθε νέο του φιλμ σε σχέση με προηγούμενες δουλειές του. Το «Πόνος και Δόξα» δεν είναι αριστούργημα, διότι ο Πέδρο Αλμοδόβαρ έχει σκηνοθετήσει απείρως καλύτερες ταινίες. Εάν το δούμε κάπως πιο «ελαστικά», αδικούμε κατάφωρα όλα εκείνα τα έργα που τον ανέδειξαν σε σπουδαίο δημιουργό. Ο Γούντι Άλεν έχει να γυρίσει ταινιάρα από τη δεκαετία του ’90! Εάν κολακεύουμε τις… «ανακυκλωμένες» μετριότητες που σκηνοθέτησε (και έγραψε) από το «Match Point» (2005) κι ύστερα, είναι σαν να δείχνουμε λύπηση και οίκτο απέναντι σε έναν γεράκο. Σε όλο αυτό, ουσιαστικό κακό κάνει (και) η ύπαρξη των «αστεριών» αξιολόγησης. Όταν ο κριτικός «δουλεύει» προς όφελος της κινηματογραφικής διανομής και των όποιων ανταλλαγμάτων από αυτήν, μη λαμβάνοντας υπόψη και το μέτρο σύγκρισης, το κοινό βρίσκεται απέναντι σε έναν αδιανόητο ορυμαγδό από «τετράστερα» και «πεντάστερα» τα οποία δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, με αποτέλεσμα να απαξιώνεται και η σημασία της κριτικής. Έτσι, σταδιακά, ο (απογοητευμένος) θεατής θα σταματήσει να διαβάζει κριτικές και θα σταματήσει να πηγαίνει συχνά και στα σινεμά. Είμαστε όλοι χαμένοι έτσι.

Τελευταία σχετική παρατήρηση. Πέραν των περιπτώσεων της σύγκρισης έργων της φιλμογραφίας του ίδιου σκηνοθέτη, καλό είναι να συγκρίνουμε μεταξύ τους τις ταινίες στο είδος τους. Όπως συνηθίζω να λέω αστειευόμενος, άλλο μπανάνα και άλλο αγγούρι. Θα συγκρίνω ένα φιλμ τρόμου με ένα άλλο φιλμ που ανήκει στο ίδιο genre, δεν θα το συγκρίνω με το… «Μία Ελληνίδα στο Χαρέμι»! Και εδώ, φυσικά, τα «αστεράκια» έχουν προκαλέσει το μέγιστο κακό. Έρχεται ο αναγνώστης και σε ρωτάει, γιατί έβαλες περισσότερα «αστεράκια» σε ένα «Fast & Furious» από αυτά που έβαλες σ’ ένα… art-house φιλμ κάργα κριτικής αποδοχής; Εκεί σηκώνω τα χέρια ψηλά. Και εγώ και η επιστήμη. Εκεί, η μπάλα έχει χαθεί έτη φωτός μακριά…

TAGS: