FreeCinema

Follow us
14.1019:00

Φεστιβάλ Λονδίνου: Περιμένοντας έναν… «Ιρλανδό»!


Η δεύτερη και τελευταία εβδομάδα του Φεστιβάλ Λονδίνου σαφώς και δεν απογοήτευσε, με μεγάλες πρεμιέρες και φρέσκιες προτάσεις, αν και τα μάτια (και οι προσδοκίες) όλων στρέφονταν στην ταινία λήξης, τον… ογκόλιθο του Μάρτιν Σκορσέζε, «Ο Ιρλανδός».

Για το καλλιτεχνικό κατόρθωμα του Σκορσέζε και του εξίσου θρυλικού καστ πρωταγωνιστών του, οι περισσότεροι εκ των οποίων παρέστησαν στη διεθνή πρεμιέρα της ταινίας που αποτέλεσε και την επίσημη λήξη του 63ου Φεστιβάλ Λονδίνου, θα τα πούμε αναλυτικά σε προσεχές κείμενο. Για την ώρα, ας μιλήσουμε για τις άλλες σημαντικές κινηματογραφικές στιγμές της δεύτερης εβδομάδας, που συνδύασε έξοχα την καθαρή ψυχαγωγία την οποία μπορεί να προσφέρει η μεγάλη οθόνη, με τα μικρά διαμαντάκια που πάντα βρίσκεις σε μία προσεγμένη κινηματογραφική διοργάνωση.

Στην πρώτη κατηγορία, το «Στα Μαχαίρια» (φωτό) του Ράιαν Τζόνσον («Looper», «Brick»), η ταινία που διαδραματίζεται στο σήμερα αλλά έχει ως βασικό σκηνικό και πλοκή την ατμόσφαιρα της χρυσής εποχής των ιστοριών μυστηρίου, διαθέτει ένα αξιοζήλευτο καστ (Ντάνιελ Κρεγκ, Τζέιμι Λι Κέρτις, Κρις Έβανς, Τόνι Κολέτ, Μάικλ Σάνον, Κρίστοφερ Πλάμερ, Ντον Τζόνσον και τη νεαρή Άνα ντε Άρμας στον πιο κεντρικό ρόλο) και ένα σενάριο του ίδιου του Τζόνσον που θα έκανε υπερήφανη την Άγκαθα Κρίστι! Με έξοχο συνδυασμό μαύρου και slapstick χιούμορ, και μια καλογραμμένη, πανέξυπνη υπόθεση που όσο και να νομίζεις πως ξεδιάλυνες, σε βρίσκει συνεχώς… λάθος, η ταινία αποτέλεσε δίκαια (και προβλέψιμα) μία από τις πιο δημοφιλείς και ειλικρινά ψυχαγωγικές του φεστιβάλ. Ψυχαγωγία με αδρεναλίνη προσέφερε πλουσιοπάροχα και το «Ford v Ferrari» (το οποίο στο Ηνωμένο Βασίλειο και σε κάποιες άλλες περιοχές θα διανεμηθεί ως «Le Mans66») του Τζέιμς Μάνγκολντ, με τους Ματ Ντέιμον και Κρίστιαν Μπέιλ να αγωνίζονται για την κατάκτηση της κορυφής δουλεύοντας για τη Ford, ενάντια στην (έως τότε) προσωποποίηση της αυτοκινητιστικής τελειότητας, την ιταλική Ferrari. Οι δύο πρωταγωνιστές δίνουν υπέροχες ερμηνείες (ιδιαίτερα ο Μπέιλ, που έχει και τον πιο «αβανταδόρικο» ερμηνευτικά ρόλο) και, παρόλο που ως σύνολο (σεναριακά και σκηνοθετικά) το φιλμ παραείναι «παραδοσιακό» (ισορροπώντας επικίνδυνα με το «παλιομοδίτικο»), χωρίς να φτάνει ποτέ στα καλλιτεχνικά ύψη τού με παρόμοιο θέμα «Rush», οι σκηνές οδήγησης ανεβάζουν επιτυχημένα την αδρεναλίνη και η χημεία του διδύμου των stars είναι πραγματική απόλαυση. Κατά τα άλλα, η Κίρα Νάιτλι διέρρευσε άκρως εμπιστευτικά ντοκουμέντα για την ανάμειξη του Ηνωμένου Βασιλείου στον πόλεμο του Ιράκ στο βασισμένο σε αληθινή ιστορία πολιτικό θρίλερ «Official Secrets», το πολυβραβευμένο ζευγάρι του «Η Θεωρία των Πάντων», Έντι Ρέντμεϊν και Φελίσιτι Τζόουνς, ξανασυναντήθηκε (και ξαναερωτεύτηκε κινηματογραφικά) στη βικτωριανής αισθηματικής περιπέτεια  «The Aeronauts» του Τομ Χάρπερ, με εντυπωσιακά πλάνα και οπτικά εφέ που βάζουν τον θεατή «μέσα» στο αερόστατο των δύο τολμηρών επιστημόνων, ενώ ο Μάικλ Γουίντερμποτομ συνεργάστηκε για ακόμη μια φορά με τον Στιβ Κούγκαν, πηγαίνοντας σ’ ένα παρακμιακό party στη Μύκονο, στη φιλόδοξη πολιτικο-κοινωνική σάτιρα «Greed», μία σχεδόν θυμωμένη κριτική της σημερινής κοινωνικής ανισότητας και της αρνητικής επιρροής του ακραίου καπιταλισμού.

Ωστόσο, αν μιλάμε για «ψυχαγωγία» με την ουσιαστική έννοια της λέξης, δεν γίνεται να μη σταθούμε λίγο και στην πολυαναμενόμενη επιστροφή της Μαριέλ Χέλερ, σκηνοθέτιδος του περσινού και λατρεμένου «Θα Μπορούσες Ποτέ να με Συγχωρέσεις;», με το «A Beautiful Day in the Neighborhood». Βασισμένο σε ένα άρθρο του δημοσιογράφου Τομ Τζούνοντ στο περιοδικό Esquire, το 1998, καθώς και σε γνωστά βιογραφικά στοιχεία τού τηλεοπτικού θρύλου στις ΗΠΑ Φρεντ Ρότζερς, η ταινία αποτελεί ένα υπέροχα συγκινητικό συναισθηματικό ταξίδι του Τζούνοντ, του δημοσιογράφου με την «κακή» φήμη τού δύσκολου και δύσθυμου συνεργάτη, ο οποίος έκρυβε μέσα του δεκαετίες θυμού και ανείπωτων αισθημάτων (ιδιαίτερα ενάντια στον αποξενωμένο πατέρα του), καθώς καλείται να γράψει ένα σύντομο προφίλ για τον Mr. Rogers, ίσως τον πιο συμπαθή παρουσιαστή παιδικού προγράμματος στα χρονικά της αμερικανικής TV. Καθώς ο Τζούνοντ αναλαμβάνει απρόθυμα τη δουλειά, επιχειρεί αρχικά να «ξεσκεπάσει» τη σχεδόν αγιοποιημένη εικόνα του Φρεντ Ρότζερς, όμως σύντομα αισθάνεται την άμεση επιρροή αυτού του ιδιόρρυθμου ανθρώπου στη ζωή και την ψυχοσύνθεσή του. Ο Μάθιου Ρις δίνει μια ειλικρινή και πολυεπίπεδη ερμηνεία ως Τομ Τζούνοντ, ενώ δεν θα μπορούσε να υπάρξει πιο ιδανικό casting από τον Τομ Χανκς, το «καλύτερο παιδί» του Χόλιγουντ, για τον ρόλο του Ρότζερς, καθώς γίνεται άμεσα πιστευτός και (αναπόφευκτα) αβάσταχτα συμπαθής στη χαμηλότονη, μα τόσο ευαίσθητη ερμηνεία του. Η ίδια η ταινία δεν φτάνει ποτέ τα σύνθετα υψηλά επίπεδα της προηγούμενης δουλειάς της Χέλερ, ωστόσο συγκινεί ειλικρινά και σε αφήνει με ένα αυθεντικό χαμόγελο, δίχως να χωρούν κυνισμοί μετά το τέλος της προβολής.

Στη δεύτερη κατηγορία, των «μικρών διαμαντιών», βάζουμε πρωτίστως το λυρικό δράμα «The Last Black Man in San Francisco», ένα έξοχο σκηνοθετικό ντεμπούτο από τον Τζο Τάλμποτ, σε σενάριο του ίδιου και του πρωταγωνιστή της ταινίας, Τζίμι Φέιλς. Ο Φέιλς κρατά το αληθινό του όνομα και τον βασικό ρόλο σε μια ιστορία για τις οικογενειακές ρίζες, την αλλοίωση της Ιστορίας και την αγάπη για την αρχιτεκτονική, υποδυόμενος έναν μαύρο νεαρό με στωική, ήπια συμπεριφορά, ο οποίος βάζει ως μοναδικό στόχο της ζωής του να αγοράσει και να ανακαινίσει στην παλιά του αίγλη ένα πανέμορφο σπίτι που ανήκε στην οικογένειά του (και πιστεύει πως έχτισε ο παππούς του μεταπολεμικά) στο κεντρικό Σαν Φρανσίσκο, πριν απ’ την περιθωριοποίηση των έγχρωμων κατοίκων σε φτωχότερες γειτονιές. Θυμίζοντας την ποιητική, χαμηλότονη κινηματογράφηση του «Moonlight», αλλά με ακόμη πιο… sui generis ρυθμούς αφήγησης, η ταινία των Τάλμποτ και Φέιλς είναι ένα ημι-ανεξάρτητο εύρημα που αξίζει παγκόσμιας προσοχής. Το ίδιο ισχύει και για τη βρετανική κωμωδία «Days of the Bagnold Summer» (φωτό), βασισμένη στο ομώνυμο δημοφιλές graphic novel του Τζοφ Γουίντερχαρτ και σκηνοθετημένη από έναν εκ των πρωταγωνιστών της σειράς (και ταινίας) «The Inbetweeners», Σάιμον Μπερντ, ο οποίος κάνει και αυτός το σκηνοθετικό του ντεμπούτο εδώ. Έχοντας «χιπστερικές» αποχρώσεις τύπου Γουές Άντερσον (που ίσως καθιστά εντονότερες το γεγονός ότι το πρωτότυπο soundtrack γράφτηκε από τους Belle & Sebastian), πρόκειται για τη σπάνια περιγραφή της σχέσης μιας συντηρητικής αλλά ευχάριστης και αιώνια αισιόδοξης μητέρας με τον εσωστρεφή και κοινωνικά αδέξιο «μεταλλά» έφηβο γιο της, κατά τη διάρκεια ενός συναισθηματικά δύσκολου καλοκαιριού. Ας ελπίσουμε σε ένα θαύμα διανομής της και στην Ελλάδα, καθώς δύσκολα θα ξαναδούμε έναν τόσο επιτυχημένο συνδυασμό κωμωδίας με αυθεντικά γραμμένους διαλόγους ανάμεσα σε μία μητέρα «της διπλανής πόρτας» και τον συναισθηματικά κλειστό, αλλά εμφανώς καλόκαρδο νεαρό γιο της (γιατί από δυσλειτουργικές ιστορίες πατέρα – γιου έχουμε πήξει…).

Το Σάββατο, μία μέρα πριν από την επίσημη λήξη του Φεστιβάλ Λονδίνου, ανακοινώθηκαν και τα βραβεία, τα περισσότερα εκ των οποίων αποτέλεσαν έκπληξη. Η λίστα των νικητών είναι η εξής:

Καλύτερη ταινία: «Monos» του Αλεχάντρο Λάντες
Καλύτερη πρώτη ταινία: «Atlantique» της Ματί Ντιοπ
Καλύτερο Ντοκιμαντέρ: «White Riot» της Ρούμπικα Σαχ
Καλύτερη ταινία μικρού μήκους: «Gosal» του Σοχέιλ Αμιρσαρίφι

Και ύστερα ήρθε «Ο Ιρλανδός»