FreeCinema

Follow us
22.1022:00

Φεστιβάλ Λονδίνου: Who could be «The Favourite»?


Οι δώδεκα μέρες του Φεστιβάλ Λονδίνου πέρασαν γρήγορα, και το τελευταίο πενθήμερο ήταν άκρως συναρπαστικό. Η αυλαία έπεσε με το βιογραφικό «Stan & Ollie» και οι Μάικ Λι, Μπάρι Τζένκινς και Ζακ Οντιάρ παρουσίασαν τις τελευταίες τους δουλειές, όμως η ταινία που έκανε κριτικούς και κοινό να μιλούν ακόμα γι’ αυτήν, μέρες μετά την πρεμιέρα της, ήταν το «The Favourite» του Γιώργου Λάνθιμου.

Για άλλη μια φορά στην ιστορία του Φεστιβάλ Λονδίνου και τη μακροχρόνια συνεργασία του με τον Γιώργο Λάνθιμο, το «The Favourite» είχε τη μεγαλύτερη ουρά σε… δημοσιογραφικές προβολές, για την ακρίβεια, καθώς παίχτηκε ταυτόχρονα σε… τρεις αίθουσες! Ακόμα και μετά την τελευταία δημοσιογραφική προβολή της ταινίας λήξης, του «Stan & Ollie», οι συνάδελφοι στις ουρές εξακολουθούσαν να συζητούν για το φιλμ του Έλληνα δημιουργού, ο οποίος στην επίσημη πρεμιέρα του, την περασμένη Πέμπτη, δήλωσε ευτυχής που το γύρισε εξολοκλήρου στην Αγγλία και το έφερε για πρεμιέρα στην «πόλη του», καθώς ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο, πλέον. Η «αναιδής» μαύρη κωμωδία εποχής, που διαδραματίζεται στην αυλή της Βασίλισσας Άννας στις αρχές του 18ου αιώνα, βρίσκει τον Λάνθιμο με νέους σεναριογράφους, την Ντέμπορα Ντέιβις και τον Τόνι ΜακΝαμάρα, νέο για εκείνον ιστορικό πλαίσιο σκηνικού και δράσης, καθώς και (κυρίως) νέο ύφος στη σκηνοθετική καθοδήγηση των ηθοποιών του. Όσοι, λοιπόν, είχαν πρόβλημα με τις «ρομποτικές» ερμηνείες στην έως τώρα φιλμογραφία του, όχι μόνο θα εκπλαγούν αλλά και θα αναθεωρήσουν, καθώς το trio των βασικών ερμηνειών από τις Ολίβια Κόλμαν, Έμμα Στόουν και Ρέιτσελ Βάις είναι όχι μόνο ιδανικά ισορροπημένο και εξαιρετικά απολαυστικό, αλλά ειδικά εκείνη της Κόλμαν (στον ρόλο της εκκεντρικής αλλά πονεμένης βασίλισσας) αναμένεται δίκαια να τη φέρει στην πρώτη γραμμή διεκδίκησης πολλών βραβείων την ερχόμενη χρονιά. Γενικότερα, πρόκειται για την πιο φιλόδοξη, αλλά και πιο «βατή» για το ευρύτερο κοινό ταινία του Λάνθιμου, με το τρίγωνο των κεντρικών γυναικείων χαρακτήρων να προσφέρει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, τολμηρά και πανέξυπνα παιχνίδια δυναμικής και εξουσίας στην πρόσφατη (τουλάχιστον) κινηματογραφική ιστορία.

Πέραν του Λάνθιμου, προσωπικά highlights της υπογράφουσας αποτέλεσαν το συγκλονιστικό «Capharnaüm» της Λιβανέζας Ναντίν Λαμπάκι για την παιδική φτώχεια και τις τραγικές επιπτώσεις της μαζικής μετανάστευσης προσφύγων, που όχι μόνο βάζει στη σωστή προοπτική τα αληθινά προβλήματα της σύγχρονης ανθρώπινης κατάστασης σε ντροπιαστική σύγκριση με τη ματαιοδοξία του εύπορου Πρώτου Κόσμου, αλλά προσφέρει και μια από τις πιο συγκλονιστικές παιδικές ερμηνείες από τον ανήλικο Ζαΐν Αλ Ραφέα που, δυστυχώς, δεν υποδύεται απλά τον ρόλο ενός εξαθλιωμένου μικρού Λιβανέζου, αλλά ζει πραγματικά σε παρόμοιες σχεδόν περιστάσεις, καθώς ο ίδιος είναι Σύριος πρόσφυγας. Αλλάζοντας εντελώς κλίμα, το μακάβρια κωμικό θρίλερ «In Fabric» του κινηματογραφικού «φετιχιστή» Πίτερ Στρίκλαντ, για ένα «στοιχειωμένο» φόρεμα, ενθουσίασε αρκετούς από εμάς αλλά ξένισε (απολύτως αναμενόμενο) μάλλον περισσότερους. Ο Στρίκλαντ («Berberian Sound Studio», «The Duke of Burgundy») χρησιμοποιεί για άλλη μια φορά την αισθητική ερωτικών ταινιών της δεκαετίας του ’70 για να διηγηθεί απολαυστικά (και καυστικά αστεία) μια σπονδυλωτή ιστορία / σατιρικό ηθικό δίδαγμα για την υπερκαταναλωτική μας κοινωνία, με κοινό άξονα ένα «καταραμένο» φουστάνι το οποίο σκορπά τον τρόμο στους ανυποψίαστους αγοραστές του! Ο αγαπημένος (μετά το αριστουργηματικό «Πάση Θυσία») Σκωτσέζος σκηνοθέτης Ντέιβιντ Μακένζι, επιστρέφει στην πατρίδα του με το «Outlaw King» (φωτό), αφηγούμενος την ιστορία ενός από τους εθνικούς ήρωες της πατρίδας του, του Ρόμπερτ Μπρους, ο οποίος πολέμησε επιτυχημένα την αγγλική κυριαρχία κι έγινε βασιλιάς της χώρας του. Με φυσικό σκηνικό την άγρια ομορφιά της ορεινής Σκωτίας και με στιβαρές ερμηνείες από το καστ του, ειδικά (και μάλλον ανέλπιστα) από τον Αμερικανό Κρις Πάιν (επίσης πρωταγωνιστή στο «Πάση Θυσία», το 2016) στον κεντρικό ρόλο, το φιλμ αποτελεί ένα εντυπωσιακά καλογυρισμένο πολεμικό δράμα που θα χάσει άδικα αρκετή από την οπτικοακουστική του αίγλη όταν προβληθεί (σχεδόν άμεσα) στο Netflix, την εταιρεία παραγωγής του.

Ο Ζακ Οντιάρ μας παρουσίασε την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία, το «The Sisters Brothers», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Πάτρικ ΝτεΓουίτ, και το αποτέλεσμα είναι ένα αξιοπερίεργο γουέστερν, διαφορετικό από όσα έχει δει έως τώρα το σινεμά («meta-γουέστερν», ίσως!). Οι Τζον Σι Ράιλι και Χοακίν Φίνιξ υποδύονται τα αδέλφια Σίστερς, δύο επαγγελματίες δολοφόνους που έχουν διαταγές να βρουν και να αναγκάσουν έναν μοναχικό τυχοδιώκτη (Ριζ Άχμεντ) να τους δώσει το μυστικό του για μια εύκολη αλλά επικίνδυνη μέθοδο εξόρυξης χρυσού, την ίδια στιγμή που ένας άλλος «κυνηγός» (Τζέικ Τζίλενχολ) βρίσκεται επίσης στο κατόπι του. Εναλλασσόμενα βίαιο, μελαγχολικό, υπαρξιακό, ελεγειακό αλλά και πολύ αστείο, το αγγλόφωνο έργο του Οντιάρ ενδέχεται να ξενίσει με το περίεργο (για το είδος) ύφος του, αλλά τελικά κερδίζει τις εντυπώσεις, ιδιαίτερα με την ιδανική εναρμόνιση των ερμηνειών της βασικής ανδρικής τετράδας. Ο Ράιλι βρέθηκε και πάλι στη διοργάνωση με την ταινία λήξης, το «Stan & Ollie» (φωτό), το οποίο είχε την παγκόσμια πρεμιέρα του την Κυριακή. Βασισμένο στα τελευταία και κάπως ξεπεσμένα χρόνια συνεργασίας τού Σταν Λόρελ με τον Όλιβερ Χάρντι (οι Χοντρός & Λιγνός, όπως έγιναν γνωστοί στην Ελλάδα) στη Βρετανία, η ταινία αποτελεί μια μελαγχολική δραματική κομεντί που μπορεί ως σύνολο να είναι αρκετά συμβατική, έχει ωστόσο εξαιρετικές ερμηνείες από τον Ράιλι ως Χάρντι και τον Στιβ Κούγκαν ως Λόρελ, οι οποίοι ενσαρκώνουν ιδανικά τα κωμικά είδωλα, σεναριακά εδώ στη δύση της καριέρας και της ζωής τους.

Τέλος, η άλλη δραματική κομεντί που κέρδισε καρδιές και εντυπώσεις είναι επίσης βασισμένη σε αληθινή ιστορία, το «Can You Ever Forgive Me της Μαριέλ Χέλερ, με πρωταγωνιστές τους Μελίσα ΜακΚάρθι και Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ. Η ΜακΚάρθι είναι απλά ασυναγώνιστη και κατά καιρούς βαθιά συγκινητική στον ρόλο της αναιδούς, ακοινώνητης συγγραφέως Λι Ίσραελ, η οποία καταφεύγει στην πλαστογραφία προσωπικής αλληλογραφίας παλιών διασημοτήτων ώστε να αντεπεξέλθει οικονομικά. Είναι γνωστή η απροθυμία των Όσκαρ και λοιπών επιτροπών να επιβραβεύουν «κωμικούς» ηθοποιούς, όμως ας ελπίσουμε πως η ερμηνεία της ΜακΚάρθι θα αποτελέσει μια από τις ελάχιστες εξαιρέσεις και θα πάρει (έστω) την υποψηφιότητα που της αξίζει.

Κατά τα λοιπά, ο Μπάρι («Moonlight») Τζένκινς έκανε στο Φεστιβάλ την ευρωπαϊκή πρεμιέρα της νέας του ταινίας, του κοινωνικού, ρομαντικού δράματος «If Beale Street Could Talk», το οποίο βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Τζέιμς Μπόλντουιν για έναν μεγάλο έρωτα στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ‘70, ενώ το επικό δράμα «Peterloo» του βετεράνου Μάικ Λι έκανε επίσημη πρεμιέρα… όχι στο Λονδίνο, αλλά στο Μάντσεστερ όπου και διαδραματίζεται, καθώς αφηγείται τα τραγικά αληθινά γεγονότα που διαδέχτηκαν μια ειρηνική διαμαρτυρία των φτωχών κατοίκων της προ-βιομηχανικής πόλης το 1819, αμέσως μετά τη μάχη του Βατερλώ.

To Σάββατο ανακοινώθηκαν και τα βραβεία του διαγωνιστικού τμήματος του Φεστιβάλ Λονδίνου, με το αυστριακό κοινωνικό δράμα «Joy» της Σουνταμπέ Μορτεζάι (φωτό), με θέμα το σεξουαλικό λαθρεμπόριο στην Ευρώπη, να κερδίζει το βραβείο μυθοπλασίας, και το «What You Gonna Do When the World’s on Fire?» του Ρομπέρτο Μινερβίνι να κερδίζει ως καλύτερο ντοκιμαντέρ, ακολουθώντας τα μέλη μιας κοινότητας στη Λουιζιάνα, μετά από μια σειρά βίαιων, ρατσιστικών επιθέσεων της αστυνομίας κατά μαύρων πολιτών, το καλοκαίρι του 2017.