FreeCinema

Follow us
17.1022:30

Φεστιβάλ Λονδίνου: Οι μεγάλοι δημιουργοί συρρέουν.


Από τον Αλφόνσο Κουαρόν και τον Πίτερ Τζάκσον στον Μάικλ Μουρ, τον Παρκ Τσαν-Γουκ και τον Τέρι Γκίλιαμ, μερικοί από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες της εποχής μας περπάτησαν στο κόκκινο χαλί του Φεστιβάλ Λονδίνου το τελευταίο τετραήμερο, παρουσιάζοντας τις πιο πρόσφατες δουλειές τους.

Μετά το σχετικά ήσυχο πρώτο τριήμερο, οι τέσσερις επόμενες φεστιβαλικές μέρες είδαν μια σωρεία πολυαναμενόμενων ή και ήδη πολυβραβευμένων ταινιών να κάνουν παγκόσμια, ευρωπαϊκή ή βρετανική πρεμιέρα, με τους δημιουργούς και μέλη του καστ παρόντew και την πλειοψηφία των προβολών με εξαντλημένα από καιρό εισιτήρια.

Ο Τέρι Γκίλιαμ, βετεράνος του Φεστιβάλ Λονδίνου, έφερε τον πολύπαθο «Άνθρωπο που Σκότωσε το Δον Κιχώτη» για τη βρετανική του πρεμιέρα, συντροφιά με τους πρωταγωνιστές, Τζόναθαν Πράις και Όλγκα Κουριλένκο, τυχαίνοντας θερμής υποδοχής. Οι Παρκ Τσαν-Γουκ και Τζον λε Καρέ μαζί με το καστ των Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Μάικλ Σάνον και Φλόρενς Πιου παρουσίασαν τα πρώτα δύο επεισόδια της πολυαναμενόμενης τηλεοπτικής σειράς «The Little Drummer Girl» που γυρίστηκε (και εξελίσσεται) εν μέρει στην Ελλάδα, ενώ ο Μάικλ Μουρ παρέστη όχι μόνο στην επίσημη πρεμιέρα αλλά και στη δημοσιογραφική προβολή του ντοκιμαντέρ του «Fahrenheit 11/9», αυτή τη φορά με κεντρικό του «στόχο» τον Ντόναλντ Τραμπ.

Το Σάββατο ανήκε σε δύο κυρίως ταινίες: το «Roma» του Αλφόνσο Κουαρόν και το «Beautiful Boy» του Φέλιξ Φαν Χρούνινχεν. Η πρώτη, νικήτρια του Χρυσού Λέοντα στο τελευταίο Φεστιβάλ Βενετίας, είναι ο ασπρόμαυρος φόρος τιμής του Μεξικανού δημιουργού στις γυναίκες της ζωής των πρώτων του χρόνων, και ιδιαίτερα στην οικιακή βοηθό που ουσιαστικά τον μεγάλωσε ως δεύτερη μητέρα και της οποίας τον χαρακτήρα βάζει στο επίκεντρο αυτής της εντελώς προσωπικής, αλλά τελικά επικής και φιλόδοξης παραγωγής (Netflix, παρακαλώ). Η δυσανάλογη με την ιστορία διάρκεια του φιλμ, καθώς και ορισμένες υπερβολικά στυλιζαρισμένες σκηνές, αφαίρεσαν «πόντους» από την προσωπική μου εμπειρία παρακολούθησής της, ωστόσο είναι εμφανής μέσα στα 135 της λεπτά η αγάπη και η νοσταλγία του δημιουργού της, ο οποίος έγραψε, σκηνοθέτησε, συν-μοντάρισε και ήταν παραγωγός. Για πολλούς υπέροχα λυρική και άκρως συγκινητική, για άλλους σκηνοθετικά εξεζητημένη, η ταινία του Κουαρόν φαίνεται πως «μίλησε» στην ψυχή του φεστιβαλικού κοινού, την ίδια στιγμή που η υπογράφουσα το έπαθε αυτό με την έτερη μεγάλη πρεμιέρα της ημέρας. Το «Beautiful Boy» βασίζεται στα απομνημονεύματα του πατέρα και του υιού Ντέιβιντ & Νίκολας Σεφ, αντίστοιχα, οι οποίοι εξιστορούν τις τραυματικές εμπειρίες τους την εποχή που ο Νίκολας εθίστηκε στα ναρκωτικά και τον αντίκτυπο που είχε στον ίδιο και την οικογένειά του, με την τελευταία να κάνει τα πάντα για να τον βοηθήσει. Ο Βέλγος Φέλιξ Φαν Χρούνινχεν (από τα «Ραγισμένα Όνειρα») σκηνοθετεί και συνυπογράφει το σενάριο (μαζί με τον σεναριογράφο του «Lion», Λουκ Ντέιβις) με απέραντη ευαισθησία και εντιμότητα, ενώ η φωτογραφία του Ρούμπεν Ίμπενς («Raw») καταγράφει εξαιρετικά τόσο τα τοπία που «αγκαλιάζουν» την οικογένεια Σεφ, όσο και την άλλοτε τρυφερή, άλλοτε τραγική σχέση μεταξύ του Ντέιβιντ και του Νίκολας. Ο Τιμοτέ Σαλαμέ (φωτό, με το λουλουδάτο τού οίκου Alexander McQueen που σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως…) αποδεικνύει για άλλη μια φορά πως αποτελεί για το next best thing του αμερικάνικου σινεμά, δίνοντας μια περίπλοκη ερμηνεία ως Νίκολας, ενώ ο Στιβ Καρέλ στον ρόλο του Ντέιβιντ είναι ό,τι πιο συγκινητικό θα δείτε φέτος, τουλάχιστον από πλευράς ανδρικών ερμηνειών. «Όμορφο Αγόρι», όμορφη ταινία. Τόσο απλά.

Κατά τα άλλα, απογοητευθήκαμε με το «Sunset», τη δεύτερη και τόσο πολυαναμενόμενη ταινία του Λάσλο Νέμες, προ ετών νικητή του Όσκαρ ξενόγλωσσης με το ντεμπούτο του, «Ο Γιος του Σαούλ», καθώς ουσιαστικά πρόκειται για παραλλαγή της ίδιας ακριβώς σκηνοθετικής και σεναριακής μανιέρας (πλέον…) αφήγησης. Απλά, αντί η κάμερά του να παίρνει στο κατόπι έναν άνδρα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, εδώ ακολουθεί (σχεδόν στα ίδια χνάρια, που λέει ο λόγος…) μια κοπέλα που ψάχνει απαντήσεις για το κρυμμένο παρελθόν της οικογένειάς της στη Βουδαπέστη, λίγο πριν την έναρξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου…

Συγκινηθήκαμε με το project του Πίτερ Τζάκσον σε συνεργασία με το Βρετανικό Μουσείο Πολέμου (Imperial War Museum), το ντοκιμαντέρ «They Shall Not Grow Old», που έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο φεστιβάλ την Τρίτη, παρουσία του Τζάκσον και του πρίγκιπα Γουίλιαμ. Ο Νεοζηλανδός δημιουργός χρησιμοποίησε αρχειακό υλικό φωτογραφιών, γυρισμάτων στο πεδίο μάχης και μαγνητοφωνημένες συνεντεύξεις βετεράνων του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου από τα αρχεία του μουσείου και τα έφερε κυριολεκτικά στη ζωή, με το οπτικό υλικό χρωματισμένο στο χέρι από την ομάδα του και μεταφερμένο σε 3D, με τις μαρτυρίες των βετεράνων να αποτελούν τις μοναδικές αφηγηματικές φωνές, σε ένα ντοκιμαντέρ όχι μόνο κινηματογραφικής αλλά και πολύτιμης ιστορικής αξίας.

Και εκνευριστήκαμε με το εντελώς ανούσιο remake του «Suspiria» από τον maître της κινηματογραφικής φανφάρας Λούκα Γκουαντανίνο, ο οποίος αποδεικνύει εδώ πανηγυρικά πως είναι του… περιτυλίγματος και όχι του πραγματικού περιεχομένου, με μοναδικό θρίαμβο το soundtrack του Τομ Γιορκ και εκλάμψεις ουσίας από την (πάντα αξιόπιστη, έτσι κι αλλιώς αυτόφωτη) Τίλντα Σουίντον, σε διπλό ρόλο – έκπληξη, έτσι, για να ’χουμε και λίγο εύκολο εντυπωσιασμό εύκαιρο.

Τέλος, και πιο περιληπτικά, το «Destroyer» της Καρίν Κουσάμα είναι ένα αρκετά δυνατό αν και σεναριακά σύνηθες νουάρ αστυνομικό δράμα που θα μπορούσε άνετα να είναι προγραμματισμένο για έξοδο αποκλειστικά σε κάποιο καλό συνδρομητικό κανάλι, αν δεν περιλάμβανε τη σοκαριστικά απρόβλεπτη παρουσία και ερμηνεία της Νικόλ Κίντμαν, η οποία «ασχημαίνει» εμφανισιακά στον ρόλο μιας ψυχικά κουρασμένης ντετέκτιβ η οποία επισκέπτεται ξανά τις πιο τραυματικές της αναμνήσεις και προσπαθεί με κάθε τρόπο να εμποδίσει τις συνέπειές τους που απειλούν το μέλλον. Η Κίντμαν είναι σχεδόν αγνώριστη, αλλά σίγουρα και ατρόμητη, σε μια αναπάντεχη και θαρραλέα επιλογή ρόλου που λογικά θα τη φέρει σε αρκετές λίστες υποψηφιοτήτων ερμηνείας το 2019.

Από την άλλη, ο πάντα αξιοπρόσεκτος ηθοποιός Πολ Ντέινο («Θα Χυθεί Αίμα») έχει κάνει ένα από τα πιο αξιέπαινα σκηνοθετικά ντεμπούτα με το χαμηλότονο αλλά δυνατό οικογενειακό δράμα «Wildlife», συνυπογράφοντας το σενάριο με την επίσης ηθοποιό και σύντροφό του Ζόι Καζάν, και με πρωταγωνιστικό ζευγάρι τους Κάρεϊ Μάλιγκαν και Τζέικ Τζίλενχολ. Η ταινία διαδραματίζεται στη δεκαετία του 1950 στη Μοντάνα και αποτελεί μια συναισθηματικά έντονη ιστορία ενηλικίωσης ενός 14χρονου (εξαιρετικός ο νεαρός Εντ Όξενμπουλντ) που βλέπει τον γάμο των γονιών του σταδιακά να διαλύεται και τη συμπεριφορά της αποφασισμένης μητέρας του να αλλάζει ριζικά.

Το 62ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Λονδίνου θα διαρκέσει έως και τις 21 Οκτωβρίου και το FREE CINEMA θα βρίσκεται εκεί με ανταποκρίσεις για highlights αλλά και προσωπικές επιλογές.