FreeCinema

Follow us

ΣΤΙΝΓΚ: ΑΠΟ TΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΝΙΟΥΚΑΣΛ ΣΤΟ ΗΡΩΔΕΙΟ.

Θα παίξει στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 22 και 23 Ιουνίου, για δύο μοναδικές συναυλίες, σε διοργάνωση του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ο Στινγκ, που το βρετανικό του διαβατήριο γράφει Γκόρντον Μάθιου Τόμας Σάμνερ, ένας από τους μεγαλύτερους μουσικούς της «παλαιάς φρουράς», θα αναπνεύσει τον αέρα μας, θα περπατήσει τα αρχαιοελληνικά μάρμαρα και θα ακουστεί ζωντανά στην καρδιά της χώρας μας.

Όταν πρότεινα στον Ηλία Φραγκούλη να γίνει αυτό το αφιέρωμα για τον Στινγκ και πρώτιστα για το πέρασμά του από το σινεμά (δίχως να πιάσουμε καθόλου τη μουσική του, γιατί αυτό θα ήταν διατριβή), το δέχτηκε με χαρά, όμως το κεφάλι του έγειρε ψιλοροχαλίζοντας ήδη από ανία για την περίπτωση του συγκεκριμένου καλλιτέχνη. (Εκ της Διευθύνσεως: Ο Φραγκούλης άκουγε Police στα νιάτα του.) Τον συγχωρώ (!) και δράττομαι της ευκαιρίας να εγκωμιάσω αλλά και να δω κριτικά τον μουσικό που λατρεύω περισσότερο από οποιονδήποτε από τα 11 μου χρόνια (ίσως και πριν από το σινεμά), που με συνοδεύει αχώριστα ως άκουσμα σε κάθε εμπειρία της ζωής μου, που κωλύομαι συχνά να κρίνω αντικειμενικά, αλλά – πάνω από όλα – να απολαύσω την ευτυχία που μου δίνει το γράψιμο γι’ αυτόν σε τούτο εδώ το site μέσω της δημοσιογραφικής ιδιότητας (από την οποία περνώ πάντα στο πλάι, ως «επισκέπτης»).

ΑΝΤΙ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟΥ (ΔΙΟΤΙ ΤΟ CV ΤΟ ΞΕΡΟΥΜΕ…)

Ο Στινγκ από το γκρίζο περιβάλλον του Γουόλσεντ, στο Νιούκασλ της Βόρειας Αγγλίας, διατείνεται ότι το μέρος αυτό δεν απέχει πολύ από το σημείο όπου βρίσκεται σήμερα, στα 67 του. «Στα 25 μου είχα παιδί, δουλειά με ένσημα και αριθμό φορολογικού μητρώου. Γνωρίζω πολύ καλά πώς είναι να ζεις με ευθύνες και να αγωνιάς για το πώς θα τα βγάλεις πέρα τις επόμενες μέρες». Προφανώς δεν γίνεται σήμερα να τα ξεχάσει όλα αυτά. Ιδιαίτερα όταν αυτόν τον καιρό περιοδεύει στην περιοχή της γενέτειράς του για το μιούζικαλ «The Last Ship» (που είναι και το προτελευταίο album του) και είναι εμπνευσμένο από τα ναυπηγεία που κοιτούσε στο βάθος του ορίζοντα από την πατρική οικία. Ο πατέρας του πριν πεθάνει του έπιασε τα χέρια για πρώτη φορά και του είπε πώς «τα δικά σου χέρια τα χρησιμοποίησες καλύτερα από ό,τι εγώ τα δικά μου». Ήταν, πιθανόν, το πιο ωραίο πράγμα που άκουσε ποτέ στη ζωή του και ίσως ο μοναδικός καλός λόγος που ξεστόμισε γι’ αυτόν ο πατέρας του. Ever! Όταν πέθανε, λίγο πριν το «Soul Cages» του 1991 (το οποίο του αφιέρωσε), ένιωσε μια αναπάντεχη θλίψη: πώς πενθείς έναν άνθρωπο, με τον οποίο είναι μετρημένες οι κουβέντες που είχατε ανταλλάξει σε μια ολόκληρη ζωή; Tότε θα πει «όταν φεύγουν οι γονείς σου, αμέσως νιώθεις ότι εσύ είσαι ο επόμενος στη σειρά και η ζωή πλέον φαντάζει σοβαρή και το ενδεχόμενο του τέλους είναι μπροστά σου». Το «Soul Cages» υπήρξε το λιγότερο επιτυχημένο album του, αλλά για τον ίδιο ήταν περισσότερο μια εσωτερική εξομολόγηση που αφορούσε τον πατέρα, μια κάθαρση για τα χρόνια της σιωπής μεταξύ τους. Όχι, δεν επιθυμώ να παρουσιάσω τον Στινγκ σαν τον… Βασιλάκη Καΐλα, αλλά να παρατηρήσω πώς η καταβολή τον έχει χαράξει και τον τιμά, αν όντως δεν έχει ξεχάσει. Αυτό είναι φυσικά και ίδιον της ηλικίας: όσο μεγαλώνεις και το μέλλον λιγοστεύει, επιστρέφεις στα παλιά για να έχεις μια περισκόπηση της ζωής και να τοποθετείσαι με προοπτική στο τώρα. Εξάλλου, είχε εξ απαλών ονύχων τις φιλοδοξίες του: όταν πέρασε η Βασίλισσα από τον δρόμο του στα 7 του χρόνια και όλα τα σπίτια τη χαιρετούσαν, εκείνος είπε στη μάνα του ότι θα ήθελε να είναι πάνω στη λιμουζίνα της και να βλέπει τον κόσμο από εκεί επάνω και όχι από κάτω!

Τα χρόνια των Police και της solo καριέρας μέχρι προ εικοσαετίας περίπου (εκείνο το μεσοδιάστημα της απογείωσης), ο αδελφός του λέει ότι είχε ελάχιστες επαφές με το σπίτι του και τους ανθρώπους τού τόπου του. Η δημόσια παρουσία του Στινγκ πάντα έδινε την εντύπωση ενός απομακρυσμένου ανθρώπου που ποτέ δεν πλησίαζε το κοινό υπέρ το δέον, στυλ Μπόνο ή Μπρους ας πούμε, και ενός φλέγματος που αν τον μελετήσεις στην πορεία των χρόνων σε συνεντεύξεις του διαπιστώνεις ότι μπορεί και να οφείλεται σε αμηχανία και… ντροπαλότητα. Σε πρόσφατη συνέντευξη στον Τζίμι Φάλον, άλλαζε στάσεις, δεν ήξερε τι να κάνει με τα χέρια του, πιάνοντας με τα δάκτυλά του χαρακτηριστικά το πηγούνι του για να απασχολήσει τον εαυτό του και τον ίδιο τον on air χρόνο, μέχρι να αποπνεύσει. Ίσως αυτή η ντροπαλότητα να τον εμποδίζει να είναι αστείος. Όταν μιλά, αντιλαμβάνεσαι ότι είναι ένας έξυπνος άνθρωπος, συχνά αυτοσαρκαζόμενος, αλλά όχι με την αίσθηση του χιούμορ που κάνει τους άλλους να γελούν. Έκπληκτη τον άκουσα να λέει πόσο εύκολα γελά με τους άλλους και πόσο ευσυγκίνητος είναι, και εδώ πια πρέπει να σκεφτούμε τη σχέση εικόνας / προσώπου. Εμένα πάντα μου έδινε την εντύπωση ενός σοβαρού ανθρώπου που γελά με μια κοινή αμηχανία, που μπορεί να αντιλαμβάνεται εύκολα και τις μπηχτές και εκείνες τις λεπτές αποχρώσεις των ερωτήσεων που θέλουν να σε κολλήσουν στον τοίχο, αλλά ο ίδιος δεν αφήνει αναπάντητες.

Για το κομμάτι των Police δεν ήθελε ούτε θέλει να μιλά πολύ και να το αναλύει. Αυτά μετέπειτα, αφού έφυγε. Οι δύο άλλοι, ο Στιούαρτ Κόουπλαντ και ο Άντι Σάμερς περίμεναν ότι μετά το πρώτο του solo album, «The Dream of the Blue Turtles» το 1985, θα επέστρεφε και θα συνέχιζαν από εκεί που σταμάτησαν, με το «Synchronicity» το ‘83. Η Ιστορία απέδειξε πως αυτό δεν έγινε ποτέ. Δεν ειπώθηκε ποτέ στ’ αλήθεια και ευθέως από τον Στινγκ, ότι μαζεύει τα μπογαλάκια του και πάει σ’ άλλη παραλία. Ούτε και τσακώθηκαν ποτέ, ούτε υπήρξε κανενός είδους ξεκατίνιασμα προς τρίτους. Οι Police ήταν πραγματικά ένα από τα μεγαλύτερα group στον κόσμο τότε και ενώ θα ήταν τρελό να το παρατήσει, το ένστικτό του έλεγε ότι έπρεπε να φύγει «γιατί δεν είχε άλλα να δώσει, γιατί δεν θα υπήρχαν εκπλήξεις», όπως θα εξομολογηθεί μετά. Εξάλλου, πίστευε πάντα ότι τα συγκροτήματα είναι μια συγκυρία νεανική. Οι νέοι φτιάχνουν ένα group για να εκφραστούν μαζί. Όσο μεγάλωνε, αισθανόταν ότι ήθελε ελευθερία και περισσότερες εκπλήξεις. Ένα συγκρότημα θα έβγαζε απλά τον ένα δίσκο μετά τον άλλο, δίχως να αλλάζουν πολλά. Φυσικά, δεν μπορούμε να κρίνουμε τι θα είχε συμβεί, αφού ποτέ δεν συνέβη, όμως με έναν τρόπο ο Στινγκ δικαιώθηκε γιατί έκανε μερικές από τις καλύτερές του μουσικές ως solo καλλιτέχνης. Ο Στιούαρτ Κόουπλαντ το γνώριζε και περίμενε ότι το μέγεθος του Στινγκ θα ήταν μεγάλο, ακόμη και όταν θα ήταν μόνος του. Και ίσως πιο μεγάλο. Αργότερα θα θυμηθεί, όταν έπεφταν ιδέες στο τραπέζι για τραγούδια και μουσικές στις εποχές των Police, πως «απλά τα τραγούδια που έγραφε εκείνος ήταν πάντα τα καλύτερα και ήμασταν αρκετά έξυπνοι και πειθαρχημένοι ώστε να το δεχτούμε. Ήταν front man όχι μόνο γιατί έκανε φωνητικά, αλλά και για τα τραγούδια του».

Οι εποχές με το μακρύ μαλλί όταν έτρεχε στον Αμαζόνιο ιδρύοντας τον οργανισμό προστασίας του Rainforest μάλλον δηλώνουν αμφισημία. Εκεί επρόκειτο για μια οικογενειακή υπόθεση στην οποία ενεπλάκη και η γυναίκα του, Τρούντι Στάιλερ, σε μια περίοδο που ήθελε φιλόδοξα να σώσει τον κόσμο και τον έβλεπες σε κάθε ensemble, από Human Rights και Διεθνή Αμνηστία μέχρι… you name it, για το σώσιμο των αναξιοπαθούντων της άδικης τούτης ζωής. Παρά το ότι οι καμπάνιες αυτές έχουν λήξει προ πολλού, σήμερα δηλώνει ότι είναι από τις πιο όμορφες δράσεις του και το Ίδρυμά του λειτουργεί πάντα. Είναι και οινοποιός. Έχει ένα κτήμα στην Τοσκάνη, όπου γεννήθηκε και η μουσικός κόρη του, Έλιοτ Σάμνερ, και εκεί παράγει κρασί με συλλεκτικές ετικέτες και κάνει συγκεντρώσεις με φίλους και γείτονες παίζοντας πού και πού μουσική. Ασχολείται με τη yoga εδώ και σχεδόν τριάντα χρόνια και είναι πολλά τα δημοσιεύματα που τον θέλουν ακόμη και τώρα super ανθεκτικό στο σεξ (!), πράγμα που βγήκε από μια κουβέντα που είχε πει ο χριστιανός για «την αντοχή σε όλους τους τομείς που προσφέρει η yoga» και έκτοτε άρχισε το πανηγύρι με το ταντρικό σεξ και λοιπά άλλα γουστόζικα. Πάντως, σε κοινή τους συνέντευξη, ο Μπομπ Γκέλντοφ είπε ότι «εγώ είμαι άνδρας των τριών λεπτών. Να ρωτήσετε τον Στινγκ για πολύωρο σεξ», κάτι που φαίνεται πως είναι από τα κοινά δημόσια αστειάκια και των δύο.

Είναι ωραίο που σε όλες τις πρόσφατες περιοδείες του, έχει από κοντά για το opening act τον μεγάλο του γιο (που απέκτησε με την Ιρλανδέζα ηθοποιό Φράνσες Τόμελτι), τον 41 ετών Τζο. Η φωνή του μοιάζει διαβολικά και υπέροχα με του Στινγκ, δυστυχώς όμως δεν κληρονόμησε το μουσικό του ένστικτο ούτε το συνθετικό του ταλέντο. Ο Τζο στη συναυλία της Waldbühne στο Βερολίνο, το καλοκαίρι του 2017, είχε το θάρρος να δηλώσει δημόσια «θα σας πω δύο ακόμα τραγούδια κι έρχεται ο Στινγκ, κάντε υπομονή». Δεν είναι απλό να είσαι η προθέρμανση ενός πατέρα – star, όμως τούτη η κουβέντα τού Τζο κρύβει την πικρή αλήθεια για τον ίδιο, κι ας τον μάλωσαν μετά στο Instagram οι φίλοι και fans του, γράφοντας πως αυτός επίσης είναι ένας καλός μουσικός. Η Μίκι, το πρώτο παιδί του με τη Στάιλερ, είναι ηθοποιός με μεγαλύτερη μέχρι σήμερα εμφάνιση τον ρόλο της Σόφι στο «Frances Ha» του Νόα Μπάουμπακ, πλάι στην Γκρέτα Γκέργουιγκ. Αυτή που φαίνεται να είναι πολύ original μουσικός με κάτι εντελώς δικό της είναι η Έλιοτ (φωτό), ένα όμορφο, σχεδόν ερμαφρόδιτο πλάσμα που δεν εμφανίζεται ποτέ με τον πατέρα της, δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως άνδρα ή γυναίκα παρά μόνο ως μουσικό και δεν απαντά ποτέ σε ερωτήματα που σχετίζονται με τον Στινγκ, όντας σαν να μην τον αναγνωρίζει. Ο ίδιος δεν ενοχλείται, την αφήνει να τραβά τον μουσικό δρόμο της μακριά του, με τις δικές της επιλογές και την ολόδική της προσωπικότητα. Βέβαια, στους τίτλους των εφημερίδων υπάρχει πάντα ως κόρη τού Στινγκ, είτε για τη μουσική της είτε για τις ερωτικές της επιλογές…

Η προέλευσή του και οι θέσεις του τον κατέτασσαν πολιτικά πάντα προς την πλευρά της Αριστεράς. Ήταν από τους πρώτους επώνυμους που εναντιώθηκαν στο Brexit και ακόμη και σήμερα θεωρεί μεγάλη βλακεία και μέγα πολιτικό λάθος που το Ηνωμένο Βασίλειο μπήκε σ’ αυτή την περιπέτεια της επιλογής εντός ή εκτός ΕΕ εξαιτίας της ελλιπούς ενημέρωσης. Αλλά… «once a Brit, always a Brit», και το διαβατήριό του δεν πρόκειται να το αλλάξει στον αιώνα τον άπαντα. Κι ας ζει μόνιμα στη Νέα Υόρκη (αν και θεωρεί ότι σπίτι του είναι όλος ο κόσμος και όπου τον πάει η μπάντα του).

2 γάμοι, 6 παιδιά, 5 studio albums με τους Police, 12 studio solo albums, 5 live albums, 18 released singles, 3 μιούζικαλ και όπερες στο Μπρόντγουεϊ, 16 βραβεία Grammy, 1 American Music Award, 16 ταινίες, 1 Χρυσή Σφαίρα, 4 υποψηφιότητες για Όσκαρ τραγουδιού. Είναι μόνο ελάχιστα από τα νούμερα που συνοδεύουν τη ζωή και την καριέρα του Στινγκ.

ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ

Ο Στινγκ σαν συνθέτης και τραγουδοποιός υπήρξε τέσσερις φορές υποψήφιος για Χρυσή Σφαίρα (κέρδισε μία) και είχε αντίστοιχες υποψηφιότητες στα Όσκαρ. Το θέλει αυτό το βραβείο, γιατί να το κρύψωμεν άλλωστε; Το θέλει, όμως, με τον σωστό τρόπο, ως μουσικός, καθότι ειλικρινά θεωρεί τον εαυτό του φιλοξενούμενο στον κόσμο του σινεμά. Έτσι είναι. Προσωπικά, το πιο υπέροχο κινηματογραφικό του κομμάτι νομίζω πώς είναι το «Until», από το μικρομεσαίο «Kate & Leopold» του 2001, με τη Μεγκ Ράιαν και τον Χιου Τζάκμαν. Εκεί τα κατάφερε και κέρδισε τη Σφαίρα, αλλά στα Όσκαρ έπεσε πάνω στον Ράντι Νιούμαν και το «If I Didn’t Have You» για το «Monsters, Inc – ο άνθρωπος ήταν δώδεκα φορές υποψήφιος και… θεοί και δαίμονες (και τα μέλη της Ακαδημίας) αποκατέστησαν την τάξη, «χαρίζοντας» σε εκείνον το αγαλματίδιο. Το «My Funny Friend and Me» από το «The Emperors New Groove» του 2000 υπήρξε η πρώτη του οσκαρική υποψηφιότητα. Ήταν σε μουσική τού πολύ ωραίου συνθέτη Ντέιβ Χάρτλι και είναι ένα πολύ κοινό κομμάτι που μουσικά δεν θυμίζει σε τίποτα τον Στινγκ, αν και η φωνή του ταιριάζει θαυμάσια σε αυτό.

Το 2003 επανέρχεται με με το «Επιστροφή στο Cold Mountain» του Άντονι Μινγκέλα και προτείνεται για Όσκαρ με το τραγούδι «You Will Be My Ain True Love», ένα δύσκολο, μυστικιστικό κομμάτι που ακούγεται σε συγκεκριμένες συνθήκες και μπορεί κάλλιστα να το βρεις βαρετό. Είναι από τις συνθέσεις που μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο των μουσικών του από «If on a Winter’s Night…», το οποίο ηχογράφησε το 2009, ένα album με διασκευές και μια-δύο δικές του συνθέσεις αφιερωμένες στον χειμώνα. Ήταν κι ένα άλμπουμ που μας ξένισε όσους τον ακολουθούμε χρόνια, όμως εντασσόταν στα χρόνια της… τεμπελιάς του: από το 2003 και το «Sacred Love» ώς το 2013, οπότε κυκλοφόρησε το «The Last Ship», δεν έγραφε καθόλου δικά του τραγούδια παρά με το σταγονόμετρο και τα albums του ήταν συνεργασίες με συμφωνικές, αφορούσαν παλιές διασκευές και άλλα τέτοια. Το 2017 ήρθε η τέταρτη υποψηφιότητά του για Όσκαρ με το «The Empty Chair», για το βραβευμένο ντοκιμαντέρ «Jim: The James Foley Story», ένα οδοιπορικό στην ιστορία του δημοσιογράφου Τζέιμς Φόλεϊ, ο οποίος σκοτώθηκε από τους ISIS το 2014. Είναι ένα κομμάτι – αφιέρωμα, φαίνεται από τους τόνους ότι είναι ένας μικρός φόρος τιμής σε κάποιον που έχει θυσιαστεί, αφού κάπως έτσι τον έβλεπε και ο Στινγκ που ήθελε διακαώς να γράψει μουσική για την περίπτωση του ανθρώπου αυτού. Το 2017, όμως, ήταν η σαρωτική χρονιά τού «La La Land», που πήρε το Όσκαρ και για τη μουσική του αλλά και για το καλύτερο τραγούδι («City of Stars»).

Πάντως, η φωνή του Στινγκ έντυσε εκπληκτικά και κάποιες διασκευές τραγουδιών στο σινεμά. Ποιος μπορεί να λησμονήσει τα υπέροχα τρια τραγούδια που ακούγονται στο «Αφήνοντας το Λας Βέγκας» του Μάικ Φίγκις, το 1995: το «Αngel Eyes» των Ματ Ντένις & Ερλ Κ. Μπρεντ, το «It’s a Lonesome Old Town» των Τσάρλι Τομπάιας & Τσαρλς Κίσκο και το «My One and Only Love», το αριστούργημα του Γκάι Γουντ. Και ακόμη δεν ξεχνιέται το «Someone to Watch Over Me» από την ομώνυμη ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ που ανοίγει το φιλμ με τη φωνή τού Στινγκ να «ίπταται» χαϊδεύοντας τη νυχτερινή Νέα Υόρκη από ψηλά. Υπέροχος και στο «Windmills of Your Mind» από το remake του «Thomas Crown Affair», πανέμορφος και στο «Moonlight» από τη μέτρια «Sabrina» με τον Χάρισον Φορντ και την Tζούλια Όρμοντ, αλλά και στο «You Were Meant for Me» από το χαμένο στο χρόνο «Αίσθημα Μετ’ Εμποδίων».

ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ

«Είμαι μουσικός, αυτή είναι η δουλειά μου. Παίζω σε ταινίες περισσότερο για fun». Αυτό τοποθετεί, εξαρχής τα πράγματα στη σωστή έδρα σχετικά με την κινηματογραφική «καριέρα» του Στινγκ. Είναι μουσικός και όχι ηθοποιός, άλλο που… έτυχε να συμμετάσχει σε κάποιες καλές και ενδιαφέρουσες ταινίες και μπορούμε να τον θυμόμαστε χαρακτηριστικά για τις συμμετοχές του. Από πατάτα, βέβαια, πάει σύννεφο η φιλμική καριέρα του. Πόσο γκαντέμης μπορεί να είσαι, όταν παίζεις στην πιο αποτυχημένη ταινία που έκανε ποτέ ο Ντέιβιντ Λιντς; Μιλάμε για το «Dune» (1984), ένα επικό φιάσκο σε όλα τα επίπεδα, στο οποίο παίζει αυτόν τον αιμοβόρο νέο με τα κίτρινα μαλλιά και το παλαβό ύφος (φωτό). Το 1987 έπαιξε και πλάι στην Καθλίν Τέρνερ, η οποία εκείνα τα χρόνια ήταν στα ντουζένια της, στο «Η Διπλή Ζωή της Τζούλια». Πρόκειται για ένα κακογραμμένο και κακοσκηνοθετημένο φιλμ ενός Πίτερ Ντελ Μόντε, όπου η Καθλίν έχει χάσει σύζυγο και μετά ζει μια «άλλη ζωή» μαζί του αλλά βρίσκει κι έναν εραστή τον Ντάνιελ, που τον παίζει ο Στινγκ, και στο στόρι γίνεται το συμπούρμπουλο και μπερδεύεται χώρος και χρόνος, αλλά πέφτει αρκετό παθιασμένο και μπόλικο σεξ μεταξύ των δύο, και εν πάση περιπτώσει, αν κάνεις κέφι τον Στινγκ, αυτό σου μένει. Ούτε για να το βάλει στο βιογραφικό του, δηλαδή. Έκανε και ένα πέρασμα δύο λεπτών από τις «Περιπέτειες του Βαρόνου Μινχάουζεν», αλλά εκεί μπουκώσαμε τόσο με τις πολλές σεναριακές κορυφώσεις, που ούτε με τον Στινγκ χωνευόταν. Α! Και από το «Δύο Καπνισμένες Κάννες» πέρασε, έγινε φίλος με τον Γκάι Ρίτσι και τον σύστησε στη Μαντόνα… and the rest is history. Κλείνοντας, ας σταθούμε σε πέντε κινηματογραφικά βήματα του Στινγκ που αξίζουν την προσοχή σας.

Ο Στινγκ τραγουδά ζωντανά στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 22 & 23, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.

5

Brimstone & Treacle (1982)


Μεταφορά θεατρικού του Ντένις Πότερ στη μεγάλη οθόνη. Πολύ σκοτεινό και δαιμονικό φιλμ, ο Στινγκ πρωταγωνιστεί σε έναν ρόλο που του πάει και που αρχικά προοριζόταν για τον Ντέιβιντ Μπόουι. Πλάι στην Τζόαν Πλοουράιτ και τον Ντένχολμ Έλιοτ, υποδύεται τον Μάρτιν, έναν περίεργο νέο άνδρα που ταράζει τις ισορροπίες μια κάποιας οικογένειας Μπέιτς (κάτι μας θυμίζει, ε;). Τώρα, δαιμονισμένος ή ευλογημένος ήταν ο νέος αυτός δεν γνωρίζω, πάντως η ταινία πάτωσε στα ταμεία και κατάφερε να τα βγάλει εισπρακτικά με το soundtrack που πήγε περίφημα, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του αποτελείται από τραγούδια και μουσικές του Στινγκ και των Police. Το ομώνυμο instrumental κομμάτι του Στινγκ κέρδισε βραβείο Grammy στην κατηγορία best rock instrumental performance.

4

H Νύφη (1985)

The Bride


Δεύτερη φορά συνεργάζεται ο Στινγκ με τον Φρανκ Ρόνταμ του «Quadrophenia». Παίζει τον Δρα Φράνκενσταϊν που κατασκευάζει μετά από χρόνια ερευνών την τέλεια Εύα, την Τζένιφερ Μπιλς. Και ερωτώ: καμιά ωραιότερη εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε, βρε παιδιά; Αλλά είχε βγει από το «Flashdance» η Τζένιφερ και ήταν να γίνει super star. Που δεν έγινε. Η Ροζίτα Σώκου είχε πει το πιο σωστό για την ταινία αυτή: «Καλή η Τζένιφερ, αλλά για τον Στινγκ, λίγη». Σόρι, αλλά αυτό το κορίτσι να κάνει νούμερα στον Στινγκ και να μην του κάθεται κι αυτός να το κυνηγάει; Ε, πάει πολύ! Λες «ναι» και χωρίς παρακάλια, κουκλίτσα μου. Οι κριτικές ήταν… του φτυαριού τότε, αλλά είναι από τα συλλεκτικά κομμάτια του Στινγκ στο σινεμά σε βασικότατο lead, ενώ αρχικά ήταν να παίξει τον έρωτα της Τζένιφερ. Δεν πειράζει που δεν ισχύει για το φιλμ, αρκεί που τον βλέπουμε σε κάθε καρέ και είναι και στις ομορφιές του.

3

Quadrophenia (1979)


Το ιστορικό rock album των Who γίνεται ταινία και από κριτικές μιλάμε για την καλύτερη στην οποία έχει παίξει ο Στινγκ. Το «Quadrophenia» μας μεταφέρει στο Λονδίνο του 1965, οπότε οι scooter gangs, η μουσική των Mods και το free spirit σηματοδοτούσαν την αλλαγή που τελείτο με τα παιδιά των λουλουδιών στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο Στινγκ μεγάλωσε με τις μουσικές των Who και τυχαία βρέθηκε στις auditions: σαν ανερχόμενο αστέρι που μόλις είχε κυκλοφορήσει το «Regatta de Blanc», ένα από τα καλύτερα albums των Police, πήρε έναν χαρακτηριστικό ρόλο και έγινε ο Ace, με το cult δερμάτινο πανωφόρι και τα κίτρινα μαλλιά. Για το φιλμ έχουν υπάρξει και ντοκιμαντέρ, γιατί είχε σημασία για την κουλτούρα της εποχής και μίλησε για πράγματα που αφορούσαν την αλλαγή στις κοινωνικές δομές του τότε. Η εργατική τάξη, το Λονδίνο της ρουτίνας, των παλαιότερων ηθών, η επιθετικότητα, η βία των νέων, φτιάχνουν ένα pop trademark που κρατά ακόμη τη φήμη του.

2

Η Ασυμβίβαστη (1985)

Plenty


Πρόκειται για έργο του μεγάλου θεατράνθρωπου της Μεγάλης Βρετανίας Ντέιβιντ Χέαρ, το οποίο μόλις είχε ανεβεί στο Πλίμουθ του Λονδίνου και είχε σκίσει. Αν θέλει κάποιος να δει γυναικείο ρόλο με guts (που είναι και πολύ στη μόδα στις μέρες μας), ας αναζητήσει αυτή την ταινία. Η Μέριλ Στριπ υποδύεται καταπληκτικά τη δυναμική, ανεξάρτητη Σούζαν, κάπου στις εκπνοές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Δορυφόροι της ο Σαμ Νιλ, ο Τσαρλς Ντανς και ο Στινγκ που παίζει τον ρόλο του επιβήτορα, με τη Μέριλ να αποφεύγει οτιδήποτε σχετίζεται με δέσμευση σχέσης. Ο Στινγκ, επιλεγμένος από αυτήν, έχει τα looks που την ενδιαφέρουν και μια ουδετερότητα αδιαφορίας που την προκαλεί. Δεν τα κατάφερε κι άσχημα, παρά το ότι ήταν ένας απλά δευτερεύων ρόλος, και η ταινία έχει αρκετό σεξ με τη μεγαλύτερη εν ζωή Αμερικανίδα ηθοποιό. Τότε και οι δύο ήταν κοντά στα 35 τους. Σκηνοθέτης του φιλμ ο Φρεντ Σκέπισι.

1

Επικίνδυνη Δευτέρα (1988)

Stormy Monday


Είναι η καλύτερη ταινία στην οποία έχει παίξει ο Στινγκ. Δεύτερος ρόλος, βέβαια, αλλά ρόλος. Βρέθηκε στο καστ γιατί τα γυρίσματα του φιλμ έγιναν στη γενέτειρά του, το Νιουκάσλ. Υποδύεται έναν ιδιοκτήτη jazz club που δεν δέχεται να πουλήσει το μαγαζί του στον Αμερικάνο Κόσμο, ο οποίος εμφανίζεται με σκοπό να αγοράσει ολόκληρη την πόλη. Σε κάθε τέλος στιχομυθίας λέει κι από μια βρισιά ο Στινγκ, αλλά ο ρόλος τού πάει και ο Μάικ Φίγκις, παρά τις σεναριακές επιφανειακότητες, υπογράφει το σκηνοθετικό του ντεμπούτο και δίνει το στίγμα του, στυλιζάροντας με τις jazzy μουσικές και τα neon χρώματα ένα μουντό αστικό σύμπαν. Μέλανι Γκρίφιθ, Τόμι Λι Τζόουνς και Σον Μπιν στο καστ, με γκρουπάκια και μουσικούς με τους οποίους ο Στινγκ όταν ήταν μικρός έπαιζε μαζί και έμαθε μουσικές, συνθέτουν ένα μικρό αλλά όμορφο φιλμ στα όρια του νουάρ.

TAGS: