AD ASTRA (2019)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα Επιστημονικής Φαντασίας
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζέιμς Γκρέι
- ΚΑΣΤ: Μπραντ Πιτ, Λιβ Τάιλερ, Τόμι Λι Τζόουνς, Ρουθ Νέγκα, Ντόναλντ Σάδερλαντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 122'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Ο αστροναύτης Ρόι ΜακΜπράιντ δέχεται να πάρει μέρος σε μία αποστολή στο διάστημα που ίσως τον φέρει αντιμέτωπο με ό,τι έχει στοιχειώσει περισσότερο την ύπαρξή του σε τούτη τη γη: τον πατέρα του.
Σχεδόν με το ζόρι προστατευόμενος της κριτικής και των ξένων φεστιβάλ, ο Τζέιμς Γκρέι πρωτοεμφανίστηκε με ένα εξαιρετικό ντεμπούτο (το «Little Odessa» του 1994) και κατόπιν πήρε την κατιούσα, με έργα που δεν κατάφεραν να δηλώσουν ποτέ μία ξεκάθαρη άποψη σκηνοθετικής ματιάς και προθέσεων, αλλά με σαφή προτίμηση στο δράμα και τους ανδρικούς leading ρόλους. Στο «Ad Astra» ξεφεύγει από τα γήινα όρια δράσης που είχαν πάντοτε οι ταινίες του, όμως στο πλαίσιο του συγκεκριμένου είδους (της επιστημονικής φαντασίας) τα τελευταία χρόνια έχουμε δει πραγματικά σπουδαία φιλμ (από το «Gravity» μέχρι την «Άφιξη»), με ευρήματα, αφηγηματικότητα και δραματικές κορυφώσεις που απέχουν έτη φωτός από τούτο εδώ.
Φυσικά, ενώ σκηνοθετικά ο Γκρέι σε κερδίζει σταδιακά δημιουργώντας μία πικρή δυστοπία για το κοντινό μας μέλλον και ο Μπραντ Πιτ έρχεται απροσδόκητα ώριμος ερμηνευτικά (σε βαθμό να αντέχει σχεδόν από μόνος του να κρατήσει την ταινία επάνω του), το σενάριο είναι εκείνο που δεν απογειώνει ποτέ το «Ad Astra», μαρτυρώντας ενίοτε τις άπειρες «κλεμμένες» ιδέες από φιλμ του genre που έχουν πεταχτεί ατάκτως εντός ενός αμήχανου story εδώ, δίχως να μπορούν να λειτουργήσουν σε ένα κοινό όραμα και να προσφέρουν ένα φανταστικό φιλμικό «ταξίδι», που στην ουσία θέλει να είναι καθαρά υπαρξιακό, αλλά ποτέ δεν καταλαβαίνεις τι ήθελε να πει ο «ποιητής», πόσω μάλλον και το studio της Fox…
Ειλικρινά, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω με τα «δάνεια» από άλλες ταινίες επιστημονικής φαντασίας! Το ζήτημα της γονικής σχέσης θυμίζει έντονα κάτι από την «Επαφή» (1997). Η μοναχικότητα και οι κακοτοπιές του ταξιδιού φέρνουν ξεδιάντροπα στο νου το «Gravity». Η αποστολή κάνει τα «στραβά μάτια» προς «Interstellar» (2014) και «Solaris» (προς Θεού, όχι του 1972!) μεριά. Ο τελικός προορισμός έχει συγγένειες με το «Event Horizon» (1997), αλλά χωρίς τις… συμπαντικές ακρότητες τρόμου εκείνου (αφήνω εκτός την άκυρη υποπλοκή της εκτός προγράμματος έρευνας της διαστημικής βάσης που το πλήρωμά της εγκατέλειψε για άγνωστο λόγο ή έχει πεθάνει). Και υπάρχει και το φουτουριστικό κομμάτι της Σελήνης που κατέληξε να γίνει ένα είδος «κόπιας» της γήινης κατάντιας, με επίσης άκυρη τη σεκάνς της καταδίωξης από… «πειρατές» του διαστήματος! Όπως εύκολα μπορεί να υποψιαστεί κανείς, όλα αυτά μαζί στο «blender» δεν δίνουν ένα ομοιογενές σε «γεύση» αποτέλεσμα και μεταξύ τους κλωτσάνε αρκετά. Χωρίς αυτά, δε, μένει ένα βαρετό ταξίδι επιθυμητής συνθηκολόγησης μεταξύ πατέρα και υιού, οι οποίοι δεν «χώρισαν» από μίσος τριάντα χρόνια πριν, αλλά βρέθηκαν τόσο μακριά ο ένας από τον άλλον γιατί ο πρώτος έδινε μεγαλύτερη σημασία στις επαγγελματικές του «υποχρεώσεις» (κάτι που «κληρονόμησε» και ο χαρακτήρας του Ρόι, όπως καταλαβαίνουμε από την σε διάλυση σχέση με τη σύζυγό του). Η απουσία γονικής καθοδήγησης αρκεί για να μην αιωρείται άσκοπα όλο αυτό το φιλμ; Όχι.
Αποτυγχάνοντας και σαν ψυχαγωγία αλλά και σαν ένα έργο βαθύτερης σκέψης και ουσίας για την ανθρώπινη ύπαρξη (ειδικά με έναν κεντρικό χαρακτήρα απόλυτα παγερών συναισθημάτων που δεν αγγίζουν διερευνητικά τον ψυχισμό του), το «Ad Astra» αφήνει στη μνήμη ελάχιστες όμορφες εικόνες, τον Πιτ σε αναζήτηση ερμηνευτικής καθοδήγησης (αλλά σε σαφή βελτίωση των δυνατοτήτων του) και τον Μαξ Ρίχτερ να παλεύει να… βουρκώσει την ταινία με τις συνθέσεις του, σχεδόν όπως είχε κάνει ο Γιόχαν Γιόχανσον στην «Άφιξη». ΟΚ, είχε κι εκεί ένα θέμα ο Ρίχτερ. Δεν κουράστηκαν να σκεφτούν ποιον να προσλάβουν εδώ…