FreeCinema

Follow us

Ο ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΗΣ ΤΟΥ ΠΑΡΙΣΙΟΥ (2018)

(L'EMPEREUR DE PARIS)

  • ΕΙΔΟΣ: Αστυνομική Περιπέτεια Εποχής
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ζαν-Φρανσουά Ρισέ
  • ΚΑΣΤ: Βενσάν Κασέλ, Όλγκα Κουριλένκο, Ντενί Μενοσέ, Άουγκουστ Ντίελ, Φρέγια Μέιβορ, Ντενί Λαβάν, Φαμπρίς Λουκινί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 110'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Την εποχή της Αυτοκρατορίας του Ναπολέοντα, διαβόητος φυγάς κατάδικος συνάπτει συμφωνία με την αστυνομία του Παρισιού, αναλαμβάνοντας να μπουζουριάσει όλους τους εγκληματίες που διαφεύγουν τη σύλληψη έναντι απονομής χάριτος. Οι φίλοι του από τα παλιά, όμως, δεν φαίνονται και τόσο πρόθυμοι να σταθούν αρωγοί στα μεγαλόπνοα σχέδιά του.

Καθώς αποτελεί θρυλική φιγούρα τόσο του εγκλήματος όσο και της εγκληματολογίας της Γαλλίας, η ζωή και οι περιπέτειες του Φρανσουά Βιντόκ έχουν μεταφερθεί αρκετές φορές στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Από την ανάλαφρη ρομαντική περιπέτεια του Ντάγκλας Σερκ «Σκάνδαλο στο Παρίσι» (1946), η οποία εξέταζε υπό ένα μάλλον κωμικό πρίσμα το πέρασμά του από την παρανομία στην ευνομία, μέχρι το υπερφυσικό action μυστήριο του Πιτόφ ονόματι «Vidocq» (2001), που πέραν του γεγονότος ότι αποτελούσε μία από τις πρώτες ταινίες που γυρίστηκαν εξ ολοκλήρου με ψηφιακή φωτογραφία δεν είναι και για να τη θυμάται κανείς, κύλησε πολύ νερό στ’ αυλάκι.

Ο Γάλλος σκηνοθέτης Ζαν-Φρανσουά Ρισέ επιστρέφει στην πατρίδα του μετά τη χολιγουντιανή περιπέτεια δράσης «Blood Father: Βίαιη Δικαιοσύνη» (2016) και αναλαμβάνει εκ νέου την εξιστόρηση της δράσης του Βιντόκ, ενθυμούμενος την καλύτερη ταινία της καριέρας του, το «Υπ’ Αριθμόν 1 Δημόσιος Κίνδυνος» (2008), αφού όχι μόνο ξανασυνεργάζεται με τον αγαπημένο του ηθοποιό Βενσάν Κασέλ, αλλά προσπαθεί να δώσει μια κάπως γκανγκστερική χροιά στο εγχείρημα. Η ακριβή και μεγαλεπήβολη παραγωγή, όμως, το τιμόνι της οποίας κρατά στα χέρια του, με το διεθνές ευρωπαϊκό καστ, τα κοστούμια εποχής και την αρκετά μεγάλη δόση βίας, βουλιάζει κάτω από το βάρος της, καθώς προσπαθεί (ατυχώς) να συνδυάσει την αστυνομική περιπέτεια με το ιστορικό πλαίσιο των Ναπολεόντειων Πολέμων των αρχών του 19ου αιώνα.

Το ξεκίνημα δίνεται με μια α λα «Πεταλούδας» (1973) σεκάνς εντός πλοίου γεμάτου κατάδικους που πλέει προς τον τόπο εξορίας τους. Εν μέσω σκληρών κακοποιών και δεσμοφυλάκων που δεν έχουν κανένα πρόβλημα να πετάνε στη θάλασσα όποιον δεν υπακούει στις διαταγές τους, ο ειδικός των αποδράσεων Βιντόκ καταφέρνει να προσθέσει ακόμα μία στο ενεργητικό του, συνεργαζόμενος με συγκρατούμενό του. Θεωρούμενο πλέον νεκρό από τις Αρχές, τον συναντάμε κάποια χρόνια μετά στο Παρίσι να επαγγέλλεται έμπορος υφασμάτων, έχοντας αποκτήσει ψεύτικη ταυτότητα. Προσπαθώντας να βοηθήσει φτωχή πόρνη που μπαίνει στο διάβα του, κινεί το ενδιαφέρον της αστυνομίας καθώς και κάποιων εκ των παλιών γνωστών του, οι οποίοι ουδέποτε είχαν πειστεί πως είχε πράγματι πεθάνει. Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, ο Βιντόκ βρίσκεται εκ νέου μπλεγμένος με εγκληματικά στοιχεία του σκληρού παριζιάνικου υποκόσμου που προσπαθούν να τον καθαρίσουν πάση θυσία, οδηγώντας τον στην απόφαση να σταθεί στο πλάι του νόμου, βοηθώντας τον Αρχηγό της Αστυνομίας του Παρισιού σε μια απέλπιδα προσπάθεια να σώσει τη ζωή του, απαλλαγμένος ταυτόχρονα από εκείνους που τον καταδιώκουν.

Ο Ρισέ έχει δείξει από τις προαναφερθείσες ταινίες του πως γνωρίζει από σκηνές βίαιης χορογραφίας και το αυτό επιδεικνύει κι εδώ. Το παρατραβάει ίσως, προσπαθώντας να πείσει πως η Πόλη του Φωτός τον καιρό του Ναπολέοντα δεν είχε να ζηλέψει και πολλά σε ό,τι αφορά την εγκληματικότητα ακόμα κι από τα πιο κακόφημα saloon του Φαρ Ουέστ, καταφέρνει όμως με μια σειρά από πιστολίδια, μαχαιρώματα και ξιφομαχίες να δώσει μια ιδιαιτέρως άγρια διάσταση στο στόρι του, βοηθούμενος από τη σκοτεινή φωτογραφία η οποία τονίζει επιτυχώς την παρακμή που βασιλεύει στους δρόμους της γαλλικής πρωτεύουσας. Αφαιρεί εντελώς από τον χαρακτήρα του Βιντόκ τα στοιχεία που τον έκαναν να θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της εγκληματολογίας, καθώς (λόγου χάρη) οι καινοτόμες μέθοδοι βαλλιστικής τις οποίες ανέπτυξε δεν θα ταίριαζαν στο προφίλ τού άγριου δικαστή και τιμωρού που χτίζει εδώ. Ο εδώ και συν-σεναριογράφος Ρισέ βρίσκει αντ’ αυτού χώρο για μια μεγάλης διάρκειας υποπλοκή που έχει να κάνει με δολοπλοκίες του τύπου «Ο Περίγελως της Αυλής» (1996), η οποία προκύπτει τόσο χαρακτηριστικά άστοχη ώστε να γίνεται γρήγορα αφόρητη και μαζί ακατανόητη.

Η υποπλοκή αυτή αφορά μια δυναμική και γοητευτική βαρόνη με δίψα για εξουσία, η οποία έχει υποσχεθεί στην κεφαλή της παριζιάνικης αστυνομίας πως θα μεσολαβήσει στον αρμόδιο Υπουργό και δεξί χέρι του Ναπολέοντα, ώστε να του απονεμηθεί το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής. Ο αρχηγός έχει ήδη «προσλάβει» τον Βιντόκ, τρέφοντας την ελπίδα πως η υποσχόμενη από αυτόν άμεση πάταξη της εγκληματικότητας θα συνδράμει θετικά στον στόχο του, με τους τέσσερις χαρακτήρες να επιδίδονται συχνά σε ένα εκτός τόπου γαϊτανάκι ίντριγκας που ουδείς μπορεί να πει με βεβαιότητα σε τι ακριβώς αποσκοπεί. Μέσω των στιχομυθιών του περίεργου αυτού καρέ, αλλά και από τις κραυγές απελπισίας που αναδύονται από τους λασπωμένους δρόμους του Παρισιού, γίνεται μια προσπάθεια να χωθεί μέσα σε όλα τα άλλα και η πολιτική απεικόνιση της μετεπαναστατικής Γαλλίας, καθιστώντας αφενός σαφές πως ο θεσμός της βασιλείας είναι απολύτως τελειωμένος για τη χώρα, με αυτόν του Αυτοκράτορα, αφετέρου, να μην χαίρει ομοίως καμίας ιδιαίτερης εκτίμησης από τον λαό.

Η αντιπαράθεση του Φρανσουά Βιντόκ με τον κάποτε συνοδοιπόρο του, που μεταμορφωμένος σε κάτι σαν Γάλλος Ρομπέν των Δασών έχει επιστρέψει γυρεύοντας εκδίκηση κατά πάντων, δεν ξεφεύγει ποτέ από το στενό πλαίσιο μια προσωπικής κόντρας, οι βάσεις της οποίας δεν γίνονται ξεκάθαρα διακριτές. Ναι μεν ο Βιντόκ κατηγορείται πως πρόδωσε τους «δικούς» του αλλάζοντας τελείως τη ρότα της ζωής του, η εκδικητική μανία εναντίον του, όμως, πάσχει από τον άνευ κινηματογραφικού εκτοπίσματος κακό της υπόθεσης, οι στόχοι τού οποίου να αντικαταστήσει τον Αυτοκράτορα της Γαλλίας με αυτόν του λαού χάνονται μέσα στα πολλά και διάφορα που γίνονται στα δυσώδη στενά καθώς και στα αριστοκρατικά πλούσια σαλόνια της πόλης. Πάει στράφι έτσι και η ως συνήθως πειστική ερμηνεία του Βενσάν Κασέλ στον ρόλο του Φρανσουά Βιντόκ, με τον Ντενί Λαβάν να πετυχαίνει μια γκροτέσκα απόδοση της εκδοχής του αρχηγού του παριζιάνικου υποκόσμου και τον αξιοπρεπή κατά κανόνα Φαμπρίς Λουκινί να κερδίζει βραβείο miscasting, κάνοντας τον φημισμένο για την αγριότητά του Υπουργό Δημόσιας Τάξης του Ναπολέοντα, Ζοσέφ Φουσέ, να μοιάζει με έναν από τους δεκάδες… ρομαντικούς ήρωες που έχει υποδυθεί στην καριέρα του!

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Στέκεται σε γενικές γραμμές σαν αστυνομική περιπέτεια εποχής «Ο Τυχοδιώκτης του Παρισιού», κυρίως χάρη στην έντονη βία της, τα πολλά όμως μέτωπα που ανοίγει μπλέκοντας αριστοκρατικές ραδιουργίες και πολιτικό παρασκήνιο την εκτροχιάζουν, οδηγώντας την σταθερά στο δρόμο της λήθης. Οι φανατικοί του γαλλικού κινηματογράφου, πάντως, ίσως εντοπίσουν κάτι παραπάνω στο κλίμα εποχής, το οποίο προφανώς και θα απωθήσει το κοινό των multiplex.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.