FreeCinema

Follow us

ΚΩΣΤΗΣ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗΣ, Ο ΠΙΟ ΓΛΥΚΟΣ ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Ντοκιμαντέρ
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ελένη Αλεξανδράκη
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Τι μέρος του λόγου ήταν ο Χάιντεγκερ του ρωμέικου τύπου και Τύπου και των οίκων των γραμμάτων μας; Συμμετέχουν «Ζώντες και Τεθνεώτες» κι εκπορεύονται «Μυστικά της Συμπάθειας». Προκύπτει «Ο Εαυτός» του; Και κατά πόσο in memoriam;

Για «πορτρέτο ενός μοναχικού», που «κινείται μακριά από την αγιογραφία» και «πετυχαίνει μια εξαιρετική αντιστοίχιση του θέματος με το όλον του σινεμά, εισάγοντας ταυτόχρονα στιβαρούς μυθοπλαστικούς άξονες» μιλάει το συνοδεύον τη βράβευση της ταινίας στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης κείμενο της Π.Ε.Κ.Κ. Εγκαλώ ευθέως τους συντάκτες του ως διαστρεβλωτές, προχειρογράφους και κλισαδόρους και τους προκαλώ: α) να βρουν έστω κι έναν θεατή που να σχηματίζει την άποψη ότι ο Παπαγιώργης (όχι υπήρξε κάποτε αλλά) ήταν μοναχικός και ότι αυτό το γνώρισμα είναι που του καταλείπει το συγκεκριμένο πορτρέτο, β) να εντοπίσουν την παραμικρή αρνητική (ας μην επικαλεστούν το ξάφρισμα απ’ τις librairies και τα περί μέθης, καταλαβαινόμαστε νομίζω…) αναφορά σε αυτόν, αφού τάχαμου δεν πρόκειται για αγιογραφία, γ) να μου εξηγήσουν τι σημαίνει «αντιστοίχιση του θέματος με το όλον του σινεμά» (αν εννοούν ότι η Αλεξανδράκη έχει «διαβάσει» έναν εκπρόσωπο και τον κόσμο των lettres με ποικιλία στιλιστικών εργαλείων, το εκφράζουν – επιεικώς – ανεπαρκώς, παρεξηγήσιμα και καθ’ υπερβολήν) και πού είδαν τους «μυθοπλαστικούς άξονες», «στιβαρούς» κιόλας, σε κάτι που είναι 95% τεκμηρίωση, με μόνα ίχνη fiction φευγαλέα δάνεια από τα «Κάτω από το Ηφαίστειο», «Η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων» και τη φιλμογραφία της σκηνοθέτιδος συν, δύο αν δεν κάνω λάθος, επίσης περαστικές κι υποτυπώδεις δραματοποιήσεις από τη Μαρία Πανουργιά. Ειλικρινά, με τόσo γλείψιμο και αστοχία ο προσβαλλόμενος Παπαγιώργης θα γελούσε.

Επί του θέματος: η καλύτερη εδώ και χρόνια δουλειά τής Αλεξανδράκη είναι ένα κυριολεκτικά και μεταφορικά ακριβό συλλείτουργο, που κρατά ζωντανά αναμμένο το καντήλι της προσωπικότητας και του έργου μιας από τις λαμπρότερες ημεδαπές δοκιμιακές, μεταφραστικές κι αρθρογραφικές μορφές των τελευταίων δεκαετιών, μαζί με και για τον κύκλο και τους αναγνώστες της. Την ίδια στιγμή, και δύσκολα θα τον συστήσει σε δυνητικούς καινούργιους υπαιτιότητί της, και για τους κινηματογραφόφιλους κάτι παραπάνω από ένα καθόλου ατιμαστικό μνημόσυνο αποδεικνύεται ανίκανη να σταθεί.

Αν κάτι δεν φταίει, σίγουρα είναι η χρονολογική σειρά με την οποία ξεφυλλίζει τον βίο και την πολιτεία τού φίλου της, Κωστή. Ξεκινώντας από τη γενέθλια Υπατία, την Κύμη της παιδικής ηλικίας και το Χαλάνδρι της εφηβείας για να περάσει από τον στρατό και την παριζιάνικα ημιτελή φοιτητική εμπειρία του ίσαμε την Αθήνα της Μεταπολίτευσης, ο σελιδοδείκτης της συμπόρευσης μοντάζ φωτογραφιών τού ανδρός και μαρτυριών των νοματαίων που τον συναναστράφηκαν επισημαίνει με αμεσότητα και γλαφυρή ανεκδοτολογία, στο καλύτερα ελεγχόμενο κομμάτι του φιλμ, τα χωρία που μας τον καθιστούν αυτοστιγμεί ελκυστικό: ο νευρικός πιτσιρικάς, ο γιος τού πολύ αγαπητού εκπαιδευτικού, ο πανούργα απολυμένος με τρελόχαρτο νεοσύλλεκτος, ο κλέφτης και μεταπωλητής livres, ο σε μια τάλε κουάλε παρέα άμιλλας εκκολαπτόμενος διανοούμενος.

Ταυτόχρονα, η Αλεξανδράκη… τσακίζει το αφηγηματικό φύλλο, ίσως για ν’ αποφύγει το παμπάλαιο κακό συνήθειο ανάλογων προτομών να πλανάρουν και να εμψυχώνουν τις τυπωμένες λέξεις με κάθε δυνατό τρόπο, βάζοντας τακτά στο κάδρο ως αντι-«Σιαμαία και Ετεροθαλή» τούς Καραζήση και Πανταζάρα να διαβάζουν, εκτός του να σπικάρουν, ο πρώτος τα εκδοθέντα κι ο δεύτερος τα αδημοσίευτα και σε πρώτο ενικό πονήματα του διττού, του Ιανού (καταπώς θέλει να υπαινιχθεί, μάταια καθώς η – αξιοθαύμαστη – ενότητά τους τη διαψεύδει, η δημιουργός) Παπαγιώργη. Με ποια λογική; Επειδή είναι ορθόφωνοι fans του, επειδή είναι κι αυτοί στην πρώτη γραμμή του δικού τους τομέα, επειδή είναι συνάδελφοί του in art; Εν πάση περιπτώσει, η έμπνευση φαντάζει αδικαίωτη καθώς αδυνατεί, όπως και η πλειονότητα του σιναφιού της όταν εφαρμόζει τη συγκεκριμένη μέθοδο, να ενσταλάξει το συνδυαστικό της επιχειρηματολογίας και της έκφρασης θάμβος τού λόγου του θυμίζοντας, στο οπτικό μέρος, λογοτεχνικό salon για έναν.

Μολονότι επίσης μάλλον αδιαφορεί και σίγουρα αποτυγχάνει να αντιδιαστείλει στοιχειωδώς δραματικά στο αφηγηματικό σώμα δύο καίριες καμπές (ο αλκοολισμός και η οικογενειακή κατάσταση) της βιοτής τού υποκειμένου της, η Αλεξανδράκη ξέρει έως κάποιου σημείου να αφουγκράζεται (ει μη να εκμαιεύει) ό,τι πρέπει κι ό,τι το προφιλάρει περαιτέρω σε επίπεδο σύζευξης συνεντεύξεων, φωτοαρχείου και παραθεμάτων. Τα πρώτα έργα «με το χέρι στις βιβλιοθήκες, όχι στην καρδιά», το σκυλάδικο «Ανατολή» και «το μνήμα» τού ουίσκι, η άνευ διδασκάλου κατάκτηση της γαλλικής και της γερμανικής τις οποίες δόξασε στα ελληνικά, η Ράνια Σταθοπούλου κι ο γιος της ως απόλυτο του έρωτά του και παιδί του αντίστοιχα, ο κολλητός Χρήστος Βακαλόπουλος, ο θάνατος του αδελφού του, η αθεΐα συμπληρώνουν βγαίνοντας κομμάτι κομμάτι, όπως οι κόλλες χαρτιού με τις πανσπερμίας γνώσεων σημειώσεις μέσα σε παλιούς τόμους στα ράφια του, την εικόνα αυτού του ασίγαστα φιλομαθούς υψηλού θεωρητικού του χαμηλού της φύσης μας. Που «έβλεπε τι γινόταν γύρω του», που ως άλλος Γκολιάτκιν ένιωθε «πάντα σαν καρικατούρα του Ντοστογιέφσκι», που ανακάλυψε το joie de vivre με το άλλο του μισό, που με το «Γεια σου, Ασημάκη» έστρεψε τον φιλοσοφικά θρεμμένο κονδυλοφόρο του στον κόσμο των ανθρώπων, που μέσα απ’ το παπαδιαμαντικό «Αλέξανδρος Αδαμαντίου Εμμανουήλ»… πρόβαλλε το για καιρό έλλειμμα εκτίμησης από τον δικό του γεννήτορα.

Σε ακριβώς τούτο το σημείο, είναι που η Αλεξανδράκη, μετά την αισθητά ρουτινιάρικη μόντα των λήψεων πλήθους σε πεζοδρόμια, σκάλες, φανάρια της Αθήνας κ.λπ. για να υποστηρίξει με εικόνες τον οξυδερκώς ανατέμνοντα ουμανισμό του oeuvre τού Παπαγιώργη, πρωτοσκοντάφτει κεφαλαιωδώς και στο επίπεδο της ενστικτώδικης δραματουργικής σύνθεσης εργοβιογραφικών ζητημάτων του. Έτσι, απ’ το πατρικής αιτιολογίας οιονεί σύμπλεγμα κατωτερότητάς του περνάει στο… παιδομάζωμα. Και εκφεύγει, πρώτα στο στριμάρισμα του ειρμού, τσιτάροντας το γδύσιμο ιδεολογημάτων τού 1821 (με φορέα, αν δεν κάνω λάθος, το «Κανέλλος Δεληγιάννης»), και αμέσως μετά θεματολογικά, στα αχρείαστα περί Γιάγκερ από τα «Τρία Μουστάκια», μιας κι ο υπό εξέταση μηδενισμός των Νίτσε – Μαλλαρμέ – Χάιντεγκερ εκεί δεν αντέχει ως αναλόγιο για τη σχετική έκφανση, ως ατόμου και ως στοχαστή, του Παπαγιώργη.

Αυτό το μεταθανάτιο μπούστο, που κάποια στιγμή συναντάει και θυμίζει με άκρυφτη τρυφερότητα αλλά με το αντίθετο της κλάψας κι άλλες «αδυναμίες» του, από τον Παναθηναϊκό μέχρι την Πέμπτη στην ταβέρνα με μια διαγενεακή inteligencia, είναι στα χάι του κάπου εκεί. Όταν το εγκωμιαστικό «Μίλαγε με όλους…» ενός οικείου δένε(τα)ι εννοιολογικά με τη μαιευτική του «Σωκράτη» κι αυτή με τον Φρόιντ (του «Περί Μνήμης»;) και το όνειρο του καιόμενου παιδιού προτού, στην ωραιότερη έκπληξη, σκάνε για πρώτη και μοναδική φορά απανωτά home movies του παροιμιωδώς αλλεργικού στη ραδιοτηλεοπτική παρουσία και φήμη Παπαγιώργη, με υπόκρουση ένα νέο τραγούδι ακόμη ενός προνομιακού συνομιλητή του, του Νίκου Ξυδάκη. Το τέλος, που μετά από μια στα πεταχτά εξομολογητική συνεισφορά της Ζυράννας Ζατέλη ανταμώνει το βιολογικό τέλος αυτού του ζογκλέρ της γλώσσας ανθρωπογνώστη, κόβοντας απότομα τη φόρα και το νήμα της ζωής και τού doc, διαδέχεται, στην εξόδιο ακολουθία των génériques, ένα ακόμα faux pas: τα ονόματα των συμμετεχόντων συνοδεύει, σε μια πρωτοφανή παρέκκλιση από το πρωτόκολλο του είδους, η επαγγελματική ιδιότητά τους – πιστεύει ότι έτσι διατρανώνει την και-του-σαλονιού-και-του-λιμανιού ιδιοσυγκρασία του εκλιπόντος η Αλεξανδράκη; Ο νεκρός δεδικαίωται, το πρέσβευε κάργα επί μιάμιση ώρα. Αλλά (πόσο) συχωρεμένη κι η ταινία;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Sine qua non για τους λάτρεις τού αξέχαστου καλαμαρά. Θα σας κάνει «Λάδια Ξίδια», αν περνιέστε για εργάτες του πνεύματος αλλά δεν είχατε εντρυφήσει στις créations της πένας του (που όμως δεν γκελάρουν στο πανί). Κατώτερο του ύψους τού κου «Ίμερος και Κλινοπάλη» αλλά ψυχανεμιζόμενο την essence του και όχι ευκαταφρόνητο, αν ψάχνεστε πιο πολύ με την Έβδομη Τέχνη. «Κέντρο Δηλητηριάσεων» αν δεν αντέχετε τα ντοκιμαντέρ και δη τα ελληνικά.


MORE REVIEWS

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ ΜΕ ΤΟΝ ΔΙΑΒΟΛΟ

Στα 1977, ένα βραδινό τηλεοπτικό talk show με θέμα τον εορτασμό του Halloween και καλεσμένους με ειδίκευση στο μεταφυσικό εξελίσσεται με τον εντελώς λάθος και εκτός προγραμματισμού τρόπο σε ζωντανή μετάδοση.

BACK TO BLACK

Η σύντομη πορεία της μουσικής καριέρας της Έιμι Γουάινχαουζ, παράλληλα με προσωπικές στιγμές που την οδήγησαν σε ένα τόσο απότομο και άδοξο τέλος.

GHOSTBUSTERS: Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΠΑΓΟΥ

Δαιμονική οντότητα που (πίσω στα 1904) προσπάθησε να κατακτήσει τον κόσμο με στρατιά από φαντάσματα, τρεφόμενη με αρνητικά συναισθήματα ώστε να μειώσει τις θερμοκρασίες στο απόλυτο μηδέν, επιστρέφει στη Νέα Υόρκη του σήμερα για να… το προσπαθήσει ξανά! Who you gonna call?

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΝΕΟΙ

Οι ελπίδες και τα όνειρα μιας χούφτας επίδοξων ηθοποιών του περίφημου Théâtre des Amandiers στο Παρίσι των μέσων της δεκαετίας του ‘80.

Ο ΧΟΡΟΣ ΤΩΝ ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΩΝ

Αμερικανική οικογένεια μετακομίζει σε εξοχική αγγλική έπαυλη, δίχως να λογαριάζει τη φήμη πως το νέο τους σπίτι είναι… στοιχειωμένο εδώ και τρεις αιώνες. Και το φάντασμα του Σερ Σάιμον δεν πολυγουστάρει τους απρόσκλητους επισκέπτες!