ΜΟΥΣΑ (2017)
(MUSE)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ Μυστηρίου
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζάουμε Μπαλαγερό
- ΚΑΣΤ: Έλιοτ Κάουαν, Φράνκα Ποτέντε, Άνα Ουλάρου, Λεονόρ Γουάτλινγκ, Τζοάν Γουάλεϊ, Κρίστοφερ Λόιντ
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 107'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: WEIRD WAVE
Καθηγητής Πανεπιστημίου διατηρεί «παράνομο» δεσμό με μαθήτριά του, η οποία αυτοκτονεί δίχως εξηγήσεις, αφού προηγουμένως του έχει ζητήσει να ορκιστεί πως θα την αγαπά για πάντα. Έναν χρόνο αργότερα, φρικτοί εφιάλτες τον βασανίζουν καθημερινά, ώσπου ανακαλύπτει ότι ένας πραγματικός φόνος που συνέβη στην πόλη του είναι ίδιος με αυτό που ονειρεύτηκε.
Για το είδος αυτών των ταινιών, των θρίλερ με μια έφεση προς το τρομακτικό και το μυστηριώδες, μια αρχική ιδέα είναι το ήμισυ του παντός. Η πηγή της εδώ προέρχεται από το bestseller «Η Γυναίκα με το Νούμερο 13» του Χοσέ Κάρλος Σομόθα και την κινηματογραφική της διασκευή ανέλαβε ο Καταλανός Τζάουμε Μπαλαγερό, δημιουργός της πασίγνωστης σειράς ταινιών τρόμου «[Rec]». Πολλές (στοιχειώδεις) εγγυήσεις, χάσιμο προσανατολισμού στο φιλμικό αποτέλεσμα, ίσως άδικα.
Η «Μούσα» ξεκινά με αυτά που προηγήθηκαν στη σύνοψη και εξελίσσεται μέσω του χτισίματος μιας πλοκής που επιμένει να μας κάνει να… ξεχάσουμε ό,τι συνέβη στην αρχή. Ο καθηγητής (λογοτεχνίας, για την ακρίβεια) θα προσπαθήσει να παραστήσει τον ντετέκτιβ για να μάθει κάτι παραπάνω για την προέλευση του εφιάλτη του που βγήκε αληθινός, στον τόπο του εγκλήματος θα πέσει πάνω σε μια άγνωστη γυναίκα η οποία επίσης ψάχνει «κάτι» και θα του ομολογήσει πως είχε δει το ίδιο όνειρο, και αυτό το (όχι ρομαντικό) δίδυμο θα ταιριάξει στις έρευνες που θα το οδηγήσουν σε έναν κλειστό κύκλο πανεπιστημιακών, οι οποίοι μελετούσαν τη μυθική ύπαρξη έξι μουσών (που δεν είναι οι δικές μας εννέα της αρχαιότητας) που ενέπνεαν με ποιητικά λόγια τα… θύματά τους. Διόλου τυχαία, όλοι τους είναι νεκροί σήμερα, εκτός από έναν που (μάλλον) φρόντισε να εξαφανίσει τα ίχνη του ύστερα από ένα μυστηριώδες «ατύχημα».
Το εύρημα με τις μούσες είναι εξαιρετικό, όμως η αφήγηση σταδιακά «μπάζει», κυρίως εξαιτίας ενός σεναρίου που παραμένει μονίμως αναποφάσιστο γύρω από την εικονογράφησή τους, το κάθε πότε θα εμφανίζονται και το… ποιος είναι ο σκοπός τους στην ιστορία, διάβολε; Μπλέκοντας (στο κομμάτι της άγνωστης συνοδοιπόρου) μια υποπλοκή σωματεμπορίας που δεν εξυπηρετεί κανέναν και βάζοντας ή εξαφανίζοντας από το πλάνο μια συνάδελφο του καθηγητή που προσπαθεί να βοηθήσει, ο θεατής μπερδεύεται αδίκως με τα τεκταινόμενα, ενώ ακριβώς μπροστά στα μάτια του υπήρχε ένα θέμα ζουμερό και ενδιαφέρον για ταινία τρόμου. Παραδόξως, έχοντας αφήσει πίσω του τα ζόμπι, ο Μπαλαγερό αποποιείται των αιματηρών εικόνων και προσανατολίζεται περισσότερο προς τη δημιουργία μιας απειλητικής ατμόσφαιρας, η οποία αστοχεί κυρίως… όταν εμφανίζονται οι μούσες (εκεί που στηρίζεται όλη η αξία του φιλμ, δηλαδή!).
Ενδεχομένως το πράγμα να «σκάλωσε» στη σεναριακή διασκευή που μείωσε τις μούσες από δεκατρείς σε έξι (με μια επιπλέον ανατροπή γύρω από το όλο θέμα), ενώ οι επεξηγήσεις γύρω από τα συμβάντα του παρελθόντος, ώστε να συμπληρωθεί με μεγαλύτερη κατανόηση το puzzle, βγαίνουν… με το τσιγκέλι, αποδυναμώνοντας κάθε κίνητρο των ηρώων. Το παράξενο αμάλγαμα του διεθνούς καστ κάνει ό,τι μπορεί για να λειτουργήσει συνολικά (πόσο αναξιοποίητη η Τζοάν Γουάλεϊ) μέσα στο πλαίσιο μιας καλοδουλεμένης παραγωγής, με την τελική λύση του μυστηρίου να θέλει κάμποση σκέψη (αν όχι και επανάληψη…) μετά το τέλος του φιλμ. Σίγουρα όχι ένα απόλυτο ναυάγιο, αλλά μια χαμένη ευκαιρία για κάτι αξιομνημόνευτο με θέμα τις (έστω και εντελώς φανταστικές εδώ) μούσες.