FreeCinema

Follow us

BLACK PANTHER (2018)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Φαντασίας
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ράιαν Κούγκλερ
  • ΚΑΣΤ: Τσάντγουικ Μπόουζμαν, Μάικλ Μπ. Τζόρνταν, Λουπίτα Ενγιόνγκ’ο, Ντανάι Γκουρίρα, Ντάνιελ Καλούγια, Μάρτιν Φρίμαν, Φόρεστ Γουίτακερ, Λετίσια Ράιτ, Γουίνστον Ντιουκ, Άντζελα Μπάσετ, Άντι Σέρκις
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 134'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD

Μετά τον θάνατο του βασιλιά της Wakanda o γιος του, πρίγκιπας T’Challa, ανεβαίνει στον θρόνο της μικρής μεν, τεχνολογικά υπερανεπτυγμένης δε αφρικανικής χώρας. Όταν, όμως, ένας άσπονδος φίλος από τα παλιά καταφθάνει για να διεκδικήσει αυτό που πιστεύει πως του ανήκει, το σκήπτρο του Black Panther αρχίζει να μην στέκει τόσο σταθερά στα χέρια του.

Καθώς κουβαλά το hype της ταινίας – οροσήμου για τον κόσμο των super ηρώων ως η πρώτη με σχεδόν αποκλειστικά μαύρους ηθοποιούς, η Marvel ίσως να οραματίζεται πως ετούτη η περιπέτεια του Black Panther θα αντιμετωπίζεται στο μέλλον (το άμεσο, μάλιστα, μιας και η έννοια του κλασικού περισσότερο ορίζεται πλέον παρά αποκτάται με τα χρόνια) ως επίτευγμα ανάλογης σπουδαιότητας για την αμερικάνικη κινηματογραφική κουλτούρα με αυτό του παλαιότερου «Μαύρου Πάνθηρα» (1971), γνωστού περισσότερο ως «Shaft» (ο ελληνικός τίτλος τής εποχής πρέπει να παραδεχθούμε πως έβλεπε πολύ μπροστά!).

Τότε, την εποχή που η βίαιη αστυνομική περιπέτεια βρισκόταν στο φόρτε της, ήταν ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ που αναλάμβανε να δώσει υπόσταση στη φωνή των μαύρων (μέσω) του Χόλιγουντ. Τώρα, που τα πάντα στην εκεί βιομηχανία του σινεμά περιστρέφονται γύρω από τους οδεύοντες προς κορεσμό (εάν δεν έχουν φτάσει ήδη εκεί, δηλαδή) χάρτινους ήρωες των comics, είναι ένας από αυτούς που αναλαμβάνει τη σχετική δράση. Τότε, ο γίγαντας της μαύρης μουσικής Άιζακ Χέιζ αναλάμβανε να γράψει τα τραγούδια του φιλμ (κερδίζοντας ένα από τα πιο δίκαια βραβεία Όσκαρ της κατηγορίας αυτής, αφού συνέθεσε ένα αριστούργημα της soul – και όχι μόνον). Τώρα, είναι ο αντίστοιχος (για τα σημερινά, ας πούμε, δεδομένα) Κέντρικ Λαμάρ, που θέλει πιθανόν να επαναλάβει το ίδιο, πλην όμως οι προσπάθειές του παραμορφώνονται από το πολύ vocoder και την έλλειψη μελωδίας.

Οι εποχές, βέβαια, έχουν σαφέστατα αλλάξει προς το καλύτερο σε ό,τι αφορά τη θέση των μαύρων ηθοποιών στο Χόλιγουντ (όχι όμως και ο γενικότερος ρατσισμός στην Αμερική), οπότε – υπό αυτό το πρίσμα – εκείνο που η Marvel ίσως υπονοεί με ετούτο εδώ, είναι πως γύρισε την πρώτη «σοβαρή» μαύρη υπερ-ηρωική ταινία. Βέβαια, εκείνες που προϋπήρξαν και είχαν κεντρικούς ήρωες του ιδίου χρώματος («Spawn», «Blade»), «ξεχνιούνται» σε αυτή τη θεώρηση των πραγμάτων, μιας και δεν λογίζονται ως άξιες λόγου (προφανώς). Μέσα σε αυτό το κλίμα των… πανηγυρισμών, λοιπόν, κάπου γίνεται αντιληπτό πως αυτοί που ασχολήθηκαν με το συγκεκριμένο project, λησμόνησαν πως πρέπει να γυρίσουν και μια ταινία που να συμβαδίζει κάπως με τα μεγαλόπνοα σχέδιά τους. Ο «Black Panther» όχι μόνο δεν στέκει στο ύψος των θορύβου που τον περιβάλλει μήνες τώρα, αλλά δείχνει ανήμπορος να βάλει φρένο στην κατιούσα που έχουν πάρει οι (άπειρες πλέον) ταινίες του genre γενικά, αλλά και του συμπαντικού κόσμου της Marvel ειδικά.

Τοποθετημένη χρονικά μετά τα γεγονότα του «Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος» (2016), κατά τα οποία ο βασιλιάς T’Chaka έχασε τη ζωή του στη βομβιστική επίθεση εναντίον του κτηρίου των Ηνωμένων Εθνών στη Βιέννη, η ταινία ξεκινά σαν παιδικό παραμύθι, όπου εξιστορείται η δημιουργία της Wakanda καθώς και η «γέννηση» του Black Panther. O κληρονόμος του θρόνου T’Challa επιστρέφει στη χώρα του, την οποία ο υπόλοιπος κόσμος θεωρεί πάμφτωχη (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στην καλά κρυμμένη πραγματικότητα), για να φορέσει το στέμμα του αλλά και τη στολή τού Black Panther (που πηγαίνει σετάκι με το στέμμα). Η δύναμη της Wakanda είναι η τεχνολογία της, που αντλείται από το πολύτιμο βιμπράνιο, μέταλλο το οποίο αφενός μόνον εκεί μπορεί να βρεθεί, αφετέρου δεν δείχνει διατεθειμένη να μοιραστεί με άλλους, φοβούμενη μην πέσει στα λάθος χέρια, παρά την ένδεια της αφρικανικής ηπείρου και των χωρών που την περιβάλλουν. Όταν ένας λευκός έμπορος όπλων και ένας συμπατριώτης τού Black Panther, ονόματι Killmonger, ενώνουν τις δυνάμεις τους με σκοπό να κυριαρχήσουν στη Wakanda βάζοντας χέρι στα πολύτιμα αγαθά της, ο T’Challa αναζητεί όποια βοήθεια μπορεί να λάβει ώστε να σώσει το βασίλειό του, είτε αυτή προέρχεται από έναν πράκτορα της CIA, είτε από την πανίσχυρη γυναικεία φρουρά της χώρας.

Στην προσπάθειά του να επαναπροσδιορίσει (για χιλιοστή φορά) το είδος, ο Ράιαν Κούγκλερ παρουσιάζει μια ταινία με λίγη για τα standards του genre δράση, με πολλούς και ανούσιους (καθώς στερούνται σχεδόν ολοκληρωτικά χιούμορ) διαλόγους, αφήνοντας για αρκετή ώρα τον κεντρικό του ήρωα «γυμνό» από τις ειδικές δυνάμεις που του παρέχει η στολή του, επιχειρώντας μια πιο θνητή προσέγγιση (στα πρότυπα ίσως του περσινού «Λόγκαν»). Όλα αυτά δεν λειτουργούν εν τέλει υπέρ της ταινίας του, μιας και αυτή καταλήγει να βρίθει άφθονου αφρικάνικου folclore, με τους μάγους της φυλής και τις σχετικές τελετουργίες που κρύβουν έναν – υποτίθεται – αρχέγονο μυστικισμό, που θα ήθελαν να υπενθυμίσουν (υποθέτω) τους δεσμούς της μαύρης ηπείρου με τα «αδέλφια» της Αμερικής. Τα (λέγε με και) πολιτικά σχόλια, περί δουλείας και καραβιών που απέπλεαν γεμάτα σκλάβους από τις ακτές της Δυτικής Αφρικής, περνάνε και δεν ακουμπάνε, αφού χάνονται κάπου ανάμεσα στα ξεθυμασμένα CGI και την εξουθενωτική διάρκεια, με αποτέλεσμα οι δύο-τρεις σχετικές ατάκες να καταλήγουν να είναι η υποσημείωση της υποσημείωσης, πέραν του γεγονότος πως κινούνται εντός απολύτως ασφαλών ορίων, καθώς με το box-office δεν είναι να παίζει κανείς…

Κάπως έτσι, η προσδοκώμενη ανανέωση έρχεται περισσότερο από την ισχυρότατη παρουσία του γυναικείου φύλου, που εδώ μπορεί να μην κρατά τον πρωταγωνιστικό ρόλο (όπως στην πρόσφατη «Wonder Woman»), παίζει όμως καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη, αποτελώντας το βαρόμετρο που κρίνει τον νικητή της μονομαχίας μεταξύ καλού και κακού. Παράλληλα, ο Κούγκλερ ρίχνει στο cocktail ισχυρές δόσεις από… Τζέιμς Μποντ (!), μέσω των σκηνών της αδελφής τού T’Challa που εμφανίζεται ως θηλυκή εκδοχή του Q, παρέχοντας και επιδεικνύοντας στο hi-tech εργαστήριό της τα gadgets που κατασκευάζει ειδικά για εκείνον. Εμπλουτίζει, δε, τη σχετική αναφορά μέσω μιας σεκάνς με ξύλο και πιστολίδι εντός casino της Νοτίου Κορέας, κατεξοχήν χώρου δράσης του πράκτορα 007 (με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, αφού από τη μια δείχνουμε πως είμαστε κοσμοπολίτες, από την άλλη ικανοποιούμε και την ελκυστική ασιατική αγορά). Δεν φορτώνει κιόλας τον κακό της υπόθεσης με τίποτα ακατανόητα, μεγαλεπήβολα σχέδια περί καταστροφής του κόσμου, αλλά οι προθέσεις του οριοθετούνται από την προαιώνια δίψα για εξουσία και εκδίκηση, με τον Μάικλ Μπ. Τζόρνταν (που φέρει μια όχι τυχαία, πιστεύω, α λα Κιμ Τζονγκ Ουν κόμμωση!) να είναι ο πιο πειστικός από τους πολλούς και διάφορους που παίζουν εδώ.

Ενώ, όμως, όλα αυτά προσπαθούν να κρατήσουν το ενδιαφέρον σε ένα στοιχειωδώς minimum επίπεδο, το ίδιο δεν ισχύει για το γαλαζοαίματο ρομαντικό μέρος της πλοκής, που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει μέσα από τον… «Πρίγκηπα της Ζαμούντα» (1988), χωρίς να έχει σε καμία περίπτωση την ελαφρότητα των crowd-pleaser του Έντι Μέρφι, μιας και εδώ τα πράγματα εμφανίζονται απολύτως σοβαρά. Το τελευταίο υπονομεύεται από τη χτυπητά εξωτική αφρικάνικη προφορά όλου σχεδόν του καστ (του Black Panther συμπεριλαμβανομένου), αλλά και από τα τόσο εύκολα και καλοσυνάτα μηνύματα περί ισότητας και αγάπης μεταξύ των λαών, που κάνουν το ταξίδι, από τον πλανήτη της πολιτικής ορθότητας σε αυτόν του μυστικού τεχνολογικού παραδείσου της Wakanda, να φαντάζει πιο απλό και από ένα σάλτο τού βασιλιά της φανταστικής αυτής χώρας.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Η Marvel μπλέκει σοβαρότητα με σοβαροφάνεια, με αποτέλεσμα το αφροφουτουριστικά κομιξάδικο υπερ-ηρωικό της έπος να μην μπορεί να σταθεί καλά στα πόδια του. Οι φανατικοί τού genre δύσκολα θα αντισταθούν, ασφαλώς, θα βρεθούν όμως αντιμέτωποι με ένα φιλμ που δεν έχει ούτε τη δράση που θα περίμενε κανείς, ούτε τη χαβαλεδιάρικη «αποδόμηση» η οποία έχει επιχειρηθεί στο πρόσφατο παρελθόν από άλλες ταινίες του είδους. Οι υπόλοιποι δύσκολα θα καταφέρουν να μην βαρεθούν ή να αδιαφορήσουν παντελώς για τα τεκταινόμενα. Θα έχει ενδιαφέρον, πάντως, η εισπρακτική πορεία του φιλμ στη χώρα μας, καθώς ως γνωστόν το μαύρο… δεν τσουλάει στα ντόπια ταμεία (για να το θέσουμε κομψά).


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.