FreeCinema

Follow us

SUBURBICON (2017)

  • ΕΙΔΟΣ: Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τζορτζ Κλούνεϊ
  • ΚΑΣΤ: Ματ Ντέιμον, Τζουλιάν Μουρ, Γκλεν Φλέσλερ, Όσκαρ Άιζαακ, Γκάρι Μπασαράμπα, Νόα Τζουπ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 104'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Στη δεκαετία του ’50 και σε ειδυλλιακή πόλη της αμερικάνικης επαρχίας, η οποία αναστατώνεται από την άφιξη οικογένειας μαύρων, κακοποιοί εισβάλουν στο σπίτι τριμελούς φαμίλιας και σκοτώνουν την ανάπηρη μητέρα. Ο πατέρας πενθεί, έχει όμως μπλέξει σε μια ιστορία εγκλήματος και προδοσίας που γρήγορα ξεφεύγει από τα χέρια του.

Σε ελεύθερη πτώση βρίσκεται εδώ και αρκετά χρόνια η κινηματογραφική καριέρα του Τζορτζ Κλούνεϊ (η κουτσομπολίστικη καλά κρατεί, αλλά αυτό δεν εμπίπτει στα ενδιαφέροντά μας), με την τελευταία πραγματικά σπουδαία του ταινία, είτε ως ηθοποιός είτε ως σκηνοθέτης, να βρίσκεται κάποια χρόνια πίσω, στο «Gravity» (2013) του Αλφόνσο Κουαρόν. Τα ίδια πάνω-κάτω ισχύουν και για τους (σεναριογράφους εδώ) αδελφούς Κοέν, οι οποίοι όποτε έχουν γράψει σενάριο που δεν έχουν σκηνοθετήσει οι ίδιοι, το αποτέλεσμα που προκύπτει είναι μάλλον θλιβερό (βλέπε, για παράδειγμα, το ολοκληρωτικά αποτυχημένο «Εντιμότατοι Απατεώνες», που για κάποιον αδιευκρίνιστο λόγο θεωρήθηκε και remake του διασκεδαστικότατου «Gambit» από το 1966). Με βάση όλα αυτά, το να προέκυπτε κάτι το εντυπωσιακό από τη νέα συνεργασία των τριών καλών φίλων θα ήταν μάλλον έκπληξη – η οποία, δυστυχώς για όλους μας, δεν έρχεται.

Η πόλη Suburbicon, είναι το όνειρο κάθε λευκού Αμερικάνου οικογενειάρχη. Μια ουτοπία με πληθυσμό 60.000 κατοίκων, όμορφα περιποιημένα σπίτια με καταπράσινους κήπους, μεγάλα άνετα καταστήματα, και πάνω απ’ όλα ευγενικούς ανθρώπους. Οι τελευταίοι, όμως, δείχνουν μια κάποια απέχθεια στο μαύρο χρώμα, ως εκ τούτου όταν καταφθάνει στην πόλη η πρώτη αφροαμερικάνικη οικογένεια, δεν αντιδρούν και τόσο ψύχραιμα. Ακόμα χειρότερα, η άφιξη των «παρείσακτων» ξένων συμπίπτει με πρωτοφανές κρούσμα δολοφονίας το οποίο αναστατώνει τους πάντες, με πρώτον απ’ όλους τον καθ’ όλα αξιοπρεπή, πλην όμως χήρο πλέον πατέρα ενός παιδιού, ο οποίος βλέπει εν μια νυκτί τον κόσμο του να γκρεμίζεται. Παρ’ όλα αυτά, βρίσκει γρήγορα παρηγοριά στην δίδυμη αδελφή της μακαρίτισσας γυναίκας του, ανοίγοντας ταυτόχρονα έναν κύκλο υποψιών για το ρόλο του στην όλη υπόθεση, τόσο από την αστυνομία όσο και από τον δεκάχρονο γιο του.

Οι δύο (στην πραγματικότητα) ιστορίες που αποτελούν τον κορμό του «Suburbicon», δεν συνυπάρχουν πότε επί της ουσίας, αφήνοντας την αίσθηση εντελώς διαφορετικών σεναριακών συλλήψεων, που με το ζόρι ενώθηκαν σε μια. Η αμιγώς κοινωνική, που θίγει το άλυτο πρόβλημα του ρατσισμού κατά των μαύρων στην Αμερική, με τρόπο που θυμίζει τα πρόσφατα γεγονότα στο Σάρλοτσβιλ, είναι εντελώς αποσπασματική και αποτυχημένη. Ο Κλούνεϊ (που εμφανίζεται ως συν-σεναριογράφος στα credits), είναι φανερό πως έχει βάλει το χέρι του σε αυτό το κομμάτι της ταινίας, αδυνατώντας όμως να χτίσει ένα πειστικό περιβάλλον ρατσιστικής βίας προερχόμενης από τον όχλο, αφού ζήτημα είναι οι μεν μαύροι πρωταγωνιστές του να λένε συνολικά τρεις ατάκες σε όλο το φιλμ (!), ενώ οι δε λευκοί ταραξίες δεν στέκουν ούτε σαν μέσο χειραγώγησης της οργής του θεατή, με τον καρικατουρίστικο τρόπο που παρουσιάζονται.

Το δεύτερο κομμάτι του φιλμ, που τρέχει παράλληλα, είναι σαφώς πιο διασκεδαστικό, δεν χρειάζεται όμως παρά μια απλή βασική γνώση επί του σινεμά των Κοέν για να αντιληφθεί κανείς πως αυτό που σου σερβίρουν εδώ είναι… ξαναζεσταμένο φαγητό. Η μαύρη κωμωδία εγκλήματος θυμίζει έντονα το «Fargo» (1996) και το «Μόνο Αίμα» (1984), με τη διαφορά πως και τα δύο αυτά ήταν… απείρως καλύτερα (έτσι απλά). Ο Κλούνεϊ προσπαθεί με έναν «υπόγειο» τρόπο (τόσο υπόγειο που γίνεται… αόρατος) να σχολιάσει την αδικαιολόγητη βία (ψυχολογική και όχι μόνο) που υπομένει η μαύρη οικογένεια, ενώ την ίδια ώρα στο σπίτι της «καλής» γειτονικής λευκής, γίνεται το έλα να δεις από ποινικής άποψης, χωρίς να νοιάζεται κανείς!

Υπάρχουν, πάντως, κάποια ψήγματα σαρδόνιου κοενικού χιούμορ σε αυτό το επιμέρους στόρι, προερχόμενα κυρίως από τον δαιμόνιο ασφαλιστή του Όσκαρ Άιζαακ, ο οποίος – οσφραινόμενος την απάτη από χιλιόμετρα – δίνει ρέστα, δυστυχώς για λίγα λεπτά της ώρας, όμως, σε μόλις δύο σκηνές του φιλμ. Οι τυπικοί, κάθε άλλο παρά αξιαγάπητοι ήρωες που παρουσιάζουν οι Κοέν στις δικές τους ταινίες, εκλείπουν εδώ, αφού ο Κλούνεϊ προσπαθεί μεν, δεν μπορεί όμως να εντάξει σε αυτό το πλαίσιο τους δύο βασικούς του χαρακτήρες, αφήνοντάς τους να επιδίδονται σε ένα ρεσιτάλ αφελούς ηλιθιότητας (ειδικά ο χαρακτήρας της Μουρ), που ενίοτε έχει την πλάκα του, αλλά στην τελική παραμένουν κακέκτυπα του παρελθόντος των δημιουργών τους. Αφηγούμενος συχνά τα γεγονότα μέσα από τα μάτια του μικρού αγοριού, το οποίο αποδεικνύεται απείρως πιο έξυπνο από όλους τους ενήλικες, γίνεται μια προσπάθεια από τον Κλούνεϊ να καλυφθεί αυτή η αδυναμία της ταινίας του, καθώς ο πιτσιρικάς προσπαθεί να ενώσει τα κομμάτια του puzzle της παράξενης συμπεριφοράς του πατέρα του. Το βέβαιον, πάντως, είναι πως οι χιτσκοκικές αναφορές με την Μουρ να εμφανίζεται σε διπλό ρολό ξανθιάς και μελαχρινής (καταλάβατε, έτσι;), καλό θα ήταν να είχαν αποφευχθεί, μιας και η μαύρη κωμωδία απέχει πλήρως από τα χαρακτηριστικά της διακωμώδησης. Ήταν αρκετά «μπηχτή» αυτό;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Το ευρύ κοινό, που θα θαμπωθεί από τα λαμπερά ονόματα των ηθοποιών και του σκηνοθέτη, θα βρει το φιλμ εν μέρει διασκεδαστικό, ειδικά σε ό,τι έχει να κάνει με το αμιγώς αστυνομικό μέρος του. Οι αληθινοί fans των αδελφών Κοέν θα χαμογελάσουν συγκαταβατικά, καθώς θα σκεφτούν πως όλο αυτό το έχουν ξαναδεί στο παρελθόν – και μάλιστα πολύ καλύτερο. Αμφότεροι, πάντως, δεν θα «χαλαστούν» ιδιαίτερα, αλλά δεν θα βγουν και από την αίθουσα πανηγυρίζοντας.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.