FreeCinema

Follow us

ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ (2017)

(SOUS LE MEME TOIT)

  • ΕΙΔΟΣ: Οικογενειακή Ρομαντική Κομεντί
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ντομινίκ Φαρουτζιά
  • ΚΑΣΤ: Λουίζ Μπουργκουάν, Ζιλ Λελούς, Μανού Παγέ, Μαριλού Μπερί
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 97'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Επαγγελματικά αχαΐρευτος μοιχός καταφεύγει ρέστος στο τσαρδί που, μετά τη λύση του γάμου του, είχε αφήσει σε γυναίκα και παιδιά. Αυτά… τρελαίνονται, αυτή πάει γι’ άλλα. Θα «παίξουν» διάφορα. Μαζί (ξανά) μπορούν;

Δεν το περίμενα ότι θα μου δινόταν τόσο γρήγορα η ευκαιρία να το πω αλλά ιδού: τώρα θα καταλάβεις τι ταινιάρα ήταν το «Όταν Τελειώσει ο Έρωτας», Νίκο Παλάτε. Την αφορμή μου δίνει η απογοητευτική φαιδρή εκδοχή του, επιβεβαιώνοντας πρώτον ότι οι διαρροές και οι δανεισμοί στα σενάρια, που πάνε σύννεφο στις ΗΠΑ, λαμβάνουν χώρα και στη Γαλλία. Και δεύτερον ότι είναι απίθανο, πια, μετά από μια καριέρα άνω των είκοσι χρόνων, να δω κάποτε έστω και μία… σοβαρή δουλειά από τον στανικά κινούμενο στον χώρο του πιασάρικου εύωχου θεάματος Ντομινίκ Φαρουτζιά, πάλαι ποτέ ιδρυτικό μέλος μαζί με τον Αλέν Σαμπά της κωμικής ομάδας Les Nuls (Οι Τιποτένιοι).

Βρίσκοντας διανομή στην Ελλάδα για πρώτη φορά (καταλάβατε…), ο τύπος (είναι η ποντικομαμή που παίζει περαστικά τον φίλο στο αναπηρικό καροτσάκι, για όσους το δείτε) έχει και το όνομα και τη χάρη (το αντίθετό της, δηλαδή), κι εν προκειμένω κολλάει τη ρετσινιά επίσης στον Ζιλ Λελούς και τη Λουίζ Μπουργκουάν. Χωρισμένοι, με party διαζυγίου μάλιστα, καθότι αυτός είχε υπάρξει άπιστος και αυτή του ‘χε δώσει τα παπούτσια στο χέρι, θα βρεθούν να ξανατρώγονται, υπό την ίδια στέγη που λέει κι ο γαλλικός τίτλος, όταν o μεσιέ, ανέστιος εξόν άφραγκος ενώ προσδοκά να κονομήσει αν τον πάρει γι’ ατζέντη του νεαρός ποδοσφαιρισταράς, ξαναμετακομίζει σπίτι επικαλούμενος το ότι του ανήκει το 20%. Το τεταμένο της συγκατοίκησης, η μπάλα του οποίου παίρνει και τα δύο βλαστάρια τους, επιτείνει το σε κάθε επίπεδο χυμαδιό του αεριτζή εκείνου και η πρεμούρα της νοσοκόμας εκείνης να βρει γκόμενο. Θα ξαναγαπηθούν ή θα γίνουν από δυο χωριά χωριάτες;

Χωριάτικη αντί niçoise είναι, πάντως, σίγουρα η σαλάτα που κάνει ο Φαρουτζιά. Οι επανερχόμενες σκηνές τού bromance με τον κολλητό ελεύθερο… πουλί, Πρόεδρο της ομάδας τού άσου, αυτοτροφοδοτούνται κρυφακούγοντας «όσα λένε οι άντρες μεταξύ τους». Τα πρώιμα επεισόδια του ξεκρέμαστου από κεραμίδι ψιλοκάφρου δίνεται η εντύπωση ότι επιδιώκουν να αφήσουν μια essence ευαισθητοποίησης του κοινού στο θέμα της αστεγίας, ώσπου οι αβροί τόνοι χιούμορ (με τον κωλοπαιδισμό τού μεσιέ να βγαίνει στη σέντρα μη πειστικά ψύχραιμα σειριακά από γνωστούς στους οποίους καταφεύγει για φιλοξενία) παραχωρούν το παγκάκι τους σ’ ένα τρελό sketch επαπειλούμενης αήθως στενής επαφής μ’ έναν clochard. Το κομμάτι τού καμακιού τής μαντάμ πουλάει το δικαίωμα και τα διαδικαστικά της αυτοδιάθεσης του ασθενούς φύλου. Τα σούξου μούξου με τη σκοταδόψυχη teenager κόρη και τον ευπροσήγορο μόλις έφηβο γιο φιλοδοξούν να βάλουν στο θεματολόγιο, φασματικά, επίσης τα συναισθήματα των (και καλά ωριμότερων απ’ τους γονείς τους, μπας κι έχουν έτσι περισσότερη πλάκα τα καμώματα των μεγάλων) τέκνων που γίνονται άνω κάτω μέσα στο μπάχαλο της εκ νέου συνεπιμέλειας από τη μαμά και τον μπαμπά που αδυνατούν να ξανατακιμιάσουν.

Η γαρνιτούρα στη μηδαμινή αλήθεια των σχέσεων που περιέχεται στο συνονθύλευμα είναι τα αστεία που τρατάρονται όχι αηδώς λεκτικά εν πρώτοις, αλλά μπουχτίζουν άνοστα όταν κλιμακώνουν φαρσικά απρόσφορα. Η διακοπτόμενη επί τούτου από τον παιδιαρίζοντα πρώην, μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους εξωσυζυγική πρώτη φορά της γυναίκας-από-πάνω με τον ζωντοχήρο γιατρό που γυροφέρνει καταλήγει σε (και κινηματογραφική) καταστροφή όταν ντου στο «τρίο» (punchline που συντηρείται με το ζόρι διηγητικά κατεψυγμένο σε ακόμη δύο σκηνές) κάνουν και τα ανήλικα. Μια σαν ονείρωξη παραλίγο γενετήσια επανασυνεύρεση των ex ψευτίζει ανοργασμικά και, ακόμα χειρότερα, εκβάλλει ουρανοκατέβατα σε μια τροπή σχολικού bullying. Και σε μια κλωτσοπατινάδα στο εξοχικό τού docteur, όπου βγαίνουν και όπλα, είναι ο Λαμπίς τον οποίο παίρνουν τα σκάγια του Φρόιντ που ‘χει στο στόχαστρό του την ανευθυνότητα του όποιου πλημμελούς κηδεμόνα εκεί έξω.

Μέσα στο όργιο και μέσα σ’ όλα (με την κακή έννοια), η πένα καταφέρνει να βάλει χέρι και σε μεγάλες αλήθειες ή σε απτές προσωπικές πτυχές. Το «ζεις με κάποιον 15 χρόνια και μια μέρα σου είναι άγνωστος» αντηχεί και η πλήρης θαλπωρής εξιστόρηση στα νιάνιαρα της πρώτης γνωριμίας του απ’ το στα μαχαίρια ζεύγος έχει αφτιασίδωτη χάρη. Δύναμη διαθέτει και το γλεντάκι στο οποίο η οικοδέσποινα ξεμπροστιάζει τους εν αγνοία της καλεσμένους, κάποτε κοινούς φίλους, για τα δικά τους διαπροσωπικά χαΐρια, όμως τη μαρκάρει αιφνιδιαστικά ως χαιρέκακη, άσε ότι παρουσιάζει τόση ομοιότητα μ’ έναν παρεμφερή κόμβο του φιλμ του Λαφός ώστε σηκώνει μήνυση. Σπανιότερα, σκάει κάποιο οπτικό γκαγκ που δείχνει ότι θα σου κάνει νέο συκώτι αλλά ξεγυμνώνεται σαχλά – όπως της σέλφι με το κωλομέρι και την πεθερά, καλή ώρα. Πολύ πιο συχνή είναι η αδυναμία όχι μόνο αυτό το γκαγκ να κάνει γκελ αλλά και να βρει τη θέση του σε αληθοφανείς περιστάσεις χωρίς να εκθέτει τη δραματουργία και τα σκίτσα χαρακτήρων, κάτι που συμβαίνει με την «αλυσίδα» τού je ne sais quoi τού περιγύρου όσον αφορά την αποφορά τού στους-πέντε-δρόμους ήρωα.

Όποτε το θυμάται, η ταινία, που ελλείψει επινοήσεων στη φόρμα επιχειρεί να ρεφάρει με αδέξιες τσόντες αγγγλόφωνων χιτακίων (από Έιμι Γουάινχαουζ ώς Tame Impala) στη μουσική μπάντα αλλά κυρίως δομικά καθώς… στήνει την όλη ανακατωσούρα ως αναδρομικά, σπαστά αφηγημένο χρονικό στις «χαρές» κάποιων απ’ τις δεύτερες περσόνες, γίνεται και «Jerry Maguire» (1996) χάρη στην υποπλοκή που θα σπρώξει το πράγμα λίγο πιο μακριά απ’ το «Η Ιστορία της Ζωής μας» (1999) προ ενός, δυστυχώς, πασίδηλα αμήχανου φινάλε. Η ασυμβατότητα της καλλονής Μπουργκουάν (που εδώ είναι κι αρκετά κόντρα) και του αντιεκλεπτυσμένου καπάτσου loser Λελούς (στο σύνηθες στιλάκι του) στηρίζει τη συνθήκη της νομοτελειακής συν τω χρόνω διάστασης αυτών των αντιπάλων σ’ έναν πολύ πιο light και φραντσέζικο «Πόλεμο των Ρόουζ» (1989) αλλά ταυτόχρονα χρεώνεται το περαιτέρω ξεπόρτισμα της ευθυμίας, καθώς ουδείς εκ των δύο είναι γεννημένος κωμικός ή μπορεί, χωρίς την αναγκαία βοήθεια τέλος πάντων, να λάμψει ξαφνικά ως τέτοιος. Αυτοί, με άλλα ταίρια, θα πάνε παρακάτω. Τον Φαρουτζιά καμία (ταινία) δεν βλέπω να τον σώζει. Και στα δικά μας (αλλά όχι πάλι τέτοια) οι ανύπαντρες…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Ακόμη ένα faux pas (ας όψονται τα «πακέτα», λέγε με EuropaCorp) της φετινής ψυχαγωγικής σοδειάς για τα μάτια μας μόνο: θα το αντέξουν οι σιτκομάδες, αλλά οι πιο σοφιστικέ (fans του φραντσέζικου ή γενικώς) θα μουρμουρίσουν συχνά «mon Dieu». Αν έχεις καμιά εμπειρία απ’ το στεφάνι σου, κάτι μπορεί να σου κάνει κι εσένα. Ο βίος αβίωτος σε όλους τους υπόλοιπους.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.