FreeCinema

Follow us

ΑΡΝΗΣΗ (2016)

(DENIAL)

  • ΕΙΔΟΣ: Βιογραφικό Δικαστικό Δράμα
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Μικ Τζάκσον
  • ΚΑΣΤ: Ρέιτσελ Βάις, Τίμοθι Σπολ, Τομ Γουίλκινσον, Άντριου Σκοτ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 109'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON

Αμερικανίδα πανεπιστημιακός σέρνεται μαζί με τον εκδότη της στα αγγλικά δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμηση από ντόπιο ιστορικό, τον οποίο σε βιβλίο της χαρακτήρισε «αρνητή του Ολοκαυτώματος». Αυτός εκπροσωπεί τον εαυτό του, αμφισβητώντας την ειδεχθέστερη πράξη του Χίτλερ και υπερασπιζόμενος το δικαίωμα στη φαλκίδευση της αλήθειας. Αυτή ορμηνεύεται από τους συνηγόρους της να μην καταθέσει. Ποιος θα κερδίσει;

Πώς καταθέτεις σκηνοθετικά πάνω σ’ ένα ημιθεατρικών προδιαγραφών σενάριο ενός Sir του βρετανικού σανιδιού ο οποίος υπέγραψε και το όμορου… άξονα «Σφραγισμένα Χείλη»; Μπορεί αυτός να μείνει ατιμώρητος ενώ πλαστογραφεί έξυπνα στη μεγάλη οθόνη ένα πραγματικό ορόσημο της λονδρέζικης Ευελπίδων και της θεσμοθέτησης της ελευθερίας του λόγου; Το άλλοθι της διαβόητης post-truth (λέξη της περσινής χρονιάς, σύμφωνα με το λεξικό της Οξφόρδης) κάτω από τα πιασάρικα της ακροαματικής διαδικασίας αρκεί για να τη βγάλουμε όλοι καθαρή; «Δύσκολα» είναι τρις η απάντηση, ακόμα κι αν εντωμεταξύ έχει καθαρογραφεί η μάλλον σεβαστότερη στο πανί απόφαση του συνήθως τηλεοπτικά κλητευμένου προεδρεύοντος στα «Ηφαίστειο» και «Ο Σωματοφύλακας», κατόπιν της αναψηλάφησης από τον Ντέιβιντ Χέαρ της υπόθεσης «Ντέιβιντ Έρβινγκ εναντίον Ντέμπορα Λίπσταντ & Penguin Books» απ’ τα τέλη των 1990’s.

Δυστυχώς, οσμή εγχειριδίου επάνω στο δικηγορικό (ακόμα και η διαφορά μεταξύ barrister και solicitor περνάει από τους διαλόγους) και δικαστικό (η γιάνκισσα θα κλίνει την κεφαλή στον Πρόεδρο της έδρας;) σύστημα του Ηνωμένου Βασιλείου και η στην εποχή των διαστροφέων της πραγματικότητας κι υβριστών πλανηταρχών υπεράσπιση ενός τραβηχτικού debate των εδράνων, που δημιούργησε δεδικασμένο εις βάρος της επιστήμης του ψεύδους, είναι αυτά που βαραίνουν ανεπιθύμητα σ’ ετούτη τη συναγόρευση των «Γυναίκα από Χρυσό» και «Hannah Arendt» για τη φετινή σεζόν.

Ο μαφίας Χέαρ συστήνει σε κατ’ αντιπαράσταση εξέταση με το καλημέρα τις δύο πλευρές (ο απολογητής του Αδόλφου κάνει προβοκατόρικη παρέμβαση σε διάλεξη της καθηγήτριας εβραϊκών σπουδών στο κολέγιό της, αλλά αυτή αρνείται να «επιχειρηματολογήσει υπέρ γεγονότων») και το πριν vs μετά της στάσης της εναγομένης (δύο χρόνια μετά κι αφού τρώει μήνυση, αποφασίζει να τον αντιμετωπίσει στο εδώλιο επάνω στο ζήτημα). Είναι η δέουσα τακτική, με ταμάμ έρεισμα το ότι το «αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου», ένα οιονεί αξίωμα στα περισσότερες νομολογίες του κόσμου, στη Βρετανία δεν ισχύει: η Λίπσταντ θεωρείται ένοχη για λίβελο εις βάρος του Έρβινγκ, εκτός εάν τεκμηριώσει ότι το Ολοκαύτωμα έλαβε χώρα (!), και άρα ο συνάδελφός της βλάπτεται άδικα από τον στιγματισμό του ως αρνητή του.

Κι εδώ, γρήγορα, αρχίζουν τα πλημμελήματα. Οι συστάσεις (της / μας) με το team των συνηγόρων περιλαμβάνουν χαριτωμενιές από πρόσωπα που δεν θα ξαναβγάλουν μιλιά κατά τη διάρκεια της ταινίας. Ο επικεφαλής τους, προσληφθείς με palmarès θριαμβευτή στο διαζύγιο της Λαίδης Ντι, παίρνει σε τακτά διαστήματα τον λόγο, (στεγνά) ως το αντισυναισθηματικά λογικό αντίβαρο στη σπαρακτική κοσμογονία της Τελικής Λύσης η οποία τίθεται υπό αμφισβήτηση και (χτυπητά) ως ο φορέας του μοτίβου που σπρώχνει διττά ο Χέαρ: η Εβραία απ’ την άλλη πλευρά του Ατλαντικού πρέπει να αρνηθεί και τον δικό της φανατισμό (του να τα βάλει κατά πρόσωπο με τον ιδεολογικά τυφλό αντίπαλο), να εμπιστευθεί την καταρτισμένη ομάδα και την ψυχρή δικαιοσύνη της Αλβιώνας. Η ηρωίδα μας απευθύνεται σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις ονομαστικά στη Χέδερ, τη δικηγόρο του εκδοτικού οίκου, που μοιάζει απλώς να περιφέρεται συμπαραστεκόμενη στη Λίπσταντ ως η μόνη γυναίκα εκτός μιας μαθητευόμενης – η οποία κατόπιν εορτής θα επισημάνει τι αποκόμισε απ’ το όλο «σκηνικό». Yeah, right…

Όλοι ακούμε πως θα κάνουν, θα ράνουν… αλλά τι απ’ αυτά βοηθάει τον Σκωτσέζο, κορυφή του επαγγέλματος, που θα σηκώσει το βάρος της εκπροσώπησής τους απέναντι στον Έρβινγκ δεν καθίσταται απτό ποτέ – η μυθοπλαστική ικανοποίησή μας σ’ αυτό το πεδίο (πού ‘ναι οι paralegal άσοι στο μανίκι τού π.χ. «The Verdict» να γουστάρουμε;) out the door. Πέρα από τα γραφικά χούγια τού πάλιουρα (ακόμη και τι είναι black pudding θα μάθει στην ξένη πελάτισσά του, επειδή ο Χέαρ πιστεύει ότι έτσι εξανθρωπίζει τον χαρακτήρα διδάσκοντας πράγματα και στο κοινό), η παρατεταμένη σκηνή της επίσκεψής τους στο Άουσβιτς επιχειρεί να βάλει στο παιχνίδι εκτός – ευπρόσδεκτα – άγνωστων πραγματολογικών στοιχείων περί του τι ακριβώς συνέβη εκεί και, εν πρώτοις, το ευαίσθητο (επί) προσωπικο(ύ) δεδομένο του ανθρώπινου στοιχείου που αντηχεί στο συλλογικό συναίσθημα και μνήμη έκτοτε.

Το πανούργο επίτευγμα τού Χέαρ είναι ότι εδώ αρπάζει ανεπαίσθητα, εν είδει McGuffin (υλοποιημένου σ’ ένα συρμάτινο κομμάτι που πλαισίωνε το ματάκι της πόρτας του κρεματορίου), το ακανθώδες ζήτημα της ανυπαρξίας φωτογραφικών πειστηρίων (και το πώς χημικά τεκμήρια του Zyklon B από τους τοίχους υπεκλάπησαν είναι απ’ τα δυνατά πληροφορητικά dessus) για τον θάνατο των κρατουμένων στους θαλάμους αερίων. Και το επαναφέρει την κατάλληλη στιγμή, ως τράβηγμα του χαλιού κάτω απ’ τα πόδια τού ενάγοντα, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Εκεί και τότε, ο Τζάκσον εκμεταλλεύεται τη μοναδική του ευκαιρία για μία στιλιστική κίνηση, κρατώντας τον «δικό μας» dp Χάρις Ζαμπαρλούκος γενικά δέσμιο της μουντής παλέτας του καιρού και των εσωτερικών της δράσης στην Ανγκλετέρα, την οποία αποφεύγει (ευτυχώς) να μαρκάρει στα χρονικά στάδιά της με ενδιάμεσους τίτλους αλλά συμβάλλοντας (δυστυχώς) στην ασάφεια για τα τέσσερα χρόνια που πήρε στη νομική μάχη να λήξει.

Θα προηγηθούν, όχι ανυπόφορα και going through the motion(s), η κατάδειξη της διανοουμενίστικης υπεροψίας τού Έρβινγκ (που θα δεχτεί την ψυχολογικά χειριστική πρόταση των κατηγορουμένων για εκδίκαση από μονομελές κι όχι από σώμα ενόρκων), η ανησυχία θυμάτων του Ολοκαυτώματος για το ότι μια δικιά τους συγκατένευσε στο να μην συμμετάσχουν ως μάρτυρες (το δεύτερο βαλτό «παρών» του παράγοντα «συγκίνηση», με εκλάμψεις fiction μνημοσύνων του κακουργηματικά τραγικού τότε να μην το τραβάνε, πάντως), μια απρόοπτη καμπή υπέρ του δικαιώματος του παραχαράκτη ενάγοντα να πιστεύει ό,τι θέλει και να το εκφράζει («What the fuck just happened?», θα απορήσει η Νεοϋορκέζα, εκφράζοντας και τον μη νομικάριο θεατή που ο Χέαρ θεωρεί ελιτίστικα ότι σπαζοκεφαλιάζει) και της Τέταρτης Εξουσίας των tabloid που κάνουν party.

Πού είναι η Ντέμπορα («αγωνίστρια» στα εβραϊκά, κι αυτό θα μας το ταΐσει η πένα) Λίπσταντ σε όλα αυτά; Βασισμένο στο δικό της memoir περί το όλο «λούκι», το φιλμ την καταδικάζει ως ρόλο σε (υπο)σημαίνον των πεποιθήσεων και των αξιών της, με το… μούτρο της Βάις να δίνεται σ’ αυτό εφ’ ω ετάχθη, αλλά με τη φωτιά (not) στα κόκκινα με περούκα permanente της και τη μαθημένη προφορά τού Κουίνς να θυμίζουν μια εθνοτικά διαφορετική εκδοχή τού (απαράδεκτου, αν με ρωτήσετε) οσκαρικού break της στο «Ο Επίμονος Κηπουρός». Η εκπληκτική φωνητική και εμφανισιακή μεταμόρφωση του Σπολ ως Πλεύρη (via Ντόναλντ Τραμπ, η μετα-αλήθεια που λέγαμε…) της «φάσης», και το ικανό πηγαινέλα μεταξύ της αόρατης κατάστρωσης του σχεδίου επίθεσής του και των σφυροκοπημάτων του Γουίλκινσον ως της α λα Λυκουρέζος νέμεσής του είναι ισχυρές ενστάσεις, ειδικά στις τοποθετήσεις τους πριν από την αμφίρροπη έκβαση, υπέρ μιας θετικής ετυμηγορίας από τους φανατικούς των courtdramas, που θα αθωώσουν επίσης hands down το spinning τού λόγου (προσέξτε την ατάκα τού «verbal yellow star»).

Δυστυχώς, η κατ’ εξακολούθηση λανθασμένη απόδοση «Ίρβινγκ» (για πόσο ακόμα το να αφιερώνει κανείς ένα λεπτό για να ψάξει, στην εποχή του Διαδικτύου, μια πηγή προφοράς ενός ξένου ονόματος θα αντιμετωπίζεται ως πολυτέλεια στον ελληνικό οπτικοακουστικό τομέα;) και 2-3 ορθογραφικά (με αποκορύφωμα το τερατώδες «τείθονται») εκθέτουν ανεπανόρθωτα τη γενικά πετυχημένη δουλειά της μεταφράστριας όσον αφορά τη συχνά απαιτητική ορολογία. Μπροστά τους, προτίθεσαι να δώσεις ένα «με αναστολή» ακόμη και στο ύστατο πταίσμα: ένα old school πλάνο με γερανό που θα χτυπήσει το σφυράκι αποφαινόμενο πάνω στο μη προσβλητικό για τη νοημοσύνη σου αλλά και σίγουρα μη πολύκροτο όλο. Και καλά, η Θέμις του Londinium watches over you. Case closed, your honour…

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Οι της ιστοριογραφίας και οι πραγματογνώμονες του genre συναντιούνται σπανίως: εδώ συμβαίνει, αλλά θα εντοπίσουν ομού τις ψευδορκίες. Ο Άρειος Πάγος της σινεδιανόησης θα το φέρει βόλτα δύσκολα (κάτι σαν το «Ο Γιος του Σαούλ» δεν… έσκασε φέτος), το Συμβούλιο της Επικρατείας της εμπορικούρας ή της TV και το fan club της πρωταγωνίστριας του «Αστακού» πιο εύκολα. Οι πιτσιρικάδες που θέλουν νταβαντούρι είναι εκτός πινακίου από κάτι που επίσης φαντάζει ως νέα Δίκη της Νυρεμβέργης για τους φιλοναζιστές.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.