Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΣΚΥΛΟΥ (2015)
(HEART OF A DOG)
- ΕΙΔΟΣ: Πειραματικό Ντοκιμαντέρ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Λόρι Άντερσον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 75'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS
Η καλλιτέχνις, τραγουδοποιός και δημιουργός εν γένει Λόρι Άντερσον, με αφορμή τον θάνατο της σκύλας της, Λόλαμπελ, κατευθύνει τους συλλογισμούς της στο παρελθόν, τη μητέρα της, την αλλαγή της κοινωνίας, την έννοια της μνήμης και τελικά την ίδια της τη ζωή, σε μια απροκάλυπτα ειλικρινή, εκ βαθέων ουσιαστικά, εξομολόγηση.
To φιλμ μπορεί να ξεκινά με μία σουρεαλιστική γέννα (με τη Λόρι Άντερσον να γεννά τον ίδιο της τον σκύλο – «It’s a girl»), όμως τούτη η ταινία μιλά ουσιαστικά για τον θάνατο. «Ο θάνατος έχει να κάνει με αυτούς που μένουν πίσω», υποστηρίζει η ίδια κάποια στιγμή και, όντως, «Η Καρδιά του Σκύλου» μοιάζει να είναι ένα ταξίδι προς την ανακάλυψη και την εξερεύνηση όσων κρύβει μέσα της, είτε αυτή είναι η πιο έντονη στιγμή που θυμάται από τη μητέρα της («το test της μητέρας», το αποκαλούν οι βουδιστές μοναχοί) είτε είναι οι στιγμές που έζησε με τη Λόλαμπέλ της και όλα όσα της δίδαξε εκείνη. Εξάλλου, η συναίσθηση που της φανέρωσε το fox terrier της τής επιτρέπει να δει τον κόσμο με άλλα μάτια, είτε αυτό αφορά την αλληλουχία των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου και τον τρόπο που τα βίωσε η σκυλίτσα της δεχόμενη επίθεση από τον αέρα από τους γύπες της Καλιφόρνια (που την είχαν θεωρήσει υπερμέγεθες κουνέλι!) είτε την εξερεύνηση του κόσμου με τις υπόλοιπες αισθήσεις, χωρίς να βασίζεται αποκλειστικά και μόνο σε όσα βλέπει.
Οι πνευματιστικές επιρροές της ταινίας είναι τόσο έντονες που η Άντερσον επιστρέφει συνεχώς στις διδαχές του βιβλίου των νεκρών (και πάλι των βουδιστών μοναχών) για να μιλήσει για τις μέρες που το σώμα παραμένει στην Γη, για να ανακαλύψει ποια είναι η ανθρώπινη αίσθηση που σβήνει τελευταία και παραμένει η ύστατη δίοδος προς τον κόσμο μας (μην είναι η ακοή; Γι’ αυτό και στο νεκροκρέβατο του φίλου τους φώναζαν στο αυτί του «Πήγαινε προς το λευκό φως, μακριά, είσαι νεκρός τώρα») και για να κοιτάξει το παρελθόν της ώστε να μάθει να πηγαίνει μπροστά («Η ζωή βγάζει νόημα πηγαίνοντας προς τα πίσω αλλά πρέπει να τη ζεις πηγαίνοντας μπροστά»). Το κυριότερο, όμως, είναι ότι ουσιαστικά καταφέρνει να πει μια ιστορία για την ίδια, διαπιστώνοντας στην πορεία ότι όλες οι ιστορίες που αφηγούμαστε αφορούν τον εαυτό μας. «Γι’ αυτό και όσο περνάει ο καιρός ξεχνάμε όλο και περισσότερες λεπτομέρειες, γιατί επικεντρωνόμαστε μόνο στα στοιχεία των ιστοριών που αφορούν εμάς», όπως συνειδητοποιεί και η ίδια με αφορμή τη θολή ανάμνηση από τα υπόλοιπα παιδιά που ήταν στο νοσοκομείο όσο νοσηλευόταν εκεί μικρή, επειδή είχε σπάσει την πλάτη της.
Η μεγαλύτερη δε αλήθεια φανερώνεται στο τέλος, όπου η Άντερσον αφιερώνει την ταινία στον σύντροφο της ζωής της, Λου Ριντ. «Τα πράγματα που υπάρχουν είναι τα πράγματα για τα οποία μπορούμε να μιλήσουμε. Τα όρια του κόσμου μου είναι τα όρια της γλώσσας μου», ομολογεί η Άντερσον ενώ εξωτερικεύει όλα όσα αισθάνεται (συνήθως πίσω από βρεγμένα γυαλιά και επεξεργασμένες ψηφιακά εικόνες). Όλα αυτά, όμως, τα κάνει μέσα από τον τρόπο που της δίδαξε η σχέση της με τη Λόλαμπελ και τον τρόπο που το αγαπημένο της τετράποδο προσπάθησε να της μάθει να βλέπει τον κόσμο. Ο ειρμός της μπορεί να μην είναι ο πιο ευθύς, ούτε η εικονογραφία της ιδιαίτερα εμπνευσμένη (για την ακρίβεια, ίσως είναι και λίγο αφελής ή / και βαρετή), όμως το πάθος που αποκαλύπτουν τα λόγια της (αν δεν ήξερε κανείς τη δουλειά της, δε θα ήταν δύσκολο να μαντέψει πως είναι καλλιτέχνης που βασίζεται κυρίως στα λόγια και τους ήχους) δύσκολα μπορεί να αμφισβητηθεί, ακόμα κι όταν η Άντερσον υποστηρίζει τις… καλλιτεχνικές τάσεις τής σκυλίτσας της, αναφερόμενη σε αυτή σα να ήταν άνθρωπος. Έχουμε ανάγκη το τόσο προσωπικό σινεμά (όσο ατελές κι αν είναι), γιατί τελικά μας επιτρέπει να στρέψουμε τη δική μας ματιά βαθιά μέσα μας.