ΠΑΡΑΜΟΝΕΥΟΝΤΑΣ (2015)
(LURK)
- ΕΙΔΟΣ: Θρίλερ
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Βασίλης Κατσίκης
- ΚΑΣΤ: Τες Σπέντζος, Πίτερ Τζέραλντ, Άρις Άθαν
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMBOY PICTURES
Ενώ η Ελλάδα καίγεται εν μέσω κυβερνητικής (κατόπιν οικονομικής) κατάρρευσης, ξανθιά με ψυχολογικά και κενά μνήμης καθότι χαπακώνεται από τρελοδόκτορα σύζυγο, home alone στη Χαλκιδική, δέχεται επίθεση μασκοφόρου τον οποίο, τελικά, βάζει κάτω. Το παλικάρι (μουσικός, λέει) κρίμα εις βάρος του και βάρος της θα της αποκαλύψει, για το τι συνέβη το προβληματικό μυαλό της μαζί του θα στύψει, ο φευγάτος αξημέρωτα αντρούλης της θα ξαναγυρίσει και χαμός, όπως στο άσυλο τού πατέρα της (που ο προκομμένος διευθύνει, ανόσια πλέον), θα προκύψει. Ένα… καταιγιστικό ξεκαθάρισμα πώς θα ξεπλύνει τη σήψη;
Ας το φέρουμε μαλακά: δε θα θάψουμε σύγκορμο το τρίτο φιξιόν (μετά το ρεαλιστικό δράμα-αλυσίδα του «CCTV» και την κωμική franchise παραγγελιά του «Ι-4: Λούφα και Απαλλαγή») του Βασίλη Κατσίκη. Ειδικά από τη στιγμή που ο Βορειοελλαδίτης δημιουργός δείχνει γνώση (μολονότι όχι και επιδεξιότητα, εκτός της… παθολογικής αγάπης) των κωδίκων τού είδους, κατάφερε να ολοκληρώσει το φιλμ με μηδαμινό προϋπολογισμό, και επίκειται μια ακόμη τάλε κουάλε δοκιμή του, το «Ghost@net». But that’s just us, genre freaks. Γιατί παραμονεύοντας Φεράρα και «The Entity» στη σκηνή της απόπειρας βιασμού, «Hostel» στο chic νοσοκομειακού σφαγείου, κορεατικό εκτόπλασμα στο πνευματιστικό κονέ συνειδητοποίησης και b-movie σεβεντιεϊτίλα με ιδεασμούς Χίτσκοκ στη βαλτή βάσανο μουρλοκακομοίρας, ο Κατσίκης μπορεί να διατήρησε την αισθητική composure του αλλά ταυτόχρονα τα κατάφερε να φτιάξει το έως σήμερα πιο «Scary Movie» της Ελλάδας – με τη μη επιδιωκόμενη, κακή έννοια, όμως.
Και το χειρότερο: μπήγοντας τη δαμόκλειο σπάθη τής Grexit επικαιρότητας με άβγαλτη αλληγορική συνωμοσία (Ψωροκώσταινα, ανακάλεσε, ανακάλυψε και τιμώρησε όσους σ’ έβλαψαν, όπως η ηρωίδα μας!) στο χιλιοταλαιπωρημένο corpus των «η φαντασία μου τα φταίει» γαμοchiller ιατρικού κούκου κλου, στην απόξω με «Μεταφυσική Δραστηριότητα» βλαμμένου παλικαριού κι Αποκάλυψη Τώρα πατιρντί μουλωχτού. Έλα μου όμως που, με το καλημέρα και για όλη σχεδόν τη διάρκεια, στο ασύγχρονο των διαλόγων δεν μπορείς να κλείσεις τα μάτια με τίποτα (είναι αδιανόητο ότι εταιρεία το 2015 διανέμει εμπορικά στις αίθουσες και χρεώνει εισιτήριο για φιλμ τόσο τεχνικά λαβωμένο). Ακολουθούν παροράματα στους τόνους των υποτίτλων (η ταινία είναι 100 % αγγλόφωνη – τουλάχιστον ο Κατσίκης ξέρει πού αποβλέπει), καρέ διαλείψεις στις ψηφιακές λήψεις και η CGI βροχή (που θα καθάρει τα διαπραχθέντα και τα τεκταινόμενα εγκλήματα), τρόικα κάρφων στον αμφιβληστροειδή, όχι όμως όσο χαίνουσες πληγές στην εσωτερική λογική.
Αφενός του στόρι (ένα βαλτό e-mail αυτοκτονίας που στάλθηκε σε οικείους πρωί κι ως τη νύχτα δεν έχει κινητοποιήσει κανέναν, μια αιμορραγούσα μηριαία αρτηρία που γιαίνει με σφίξιμο από σχοινί κι επιτρέπει στο θύμα να αλωνίζει ως θύτης). Κι αφετέρου του στησίματος σκηνών, με το – spoiler alert – the final girl Τες Σπέντζος (Νικόλ Κίντμαν της «Αμνησίας», φάε την… πούδρα της!) να ψάχνεται με βλεφαρίδα κάγκελο από ύπνο, designer set παλτουδάκι – τσαντικό – τακούνι σε υπαίθρια παρακολούθηση nuthouse, και μονίμως αβυσσαλέο ντεκολτέ άνευ bra. Δεν έφυγες ουρλιάζοντας απ’ την αίθουσα αλλά… έμεινες (από περιέργεια για το πώς και ποιους τελειώνει, από μαζοχισμό, από fun); «Σκάνε» ανακληθείσες θύμησες, πυροβολισμοί, κοπανήματα, κτηνωδώς αήθεις ιατρικές πρακτικές, «κέρατα», ηλεκτροπληξίες. Κι ο Κατσίκης ξεμπροστιάζει το «έλα να δεις» στα σωστά σημεία, ενώ το ενιαίο ύφος υποκριτικής παιζονευρίασης και το παθιασμένο serial killing με δράστη τα τρομοκλισέ και θύμα εσένα έχουν το «άρρωστο» ενδιαφέρον τους. Δε θα πλήξεις ποτέ, αν μη τι άλλο, με στιχομυθίες όπως το «Δεν είμαι κλέφτης. Δεν είμαι ανώμαλος. Είμαι μουσικός!» – «Παίξε!». Μα «Παραμονεύοντας» έτσι, σου την πέφτουν για να σε φάνε. Αν δεν είσαι της «φυλής», μη στηθοδαρθείς να το δεις…