ΜΕΓΑΛΑ ΜΑΤΙΑ (2014)
(BIG EYES)
- ΕΙΔΟΣ: Δραματική Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Τιμ Μπέρτον
- ΚΑΣΤ: Έιμι Άνταμς, Κρίστοφ Βαλτς, Κρίστεν Ρίτερ, Τζέισον Σουόρτσμαν, Ντάνι Χιούστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 105’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: ODEON
Η Μάργκαρετ Κιν γνωρίζει την καταξίωση καλλιτεχνικά και εμπορικά ζωγραφίζοντας εκκεντρικά πορτραίτα παιδιών με πελώρια μάτια, και κατακτά την Αμερική στις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Ουπς! Διόρθωση. Ο σύζυγός της, Γουόλτερ Κιν, είναι ο απόλυτος αποδέκτης της δόξας και του πλούτου διότι ισχυρίζεται πως οι εν λόγω πίνακες είναι δικοί του.
Η ζωή είναι γεμάτη συμπτώσεις που η Τέχνη προσπαθεί να αντιγράψει και να αφηγηθεί με έναν… larger than life τρόπο. Καθώς παρακολουθούσα τα «Μεγάλα Μάτια» και αδυνατούσα να εντοπίσω την προσωπική ματιά και αισθητική τού Τιμ Μπέρτον στο φιλμ, έκανα μια μάλλον βαθύτερη σκέψη: αυτή είναι η ταινία ενός σκηνοθέτη που μιλάει για τη διάλυση του γάμου του και τα φρικτά δεσμά τα οποία πρέπει να σπάσει. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο να μιλάμε και για έναν από τους πιο αποτυχημένους τίτλους στη φιλμογραφία τού Μπέρτον! Το ίδιο βράδυ, μέσα από την επίσημη σελίδα τού σκηνοθέτη στο Facebook, η είδηση του χωρισμού του με την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ γινόταν επίσημη. Ήταν τόσο προφανές…
Πίσω στην ταινία, η απογοήτευση ήταν μεγάλη – και αυτό έρχεται από έναν γνωστό φανατικό και λάτρη του σινεμά τού Τιμ Μπέρτον. Κάτι παρόμοιο πιστεύω πως θα αισθανθούν και οι θεατές που μοιράζονται την ίδια αγάπη προς τις δουλειές τού σκηνοθέτη, ενός από τους μοναδικούς εικονοπλάστες του σήμερα, με ταινίες που εύκολα ταυτοποιούν το όνομα του δημιουργού τους μόλις με λιγοστά κάδρα στη μεγάλη οθόνη (αυτός και ο Γουές Άντερσον είναι οι κορυφαίοι στο «είδος»). Τα «Μεγάλα Μάτια» δεν αποκαλύπτουν σχεδόν πουθενά την υπογραφή τού Μπέρτον (βασική εξαίρεση η ονειρική σκηνή στο super market)! Τι νόημα, λοιπόν, έχει να βλέπεις μια ταινία τού Μπέρτον με τον ίδιο… απόντα;
Εδώ έχουμε να κάνουμε με μια προσέγγιση βιογραφίας που δεν πατάει πάνω στην αγάπη (όπως με το «Ed Wood» του 1994, για παράδειγμα) αλλά… στο μίσος και την έχθρα. Ο Μπέρτον πιάνει τον καμβά ενός reality για να βγάλει απωθημένα των δικών του αδιεξόδων και των προβλημάτων που τον βασάνιζαν στο δικό του «στεφάνι» και, παρασυρμένος από αυτά τα συναισθήματα, παραιτείται από την ίδια του την ταινία, βάζοντας το φιλμ στον «αυτόματο πιλότο», για να καταλήξει να μοιάζει με μια από εκείνες τις τηλεταινίες – σαπουνόπερες που κάθεσαι να δεις για να σκοτώσεις τον χρόνο σου κυρίως γιατί το «based on a true story» εξάπτει λίγο την κουτσομπολίστικη περιέργειά σου.
Μπορεί να ιδωθεί από αρκετές οπτικές το φιλμ (η «ψευτιά» πίσω από τα φαινόμενα της pop κουλτούρας, η απομυθοποίηση των μαζικών trends, η καταπάτηση των δικαιωμάτων και ο ρόλος της γυναίκας ακόμη και στην περίοδο ’50 – ‘60, η αληθινή υπηρεσία της κριτικής μπροστά σε «είδωλα» του marketing και των δημοσίων σχέσεων, η τέχνη του να σου πουλάει κανείς ό,τι νομίζεις πως σου αρέσει και θέλεις να κάνεις δικό σου), όμως στο τέλος θα μοιάζει σα να προσπάθησες να δικαιολογήσεις τούτο το τόσο προσωπικό… ατόπημα, όπως αποδεικνύεται στο φινάλε, παραδόξως. Όταν δεν αγαπάς, φαίνεται…