ΚΟΥΜΠΑ: ΜΙΑ ΖΕΒΡΑ ΚΑΙ ΜΙΣΗ (2013)
(KHUMBA)
- ΕΙΔΟΣ: Animation
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άντονι Σίλβερστον
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 85’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FEELGOOD
Ο Κούμπα (που στη γλώσσα των Ζουλού σημαίνει δέρμα), νεαρή, ιδιόμορφη ζέβρα, ξεκινά ταξίδι μαζί με αντιλόπη – πολεμίστρια μητέρα και αλαφροΐσκιωτο, αιώνιο έφηβο στρουθοκάμηλο, προς αναζήτηση τρόπου να κερδίσει τις ρίγες που λείπουν από το μισό (λευκό) σώμα του.
Ανοιχτό βιβλίο είναι τούτο το εκ Νότιας Αφρικής κινούμενο σχέδιο, όσον αφορά τα μηνύματά του, καθώς το ταξίδι τού Κούμπα είναι ουσιαστικά μια πορεία προς την αυτογνωσία και αυτοεκτίμηση. Γιατί καθώς η μικρή ζέβρα, κόντρα στην επίσης ιδιόμορφη λεοπάρδαλη – νέμεσή της, συνειδητοποιεί, τελικά, ότι αυτό που είσαι, ελάχιστη σχέση (θα έπρεπε να) έχει με αυτό που φαίνεσαι, το φιλμ βροντοφωνάζει (στους διαλόγους του) ό,τι σιγοψιθύριζε καθ’ όλη τη διάρκειά του: πως πρόκειται για έναν ύμνο στη διαφορετικότητα, κόντρα στις προκαταλήψεις και το φόβο, με δύο-τρεις μεσσιανικές / χριστιανικές υποσημειώσεις / αναφορές / παραβολές (η καιόμενη βάτος, που επιτρέπει στον Κούμπα να φτάσει μόνος στον «μαγικό» λάκκο νερού, είναι μόνο ένα παράδειγμα).
Ωραία και καλά όλα αυτά, αλλά ως κινηματογραφική διασκέδαση τι λέει αυτή η «Ζέβρα και Μισή»; Όχι πολλά. Ούτε ιδιαίτερα αστεία, ούτε ιδιαίτερα συγκινητικά, ούτε ιδιαίτερα πρωτότυπα. Προπαντός στο παραλίγο πρώτο μισό της όταν, όπως και ο Κούμπα, παραμένει διστακτική, ταμπουρωμένη μέσα στην ασφάλεια του νερόλακκου των ζεβρών, όπου τίποτα ουσιαστικό ή συναρπαστικό δε συμβαίνει. Από τη στιγμή, βέβαια, που ο τελευταίος φεύγει και ξεκινά το ταξίδι του, η αφήγηση παίρνει σιγά-σιγά τα πάνω της, χάρη κυρίως στη συνεχή εισαγωγή πλειάδας δευτερευόντων, από απλά χαριτωμένων έως – έστω περιστασιακά – ξεκαρδιστικών χαρακτήρων (το κοπάδι από… κούκου γαζέλες στο φράχτη που σήκωσαν οι άνθρωποι στη μέση του πουθενά, τα προστατευόμενα είδη στον εθνικό δρυμό, τα αλά Minions τρωκτικά στο βουνό των «φτερών του χαμού», και το… μεταμφιεσμένο πρόβατο στην εγκαταλειμμένη φάρμα), αλλά και στις κορυφώσεις των solo τού… drama queen στρουθοκαμήλου Μπράντλεϊ (με εκείνο στους ρυθμούς διάσημης μελωδίας του Τσαϊκόφσκι ενδέχεται να… σπαράξεις από τα γέλια, αν είσαι ενήλικος).
Ωστόσο, όσο κι αν αυτή η «Ζέβρα» ανεβάζει ταχύτητες και ως περιπέτεια ταυτόχρονα, στο δρόμο προς το θεαματικό κρεσέντο του φινάλε, τίποτα πραγματικά αναπάντεχο, ευφάνταστο ή τολμηρό δε λαμβάνει χώρα (ούτε) εκεί, ώστε να ενθουσιαστεί οποιοσδήποτε πλην των πολύ πιτσιρικάδων, άπειρων ακόμα με παλαιότερα ή νεότερα αριστουργήματα του animation. Και όσο επίσης κι αν οι κινούμενες εικόνες της είναι άψογα… ζωγραφισμένες και σκηνοθετημένες, με ουκ ολίγες έξυπνες ιδέες (με κορυφαία την εικονογράφηση του πώς ο κακός της υπόθεσης, η λεοπάρδαλη Φάνγκο, βλέπει και οσφραίνεται τον κόσμο γύρω του), και με γνήσια όψη, ατμόσφαιρα και ήχους Αφρικής, δύσκολα δε θα… κλείσεις βλέφαρο μαζί της σε περίπτωση που έχεις προ πολλού ή μόλις πατήσει τα 10. Ειδικά, καθώς στην Ελλάδα ούτε 3D, ούτε στην πρωτότυπη, μη μεταγλωττισμένη εκδοχή της (με τις σωτήρια υποβλητικές, υποθέτω, φωνές των Στιβ Μπουσέμι, Λορέτα Ντιβάιν, Λόρενς Φίσμπερν, Ρίτσαρντ Ε. Γκραντ, Ανίκα Νόνι Ρόουζ και Λίαμ Νίσον) θα έχεις την ευκαιρία να τη δεις.