ΗΣΥΧΕΣ ΜΕΡΕΣ (2014)
(LAS HORAS MUERTAS)
- ΕΙΔΟΣ: Δράμα
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Άαρόν Φερνάντες Λεζούρ
- ΚΑΣΤ: Κριστιάν Φερέρ, Αντριάνα Πας, Ελιζέο Λάρα Μαρτίνες
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 101’
- ΔΙΑΝΟΜΗ: STRADA FILMS
Όταν ο θείος του αναγκάζεται λόγω προβλημάτων υγείας να αποσυρθεί για λίγες μέρες από την ενεργό δράση, ο νεαρός Σεμπαστιάν θα αναλάβει τη διοίκηση του φτηνού του motel και θα έρθει σε επαφή με την τακτική θαμώνα Μιράντα, έτοιμος για την δική του ιστορία ενηλικίωσης. Όχι, αυτή δεν είναι η ιστορία όπου οι δυο τους φεύγουν αγκαλιασμένοι στο ηλιοβασίλεμα.
Υπάρχουν οι ταινίες που προσφέρονται για διασκέδαση και κινηματογραφική extravaganza και υπάρχουν και οι ταινίες που προσφέρουν απλά και μόνο μια διακριτική ματιά σε μια προσωπική ιστορία, δίχως να φιλοδοξούν να αλλάξουν τον κόσμο. Σε αυτή τη δεύτερη κατηγορία ανήκουν και οι «Ήσυχες Μέρες», οι οποίες με έναν τέτοιο τίτλο, δεν μπορούν να κατηγορηθούν για διάθεση παραπλάνησης από κανέναν (ο πρωτότυπος ισπανικός τίτλος πλησιάζει, ακόμα πιο ταιριαστά, περισσότερο τις «Νεκρές Ώρες»), πόσω μάλλον όταν καταφέρνουν, μέσα από μια λιτή αποτύπωση, να αφηγηθούν μια μικρή ανθρώπινη ιστορία, που καταλήγει ουσιαστική χωρίς να είναι ποτέ υπερβολική.
Ακολουθώντας την τάση του σύγχρονου λατινογενούς κινηματογράφου να δίνει έμφαση σε ιστορίες με αργούς ρυθμούς και έντονο το κοινωνικό στοιχείο, η ιστορία επικεντρώνεται εξίσου στον έφηβο Σεμπαστιάν (ο οποίος καταλήγει να είναι υπεύθυνος για ένα φτηνό motel που χρεώνει με την ώρα τούς… αναμενόμενους πελάτες στις παραλίες της Βερακρούζ), έτοιμο για τη σεξουαλική του αφύπνιση, και τη σχεδόν κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερή του Μιράντα, η οποία αποτελεί έναν από τους πλέον τακτικούς επισκέπτες αυτών των δωματίων, όντας εγκλωβισμένη σε μία σχέση με έναν παντρεμένο άνδρα, ο οποίος καθυστερεί ή και δεν εμφανίζεται ποτέ στα ραντεβού τους.
Τα εφηβικά σκιρτήματα από τη μια και η ερωτική απογοήτευση από την άλλη πλευρά δίνουν μια πρώτης τάξης ευκαιρία στον Άαρόν Φερνάντες Λεζούρ να δημιουργήσει ένα αταίριαστο ζευγάρι (που σταδιακά ανακαλύπτουν πως μπορούν να εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον), χωρίς, όμως, να πέφτει στην εύκολη αφηγηματική παγίδα μιας σχέσης μεταξύ τους «που πρόκειται να τους αλλάξει για πάντα». Οι επιρροές μεταξύ του Σεμπαστιάν και της Μιράντα είναι μικρές αλλά καίριες, ουσιαστικές αλλά διακριτικές και η ερωτική τους συνεύρεση δεν είναι ο αυτοσκοπός. Ο Λεζούρ, εξάλλου, πρωτίστως φιλοδοξεί να περιγράψει το πόσο «ήσυχες» είναι οι μέρες τού καθενός και τη στασιμότητα που χαρακτηρίζει τη φάση τής ζωής τους, παρά να σπρώξει τον έναν στην αγκαλιά του άλλου, όπως ενδεχομένως να βιαζόταν να κάνει ένας Αμερικανός συνάδελφός του. Για εκείνον, σημασία έχει η προσωπική συνειδητοποίηση και όχι η δραματική κατάληξη ενός ακόμη αδιέξοδου έρωτα.
Σε αυτό, σημαντική, αν όχι καθοριστική, βοήθεια του προσφέρουν οι δύο ηθοποιοί του, και κυρίως η Αντριάνα Πας, που παρά την πληθωρική της παρουσία, καταφέρνει να παραμένει εσωτερική και όχι κραυγαλέα, αποφεύγοντας ακόμα μια παγίδα στην οποία θα ήταν εύκολο να πέσει η ταινία. Γενικότερα, είναι ευχάριστο να βλέπει κανείς την ιστορία να εξελίσσεται, αναγνωρίζοντας την οικειότητά της (είναι αλήθεια πως η υπόθεση και η ανάπτυξή της καλύπτει μια συχνή και γνώριμη θεματική του παγκόσμιου σινεμά), αλλά ανακαλύπτοντας παράλληλα πως όλα τοποθετούνται πίσω από ένα ρεαλιστικό πρίσμα, χωρίς διάθεση εντυπωσιασμού ή υπερβολής.
Αυτή η επιτηδευμένη υποτονικότητα ενδεχομένως να κουράσει μερικούς (ή και πολλούς), όμως η ευθύτητα της ταινίας είναι ικανή να την κάνει να αγαπηθεί από το κοινό που είναι εξοικειωμένο με τον πιο «καλλιτεχνικό» τρόπο κινηματογράφησης. Εξάλλου, στις λεπτομέρειες των κάδρων και ανάμεσα στις φαινομενικά ανούσιες σκηνές καθημερινότητας, κρύβεται μια ευαίσθητη ματιά και μια διάθεση κατανόησης των χαρακτήρων που είναι γνήσια και αυθεντική. Κι ας μην αναιρεί αυτό απόλυτα το θεματικό déjà vu του φιλμ.