FreeCinema

Follow us

ΜΕΓΑΛΩΝΟΝΤΑΣ (2014)

(BOYHOOD)

  • ΕΙΔΟΣ: Κοινωνικό
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ
  • ΚΑΣΤ: Έλαρ Κόλτρεϊν, Πατρίσια Αρκέτ, Ίθαν Χοκ, Ελάιτζα Σμιθ, Λόρελαϊ Λίνκλεϊτερ
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 165'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: UIP

Ο Μέισον είναι ένα αγόρι που μεγαλώνει. Από την ηλικία των 5 ως τα 18 του, αυτή είναι η ζωή του.

Αν ένας φίλος σου σε καλούσε σε μια οικογενειακή γιορτή, στην οποία θα έπρεπε να παρακολουθήσεις μια συρραφή των home movies που είχαν βιντεοσκοπήσει τα τελευταία 12 χρόνια, με στιγμές καθημερινότητας και… τίποτε άλλο, θα είχες κάποιες επιφυλάξεις στο να δεχτείς την πρόσκληση, έτσι; Μπορεί να περνούσε από το μυαλό σου η ιδέα πως θα βαρεθείς. Ειδικά αν αυτός ο φίλος σου αποκάλυπτε από πριν το βασικό «κλου» της προβολής: τη διάρκεια των σχεδόν τριών ωρών…

Ερχόμενο με φεστιβαλικές περγαμηνές και ύμνους από την παγκόσμια κριτική, το νέο φιλμ του Ρίτσαρντ Λίνκλεϊτερ όχι μόνο με… απογοήτευσε αλλά με προβλημάτισε και για το τι γίνεται αποδεκτό ως κινηματογράφος σήμερα, πόσω μάλλον για την κατάπτωση του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά, το οποίο αναζητά «πρωτότυπα» τρικ για να επευφημήσει τον κάθε «δημιουργό», έτσι ώστε να δικαιολογήσει την ύπαρξη ενός ρεύματος πάνω από το οποίο θα έπρεπε να… βαραίνει το χώμα που το σκεπάζει χρόνο με το χρόνο.

Μέσα από μια αρκετά αλλοπρόσαλλη φιλμογραφία, με ουκ ολίγες αποτυχίες (τις οποίες ουδείς συνηθίζει να μνημονεύει…) και μερικά αξιοπρόσεκτα διαμαντάκια, φυσικά, εδώ βρίσκουμε τον Λίνκλεϊτερ στη λιγότερο τίμια δουλειά που υπέγραψε ποτέ στην καριέρα του, βασιζόμενος σε ένα απλούστατο, αλλά τύπου «αυτό δεν το έχεις ξαναδεί ποτέ στη ζωή σου» gimmick: η κινηματογράφηση της φιλμικής ζωής της οικογένειας που μεγαλώνει στην ταινία, διήρκησε 12 πραγματικά χρόνια, με τους ήρωες – πρωταγωνιστές να γερνάνε φυσικά μπροστά από το φακό. Το concept προκαλεί ως ιδέα, όμως, με μια λίγο πιο ώριμη σκέψη, θυμίζει ένα fast forward της κινηματογραφικής εμπειρίας του Τζέσι και της Σελίν από τη γνωστή τριλογία των «Πριν το Ξημέρωμα» (1995), «Πριν το Ηλιοβασίλεμα» (2004) και «Πριν τα Μεσάνυχτα» (2013). Εκεί, η διαδρομή των χαρακτήρων διήρκησε περισσότερο ανά τις δεκαετίες, με μεγαλύτερα χάσματα στο ενδιάμεσο των γυρισμάτων, όμως το ζευγάρι των ηρώων πάταγε πάνω σε υποδειγματικής γραφής σενάρια που βασίζονταν σε καίριους, ρεαλιστικά πλασμένους διαλόγους. Με λίγα λόγια, είχε γίνει δουλειά. Στην περίπτωση του «Μεγαλώνοντας», η δουλειά αυτή έριξε όλο της το βάρος στις ετήσιες «μαζώξεις» του συνεργείου και των ηθοποιών, οι οποίοι έπρεπε κάθε φορά να μπαίνουν στο ρόλο τους και να… μεγαλώνουν μαζί του σε ένα όσο το δυνατόν πιο ρεαλιστικό πλαίσιο. Δυστυχώς, από την όλη απόπειρα, το μόνο που επιβιώνει είναι το gimmick της «πρωτοτυπίας», το οποίο επιπλέον «δανείζεται» στοιχεία από τις επτά ντοκιμαντερίστικες ταινίες της «The Up Series» που γύρισε για τη βρετανική τηλεόραση ο Μάικλ Άπτεντ, στο διάστημα 1970 («7 Plus Seven») – 2012 («56 Up»), παρακολουθώντας το βίο και τις αλλαγές ενός group ανθρώπων ανά επταετία. «Δεν το έχουμε ξαναδεί», έτσι;

Η ουσία του «Μεγαλώνοντας» περιλαμβάνει ακριβώς αυτό που υπόσχεται ο ελληνικός τίτλος του φιλμ. Το καστ μεγαλώνει μέσα στο διάστημα των 12 ετών στο οποίο πραγματοποιήθηκαν (σταδιακά) τα γυρίσματα, προκαλώντας μια αρχική συγκίνηση για την πρώτη ώρα περίπου, καθώς θα παρατηρείς τις μικρές διαφοροποιήσεις της φυσικής γήρανσης, κυρίως στα πρόσωπα των δύο παιδιών της οικογένειας – αν και ο ρόλος της αδελφής του Μέισον δεν εξελίσσεται ποτέ σε χαρακτήρα που αναλύεται εκ βάθους. Αυτό είναι ένα σοβαρό πρόβλημα της ταινίας: η δημιουργία αληθοφανών προφίλ, με ανάπτυξη χαρακτήρων που… πέρα βρέχει, ίσως επειδή κανένας από τους ηθοποιούς δεν ήταν σε θέση να «θυμάται» τι ακριβώς υποδύεται; Η διεργασία και η προφανής αποσπασματικότητα των γυρισμάτων εμφανώς κοστίζει σε επίπεδο υποκριτικής, με αποτέλεσμα οι ήρωες να αγωνιούν αμήχανα στην αναζήτηση της νατουραλιστικής φόρμας που ο Λίνκλεϊτερ έχει ως στόχο. Καθώς τα χρόνια περνούν, χωρίς κανένα σοβαρό σενάριο ή μια ιστορία που να βγαίνει έξω από το ασφαλές πλαίσιο του «φιλμάρω την καθημερινότητα», η υποκριτική «βίωση» αυτών των στιγμιοτύπων φαίνεται όλο και περισσότερο πλαστή, ενώ η αφήγηση κλωνοποιεί τη στερεοτυπική agenda του σκηνοθέτη – σεναριογράφου, από το πολιτικά φιλελεύθερο μέχρι ζητήματα bullying, οπλοχρησίας, θρησκείας, αλκοολισμού και καλοπροαίρετου ουμανισμού.

Καθώς τούτο το «έπος» μπαίνει στην τρίτη του ώρα, οι αντοχές και η υπομονή εμφανίζουν… ρυτίδες, διότι το χρονικό της ενηλικίωσης του Μέισον δε βγαίνει ποτέ έξω από το συνηθισμένο, τίποτε δε γραπώνει τη μνήμη και, τόσο αμερικανικά, «ολοκληρώνεται» με την είσοδο του κεντρικού ήρωα στην κολεγιακή ζωή. Μετά το τέλος της ταινίας, θα έχουμε συγκρατήσει τον ανέμελο τρόπο του μεγαλώματος του Μέισον, αυτή την ασυναίσθητη μεταμόρφωση του Έλαρ Κόλτρεϊν, από πεντάχρονο αγόρι σε πραγματικό κολεγιόπαιδο, όμως τίποτα δε θα έχουμε κατανοήσει ουσιαστικά γύρω από το χαρακτήρα του, τις επιλογές του, τα γιατί και τα πώς που τον οδήγησαν σε αυτό το σήμερα. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες αποδεικνύονται, φυσικά, εντονότερα ατροφικοί, γι’ αυτό και η ταύτιση μαζί τους δεν πρόκειται να επέλθει, παρά το (υπερβολικά) μεγάλο της διάρκειας του φιλμ.

Το «Μεγαλώνοντας» αφηγείται την ιστορία μιας οικογένειας τόσο νορμάλ αλλά και οριακά δυσλειτουργικής (εξαιτίας των λαθών της μάνας που ατυχεί πάντοτε στην επιλογή άρρενος συντρόφου και father figure) ταυτόχρονα, ίδιας με εκείνες που μπορεί να κατοικούν στο διπλανό μας διαμέρισμα, αλλά ποτέ δε θα γνωρίσουμε πραγματικά ή θα χαιρετήσουμε ποτέ δημόσια. Θα μεγαλώνει δίπλα μας, αλλά δε θα ταυτιστούμε ποτέ μαζί της. Δε θα τη νιώσουμε. Και σίγουρα δε θα τη βλέπαμε ποτέ ως πρωταγωνιστή ενός κινηματογραφικού φιλμ. Αυτή, τελικά, είναι και η μεγαλύτερη ένστασή μου όσον αφορά την ταινία του Λίνκλεϊτερ: είναι σινεμά αυτό το πράγμα; Αυτό το «σινεμά» θέλουμε να βλέπουμε στο μέλλον; Αυτό το «σινεμά» θέλουμε να θυμόμαστε και να μεγαλώνουμε μαζί του;

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Διάβασε ξανά την πρώτη παράγραφο της κριτικής. Υπάρχει μερίδα θεατών που θα βρει κώδικες «επικοινωνίας» με τους νεαρότερους ήρωες του φιλμ, γιατί βρίσκεται ακόμη κοντά σε αυτά τα βιώματα ηλικιακά ή θα ταυτιστεί με τις αναμνήσεις της pop κουλτούρας και τα ακούσματα της συγκεκριμένης γενιάς. Υπάρχουν θεατές που θα θελήσουν να εγκαταλείψουν την αίθουσα στα μισά του έργου, εξουθενωμένοι από το αναφώνημα «Μα, δε γίνεται τίποτα!». Υπάρχουν γούστα και γούστα. Κανείς δεν είναι τέλειος. Προσοχή, όμως, επειδή θα ακουστούν και απόλυτα διθυραμβικά σχόλια ή το φιλμ μπορεί να προχωρήσει και ως τα Όσκαρ: το ρίσκο της εισόδου είναι αποκλειστικά δικό σου.


MORE REVIEWS

ΓΚΟΤΖΙΛΑ x ΚΟΝΓΚ: Η ΝΕΑ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ

Ένα μυστηριώδες σήμα (κινδύνου;) έρχεται από τα βάθη της Κοίλης Γης και καλεί την ερευνητική ομάδα που προστατεύει τον Κονγκ στη Νήσο του Κρανίου να βρεθεί στα έγκατα αχαρτογράφητων περιοχών, ελπίζοντας να μην αναμειχθεί και ο Γκοτζίλα, προκαλώντας νέες επικές μάχες.

ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΚΟΡΜΙΑ

Ποια είναι τα όρια των δικαιωμάτων μας επάνω στο ίδιο μας το σώμα, σε συνάρτηση με τις ανά την Ευρώπη υπάρχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις που ορίζουν το πόσο αυτό μας ανήκει; Ένα έργο τεκμηρίωσης που επιχειρεί να θίξει και να απαντήσει σε πολλά νομικά και ηθικά διλλήματα… ζωής και θανάτου.

ΤΟ ΑΓΟΡΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Μπολόνια, 1858. Εξάχρονο αγόρι οικογένειας Εβραίων τίθεται αναγκαστικά υπό την επιμέλεια του Πάπα, προκειμένου να μεγαλώσει σύμφωνα με τις αρχές της Καθολικής Εκκλησίας. Οι γονείς του θα κάνουν τα πάντα για να το πάρουν πίσω, όμως, η κόντρα με την παπική Ρώμη δεν είναι απλή υπόθεση.

Η ΧΙΜΑΙΡΑ

Φυλακόβιος αρχαιοκάπηλος επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, όπου ξαναβρίσκοντας την παλιοπαρέα των συναδέλφων του, ξηγιέται… παλιά του τέχνη κόσκινο. Ή μήπως κυνηγάει χίμαιρες;

ΚΟΥΚΛΕΣ ΤΗΣ ΔΡΕΣΔΗΣ

Νεαρή δημοσιογράφος ερωτεύεται αιρετικής στάσης ζωγράφο και performance artist. Όταν η δεύτερη πεθαίνει, η πρώτη αγωνίζεται να νικήσει την ελληνική γραφειοκρατία, ζητώντας να παραλάβει τη σορό της αγαπημένης της συντρόφου.