FreeCinema

Follow us
03.023:16

Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν, 1967 – 2014.


Έχω πει ξανά πως δεν θέλω να ασχολούμαι με θανάτους στο FREE CINEMA. Έχω κάνει ελάχιστες εξαιρέσεις για περιπτώσεις που με ξάφνιασαν, που δεν ήταν «η ώρα τους» όπως συνηθίζουμε να λέμε. Ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν είναι μια τέτοια περίπτωση.

Είμαι όλο και περισσότερο σοκαρισμένος καθώς περνούν οι ώρες. Δεν πενθείς κάποιον δικό σου άνθρωπο, άρα η «απώλεια» είναι κάτι το σχετικό. Τρεις ώρες αργότερα, όμως, μετά το απότομο της αρχικής είδησης, το αισθάνθηκα σαν κάτι αληθινά στενάχωρο.

Δύο φορές θυμάμαι να έχω βγει από προβολή τρέμοντας τα τελευταία 20 χρόνια περίπου. Η μια ήταν μετά τους «Ηλίθιους» του Λαρς φον Τρίερ και η άλλη μετά τη «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» του Τσάρλι Κάουφμαν. Προσωπικά, δε θα άλλαζα το σινεμά με κανένα ναρκωτικό. Τι κρίμα που ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν «διαφώνησε» μαζί μου…

«Γνωριστήκαμε» το 1994, στο «Nobody’s Fool» του Ρόμπερτ Μπέντον, στο ρολάκο ενός επαρχιώτη αστυνομικού εκείνος, εγώ μπορεί και να τον είχα ξαναδεί σε κάποιες ταινίες πριν, αλλά ούτε που τον πρόσεξα. Το έκανα, όμως, κάθε επόμενη φορά. Ρίχνοντας ζάρια στο «Hard Eight» (1996), κυνηγώντας τυφώνες στο «Twister», την ίδια χρονιά. Στο «Boogie Nights» (1997) ήταν όσο απεχθής και μη επιθυμητός έπρεπε, άρα και λίγο καλύτερος ως ηθοποιός. Μπορούσες να παρατηρήσεις τη βελτίωσή του, ήταν το κλασικό παράδειγμα του δεύτερου ρολίστα που κάποτε θα μπορούσε να εξελιχθεί σε αριστουργηματικό καρατερίστα.

Το 1998 τον πρόσεξαν οι αδελφοί Κοέν («The Big Lebowski»), συνέχιζε να δουλεύει για τα προς το ζην («Patch Adams») και έδινε το πρώτο του ρεσιτάλ, στο ρόλο τού αρρωστάκια Άλεν, στο «Happiness» του Τοντ Σόλοντζ. Την επόμενη χρονιά χτυπούσε ξανά εις τριπλούν, σχεδόν αντιφατικά, με άλλα λόγια… με γκάμα σοβαρού ηθοποιού: θεϊκή drag queen στο τερατώδες «Flawless», κωλοπαίδι – λεφτάς στο «The Talented Mr. Ripley» και άξιος να φτάσει και μέχρι τα Όσκαρ ως πονόψυχος νοσοκόμος στο «Magnolia» του Πολ Τόμας Άντερσον. Δεν προτάθηκε. Συνέχισε να ζει από το επάγγελμα του ηθοποιού, με περισσότερους δεύτερους ρόλους σε στουντιακά έργα, το οποίο σήμαινε πως τον έβλεπε όλο και περισσότερος κόσμος. Αλλά και άνθρωποι της δουλειάς του…

Ο Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν δεν ήταν ούτε γοητευτικός, ούτε και είχε εκείνο το σωματότυπο που επιτρέπει σε άλλους, λιγότερο ταλαντούχους ηθοποιούς να γίνονται stars. Για να λάμψει ως πρωταγωνιστής, θα έπρεπε να βρει ένα ρόλο που δε θα σχετίζεται με αυτά τα χαρακτηριστικά. Και ήρθε στη μορφή μιας… βιογραφικής ταινίας. Τι πιο τυπικό! Μεταμορφώθηκε, λοιπόν, σε «Capote», ρόλο τον οποίο του εμπιστεύτηκαν άνθρωποι που είδαν και αναγνώρισαν το ταλέντο του και, τελικά, αυτό το μικρό φιλμ τού Μπένετ Μίλερ όχι μόνο τον ανέβασε στη μαρκίζα, αλλά του χάρισε και ένα Όσκαρ καλύτερης ανδρικής ερμηνείας, το 2006. Ήταν και η μοναδική βράβευση εκείνης της ταινίας από τα μέλη της Ακαδημίας.

Έπαιξε σε μεγαλύτερους ρόλους κυρίως μέσα από ανεξάρτητες παραγωγές, όμως, ρίχνοντας μια ματιά στις επόμενες οσκαρικές του υποψηφιότητες επιβεβαιώνεις με ευκολία τον κανόνα τής… εμφάνισης (και του Χόλιγουντ): «Charlie Wilson’s War» (2007), «Doubt» (2008) και «The Master» (2012), όλες για δεύτερο ανδρικό ρόλο.

Η «Συνεκδοχή της Νέας Υόρκης» (2008) θα είναι για πάντα η ταινία που θα με στοιχειώνει, με το Φίλιπ Σίμουρ Χόφμαν να ευθύνεται καίρια γι’ αυτό. Έπαιζε σα να μην ξέρει τι κάνει. Όσο δεν ξέρουμε κι εμείς τι θα μας ξημερώσει αύριο. Σα να ήταν η μια, εκείνη η συγκεκριμένη μέρα στην οποία θα πέθαινε. Αυτή θα ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής του. Κι ύστερα θα μπορούσε να τη ζει στην αιωνιότητα.

«See you soon.»