FreeCinema

Follow us

Στο παρελθόν, θυμάμαι τον εαυτό μου να επηρεάζεται πολύ περισσότερο από προσωπικά κριτήρια όταν έγραφα για την οσκαρική περίοδο ή έδινα προγνωστικά για τα βραβεία. Μάλλον έχει κοπάσει αυτό σήμερα, πέραν από ελάχιστες περιπτώσεις όπου μια «τεχνική» δουλειά (συνήθως) μου έχει πάρει τα μυαλά και δεν μπορώ να αντιληφθώ πως τα μέλη της Ακαδημίας θα ψηφίσουν κάτι άλλο. Εφέτος αυτό συνέβη κυρίως με το μοντάζ του «Baby Driver», το οποίο θα εξακολουθώ να χαζεύω με μάτια και αυτιά τεντωμένα, ως υπόδειγμα στο είδος του και με σπουδαιότητα… διδασκόμενης ύλης.

Πάντοτε έχουμε αντιρρήσεις στα Όσκαρ. Ακόμη και τα ίδια τα μέλη της Ακαδημίας θα έχουν αντιρρήσεις για μερικά από τα βραβεία που δίνονται κάθε χρόνο! Δεν γίνεται να συμφωνούν όλοι σε κάτι. Ούτε και η πλειοψηφία έχει απαραίτητα το δίκιο με το μέρος της, πάντα. Αυτά για τις κατηγορίες όπου πρέπει να ψηφίσουν μονάχα έναν τίτλο ταινίας και τον καλλιτέχνη που τη συνοδεύει σε τόσες πολλές κατηγορίες. Φαντάσου, λοιπόν, πόσο μπορούν να διαφωνούν ή να θυμώνουν και μεταξύ τους για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, το οποίο δεν προκύπτει από μια ψήφο αλλά από ένα μαθηματικό «παιχνίδι» που υπολογίζει την αξιολογική κατάταξη με την οποία ο ψηφοφόρος έβαλε και τα εννέα υποψήφια φιλμ.

Μερικές εβδομάδες πριν, είχα τη βεβαιότητα πως το Όσκαρ καλύτερης ταινίας θα πήγαινε στη «Μορφή του Νερού». Στην τελική λίστα προγνωστικών που δημοσίευσα την περασμένη Κυριακή, τη θέση αυτή είχε πάρει το «Τρέξε!», εξαιτίας ενός ρεύματος που φαινόταν να φουντώνει και από τα τελευταία βραβεία που έπαιρνε αλλά και από δημοσιεύματα μεγάλων αμερικανικών εντύπων που μετέφεραν (ανώνυμα, φυσικά) σχόλια ψηφοφόρων της Ακαδημίας. Σε κάθε περίπτωση, θα ήμουν ικανοποιημένος με αυτές τις δύο επιλογές, διότι αγαπώ το σινεμά των ειδών και θα ήταν ευτύχημα να δούμε να βραβεύεται πού και πού το φανταστικό ή ο τρόμος.

Επειδή, πέραν των κριτικών ορισμένων από τις υποψήφιες ταινίες, μέχρι χθες, δεν εκφράστηκα προσωπικά για την οσκαρική εννιάδα και επειδή ενίοτε εμάς τους κριτικούς μας κατηγορούν και για υποκειμενική γνώμη που «καπελώνει» το δίκαιο, το σωστό και την (καλλιτεχνική) αξία ενός κινηματογραφικού έργου, είπα μέσω τούτου του editorial να το ευχαριστηθώ κι εγώ, παίζοντας τον ρόλο ενός μέλους της Αμερικανικής Ακαδημίας και ψηφίζοντας για το Όσκαρ καλύτερης ταινίας του 2018. Καθαρά προσωπικά. Για μένα, για αυτά που πιστεύω και με βάση τη δική μου αισθητική και ματιά. Αυτή, λοιπόν, θα ήταν η δική μου αξιολογική σειρά:

1. «Η Πιο Σκοτεινή Ώρα». Η πληρέστερη, η πιο αψεγάδιαστη ταινία από τις εννέα, με μια παλαιομοδίτικη φινέτσα που στο παρελθόν θα της έδινε μια ξεκάθαρη νίκη. Έργο με πολιτικό μήνυμα (για την Ευρώπη…), σε ένα σατανικό timing ιστορικά, που έκλεινε το μάτι στους παραλληλισμούς με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον ρόλο της Γερμανίας σήμερα. Χαίρομαι να το ξαναβλέπω. Αυτό κι αν είναι το μεγαλύτερο «βραβείο».

2. «Η Μορφή του Νερού». Την πρώτη φορά, ο κριτικός έψαχνε ψεγάδια. Τη δεύτερη φορά, το ερωτεύτηκα. Από έναν δημιουργό με συνέπεια στα κινηματογραφικά οράματα φυγής, ένα υπέροχο έργο που υμνεί τη φαντασία και το σινεμά το ίδιο. Συγκινήθηκα που πήρε τα πρώτα του Όσκαρ ο Γκιγέρμο ντελ Τόρο.

3. «Lady Bird». Μέχρι τη σκηνή του αεροδρομίου, ήταν μια πολύ καλή ανεξάρτητη αμερικανική παραγωγή, λίγο καλύτερη από τα σχεδόν τυποποιημένα του είδους. Η υπόλοιπη ταινία ήταν μια αποκάλυψη απλότητας και συναισθήματος. Από αυτά τα έργα που σε κάνουν καλύτερο άνθρωπο, όπως λέω (δυστυχώς) σπάνια.

4. «Αόρατη Κλωστή». Κάπου σαμποτάριζε τον ίδιο τον εαυτό του ο Πολ Τόμας Άντερσον εδώ, αλλά ήταν τόσο γερό το «οικοδόμημα» που δεν γινόταν να καταρρεύσει… στο δεύτερο πιάτο με τα μανιτάρια. Κι ας άλλαζε και κέντρο βάρους το θέμα του! Αν έμενε στη «νοσηρότητα» του φετιχισμού, ίσως να με απογείωνε περισσότερο.

5. «The Post». Σπίλμπεργκ στα καλά του, θέμα δυνατό και επίκαιρο, όχι μια ατμόσφαιρα ρεπορταζιακού θρίλερ (διότι δεν αναζητούσαμε τον «ένοχο») αλλά ένας αγώνας δρόμου για την απόδοση Δικαιοσύνης. Ο τρόπος που το έργο «συναντούσε» το «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» στο τέλος, δήλωνε σεβασμό στο παλιό.

6. «Τρέξε!». Από όλα τα σενάρια της χρονιάς (στα Όσκαρ), το πλέον original. Δεν θα έλεγα για καμία από τις υπόλοιπες ταινίες ότι δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο! Αλλόκοτο μείγμα «βανδαλισμού» ενός πολιτικοκοινωνικού σχολίου για τα States του σήμερα, με γκροτέσκα κορύφωση και τρόμο που, όμως, δεν ολοκλήρωνε απαραίτητα το concept στο φινάλε.

7. «Δουνκέρκη». Ο Νόλαν πήγε να απογυμνωθεί από τη μεγαλομανία του και ξέχασε τι θα πει ταινία, οδηγώντας ένα κατασκευαστικό επίτευγμα… εντελώς κενό, από ιστορία, χαρακτήρες, νοιάξιμο για το τι έβλεπες. Αν δεν σεβαστεί το σενάριο αυτός ο άνθρωπος, δεν θα γίνει ποτέ μεγάλος…

8. «Οι Τρεις Πινακίδες Έξω από το Έμπινγκ, στο Μιζούρι». Ξεκινούσε θαυμάσια τούτο εδώ. Και σταδιακά, άνοιγε τρύπες στην πλοκή, σκόνταφτε πάνω στο «ακαταλόγιστο» της ηρωίδας, εγκατέλειπε το θέμα του (!) και σε παρατούσε μετέωρο σε ένα αφελέστατο… «μπορεί να το κάνουν, μπορεί και όχι». Χωρίς να είναι κακή ταινία, με έκανε να θυμώσω. Με το σενάριο.

9. «Να με Φωνάζεις με τ’ Όνομά σου». Τι χάλι ήταν αυτό! Τι κιτσάτη memorabilia και τουριστικός κατάλογος για ονειρεμένες διακοπές στην Ιταλία με δήθεν «coming of age» ξύπνημα (ομο)ερωτισμού! Πόσο συντηρητικό κατά βάθος επάνω στην οπτικοποίηση του σεξ, πόσο γελοία και κλισέ τα «ρομαντικά» του στοιχεία. Πόσο Βίπερ Νόρα και αφόρητη πλήξη μαζί! Αν δεν ήταν η επαγγελματική υποχρέωση, δεν θα το έβλεπα καν ολόκληρο.

Ορίστε. Αυτά «ψήφισα» εγώ για το 2018. Δεν συμφώνησα πλήρως με την Ακαδημία, αλλά… το χάρηκα εξίσου το Όσκαρ καλύτερης ταινίας. Για τον Γκιγέρμο. Γιατί είναι ένας πανέμορφος άνθρωπος. Με φαντασία και συνέπεια. Και, στην τελική, είναι ένας σπουδαίος καλλιτέχνης. Που δεν δείχνει να άφησε το παιδί πίσω του. Αυτό με «ρίχνει» (με την καλή έννοια), πάντοτε. Και του χρόνου!