FreeCinema

Follow us

ΤΖΟΚΕΡ (2015)

(WILD CARD)

  • ΕΙΔΟΣ: Περιπέτεια Υποκόσμου
  • ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Σάιμον Γουέστ
  • ΚΑΣΤ: Τζέισον Στέιθαμ, Μάικλ Ανγκαράνο, Μίλο Βεντιμίλια, Ντόμινικ Γκαρσία-Λορίντο, Χόουπ Ντέιβις, Μαξ Καζέλα, Σοφία Βεργκάρα, Στάνλεϊ Τούτσι
  • ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 92'
  • ΔΙΑΝΟΜΗ: SEVEN FILMS / ΣΠΕΝΤΖΟΣ

Μπράβος του Λας Βέγκας, άσος στις πολεμικές τέχνες και πωρωμένος με τον τζόγο, αποφασίζει να βοηθήσει φίλη του να πάρει εκδίκηση από σαδιστή gangster που τη βασάνισε. Συνηθισμένος στα πονταρίσματα θα παίξει και τη ζωή του σε μια παρτίδα blackjack που μπορεί να είναι και η τελευταία του.

Υπάρχουν δυο βασικοί λόγοι για τους οποίους η νέα ταινία με πρωταγωνιστή τον Τζέισον Στέιθαμ είναι μια πλήρης αποτυχία. Ο ένας είναι ο ίδιος ο Τζέισον Στέιθαμ. Που μετά τις πολύ καλές του εμφανίσεις στις «Δυο Καπνισμένες Κάνες» και την «Αρπαχτή» του Γκάι Ρίτσι, δεν ξαναμπήκε στον κόπο να πείσει κανέναν πως είναι και ηθοποιός πέρα από ανθρωπόμορφη μηχανή ξυλοφορτώματος. Αυτό αντικατοπτρίζεται στις ταινίες δράσης που, μετρώντας από το πρώτο «Transporter» (απ’ το οποίο και φώναξαν τον Κόρεϊ Γιουέν για να χορογραφήσει τις ελάχιστες σκηνές πολεμικών τεχνών στο «Τζόκερ») κι έπειτα, γυρίζει – κυριολεκτικά – με το τσουβάλι και που ελάχιστα διαφέρουν η μία από την άλλη, τόσο πολλές που σε λίγο θα αποτελούν ξεχωριστό είδος στο video club (σε ένα ράφι οι περιπέτειες, σε ένα άλλο τα… «καράτε» και σε ένα τελευταίο, απόλυτος άρχοντας, ο Τζέισον Στέιθαμ με τις δεκάδες αρπαχτές του). Το θέμα εδώ, όμως, δεν είναι ότι κάνει μια απ’ τα ίδια, αλλά αντίθετα ότι το παλεύει να διαφοροποιηθεί και περισσότερο να ερμηνεύσει παρά να δέρνει. Δυστυχώς, έχει ξεχάσει τον τρόπο. Δεν μπορεί πια να δώσει βάθος σε έναν χαρακτήρα, το πρόσωπό του αδυνατεί να πάρει άλλες εκφράσεις πέρα από τις κλασικές (και σίγουρα λατρεμένες απ’ το κοινό του): «τώρα θα σε σπάσω στο ξύλο γιατί είμαι πάρα πολύ σκληρός και με εκνεύρισες» και «θα ειρωνευτώ με λίγο βρετανικό φλέγμα, πριν αρχίσω να ρίχνω ψιλές».

Αυτό δεν θα ήταν πρόβλημα, τουλάχιστον γι’ αυτούς που γουστάρουν το σινεμά δράσης, αν η ταινία του καλού επαγγελματία Σάιμον Γουέστ (θυμίζω ότι μας έχει δώσει ωραιότατες περιπέτειες, στο παρελθόν, όπως το «Con Air» στα 90’s, ένα πολύ συνεπέστερο «Στέιθαμ action», το «Μούτρο» του 2011, και το πρώτο sequel των «Αναλώσιμων» που, προσωπικά, βρήκα απολαυστικό) δεν υπέφερε από διχασμό προσωπικότητας. Άλλωστε ποιος επιλέγει ένα φιλμ τέτοιου είδους για να απολαύσει τις υποκριτικές ικανότητες του Στέιθαμ; Αν πετύχαινε τον σκοπό του, αν παρέδιδε αυτά που υπόσχονται στον «λαό» τους οι περιπέτειες… ξύλου, δεν θα είχαμε τίποτα κακό να πούμε. Εδώ, όμως, το πράγμα αγγίζει τα όρια της κοροϊδίας. Διαπίστωση που μας οδηγεί στον δεύτερο βασικό λόγο της παταγώδους αποτυχίας της ταινίας. Κι αυτός είναι ο πολύ σημαντικός σεναρίστας (και δις βραβευμένος με Όσκαρ, μία για τους «Δύο Ληστές», το κλασικό γουέστερν με τους Νιούμαν και Ρέντφορντ, και άλλη μία για το εμβληματικό «Όλοι οι Άνθρωποι του Προέδρου») Γουίλιαμ Γκόλντμαν, που εδώ διασκευάζει για τη μεγάλη οθόνη ένα δικό του μυθιστόρημα και, για να μην μακρηγορούμε, τα κάνει μαντάρα. Το πιο περίεργο είναι ότι το επιχειρεί για δεύτερη φορά, αφού είχε μεταφέρει το ίδιο βιβλίο στον κινηματογράφο το 1986, σε ένα φιλμ που κρατούσε τον τίτλο του μυθιστορήματος («Heat», σε μας προβλήθηκε ως «Ο Μεξικάνος») και είχε για πρωταγωνιστή τον Μπερτ Ρέινολντς, στον ρόλο που υποδύεται εδώ ο Στέιθαμ, ενός ψυχαναγκαστικά τζογαδόρου σωματοφύλακα με κρυμμένες ευαισθησίες και προβληματάκια αλκοολισμού.

Δεν μπορούμε παρά να αναρωτηθούμε: τι του φαίνεται τόσο γοητευτικό σ’ αυτό το υλικό και επιμένει να συμμετέχει σε projects που θέλουν να το εκμεταλλευτούν; Άντε, οι παραγωγοί: κινούνται απλώς απ’ την επιθυμία να τα αρπάξουν απ’ το κοινό του Στέιθαμ, που εδώ ξεγελούν ξεδιάντροπα. Ο Γκόλντμαν, με μια λαμπρή ιστορία που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τα σενάρια αριστουργηματικών θρίλερ όπως το «Marathon Man» και το «Misery», αντί να αποκηρύξει κάτι που ολοφάνερα σηματοδοτεί μια στιγμή απόλυτης απουσίας έμπνευσης, είχε ανάγκη να μπλεχτεί σε ένα βαρετό ταινιάκι που (και εξαιτίας του μετριότατου κειμένου του) δεν διαθέτει την παραμικρή γοητεία, όσο επιεικής κι αν σταθείς απέναντί του; Το «Τζόκερ» ενώ πλασάρεται, όπως είπαμε, σαν μια ακόμη περιπετειούλα του σωρού για όλους εκείνους που γουστάρουν να βλέπουν τον καραφλό Βρετανό σε ευφάνταστες χορογραφίες ξύλου, θέλει, στην ουσία της, να είναι μια… «σοβαρή» ταινία.

Γι’ αυτό διαθέτει «τραυματισμένο» ήρωα, έναν χαρακτήρα με, υποτιθέμενο, ψυχολογικό βάθος (κι όχι πια τη στερεοτυπική badass καρικατούρα) σε προσπάθεια απεγκλωβισμού απ’ την προσωπική κόλαση των εμμονών, νουάρ θεματική (ο σκληρός πλην καλόκαρδος τύπος που μπλέκεται σε επικίνδυνες καταστάσεις γιατί θέλει να βοηθήσει αδικημένη femme fatale), πιο χαλαρούς ρυθμούς εξέλιξης με μακρόσυρτες σεκάνς αντί για το γνώριμο μοντάζ πολυβόλο, και μια ψιλοαφηρημένη πλοκή που σε αφήνει αποπροσανατολισμένο σε σχέση με το ποιο είναι το κεντρικό δράμα και ποιες οι περιφερειακές ιστορίες. Τίποτα δεν πετυχαίνει, όλα καταλήγουν κουραστικά, εκνευριστικά και αδιάφορα μετά από λίγο. Δεν θέλει να είναι μια τυπική περιπέτεια και καταλήγει να είναι μια τυπική… κακή ταινία.

Με λίγα λόγια το φιλμ έχει τεράστιο σεναριακό πρόβλημα, κατά κύριον λόγο. Δεν ξέρει ούτε πού θέλει να πάει, ούτε τι θέλει να πει. Το «ζουμί» είναι η αυτοκαταστροφική τάση τού ήρωα, και κατ’ επέκταση του μανιώδους τζογαδόρου γενικά; Πρόκειται, δηλαδή, για σπουδή χαρακτήρων μεταμφιεσμένη σε ταινία δράσης; Όλα αυτά τα, φαινομενικά χωρίς καμία σύνδεση μεταξύ τους, επεισόδια σκοπεύουν να υπονοήσουν ότι ο χαρακτήρας του Στέιθαμ έχει ανάγκη τη «φυλακή» του, γι’ αυτό τραβάει ό,τι τραβάει, ως τυπικός μαζοχιστής; Ο Γκόλντμαν κλείνει το μάτι στον «Παίχτη» του Ντοστογέφσκι; Κι αν αυτό είναι το point, οι σκηνές δράσης (2 όλες κι όλες, κι αυτές στο τελευταίο μισάωρο) με το υπερβολικό στυλιζάρισμα (ο Γουέστ στη σκηνοθεσία επίσης χάνει τον μπούσουλα), πώς κολλάνε με όλα τα υπόλοιπα; Μάλλον για να μην ζητάνε τα λεφτά τους πίσω οι φανατικοί του star. Όλο αυτό είναι τόσο εκμεταλλευτικό και, σε τελευταία ανάλυση, ανούσιο που είναι να απορείς για ποιον λόγο γυρίστηκε.

Δεν διασώζεται το παραμικρό απ’ την παραπειστική σαχλαμάρα, ούτε καν ο, σταθερά απολαυστικός, Στάνλεϊ Τούτσι που κάνει ένα πέρασμα. Σου έρχεται να του φωνάξεις «Την παλεύεις; Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;»! Ο Στέιθαμ μπορεί να το είδε σαν αφορμή να μας πείσει ότι παραμένει ηθοποιός (πρέπει να προσπαθήσει πολύ περισσότερο), όλοι οι υπόλοιποι όμως, όσοι αναμίχθηκαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, μετά τους τίτλους τέλους (υπό την προϋπόθεση ότι θα αντέξεις τόσο), θα λαχταρήσεις να σου απαντήσουν γιατί το έκαναν. Ένα μίνι ντοκιμαντέρ με συνεντεύξεις τους, θα είχε τουλάχιστον ένα κάποιο κοινωνιολογικό / ψυχολογικό ενδιαφέρον. Το «Τζόκερ», πάλι, το μόνο ενδιαφέρον που θα μπορούσε να προκαλέσει θα ήταν ως πείραμα που θα εξακρίβωνε σε ποιο χρονικό σημείο ο θεατής, ακόμα κι ο πιο ευγενικός ή υπομονετικός, ξεσπάει σε μπινελίκια, συνειδητοποιώντας ότι τον εξαπάτησαν κυνικά.

ΕΙΝΑΙ ΓΙΑ ΜΕΝΑ;

Πρώτοι θα έπρεπε να προειδοποιηθούν οι φανατικοί του Τζέισον Στέιθαμ και, στη συνέχεια, όσοι αγαπούν τον καλό κινηματογράφο δράσης. Το «Τζόκερ» έχει πολύ μικρή σχέση με όσα οι πρώτοι έμαθαν να περιμένουν απ’ τον αγαπημένο τους πρωταγωνιστή. Ξύλο με το σταγονόμετρο (στη συνολική διάρκεια της ταινίας, κανένα δεκάλεπτο το πολύ!), πιστολίδι ανύπαρκτο. Όσο για τους δεύτερους, δεν υπάρχει τίποτα που να συνδέει το φιλμ με τον καλό κινηματογράφο γενικότερα, αλλά και με τη δράση ειδικότερα. Αν, όμως, κάποιος επιλεκτικός κινηματογραφόφιλος σκέφτεται να χαλαρώσει με κάτι συναρπαστικό και «ελαφρύ», υπάρχουν πολύ καλύτερες επιλογές εκεί έξω. Το «John Wick», ας πούμε, είναι… αριστούργημα σε σύγκριση με τούτο εδώ.


MORE REVIEWS

ΜΗΝ ΑΝΟΙΓΕΙΣ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ

Άνδρας που ζει μοναχικά σε ορεινή περιοχή, ανοίγει την πόρτα του σπιτιού του σε άγνωστη κοπέλα που, εν εξάλλω καταστάσει, του ζητά βοήθεια μέσα στη νύχτα, επικαλούμενη επίθεση πλάσματος (;) αγνώστου ταυτότητας και στοιχείων προς την ερευνητική ομάδα βιολόγων στην οποία ανήκει και είχε κατασκηνώσει στο παρακείμενο δάσος.

ΣΟΥΠΕΡ ΜΑΓΚΙ

H ζωή έχει γίνει λίγο πολύ απαιτητική για τη Σούπερ Μάγκι. Καθώς η εγκληματικότητα στην πόλη είναι σε ύφεση, περνά τον χρόνο της βοηθώντας στην απόφραξη αποχετεύσεων και στην υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αντί να σώζει τον κόσμο. Σίγουρα δεν είχε επιλέξει κάτι τέτοιο! Όταν μια μοχθηρή ιδιοφυΐα της τεχνολογίας απειλεί να παγιδεύσει ολόκληρη την πόλη σε μια «τέλεια» προσομοίωση metaverse, η Μάγκι και ο Σουίτι πρέπει να συνεργαστούν για να σώσουν την κατάσταση για άλλη μια φορά. Μήπως είναι και η τελευταία περιπέτεια του δυναμικού ντουέτου;

Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΗΡΩΑΣ

Γερμανική πολυεθνική που επιθυμεί ν’ ανοίξει supermarket σε χωριό της Σλοβενίας στέλνει επιτόπου εκπρόσωπό της για αυτοψία. Εκείνη, όμως, πέφτει πάνω σε κάτι φευγάτους τύπους που για hobby τους έχουν… την αναπαράσταση μαχών του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και ούτε ζωγραφιστούς δεν θέλουν να βλέπουν τους Γερμανούς!

ΟΙ ΑΝΤΙΠΑΛΟΙ

Ο Αρτ και ο Πάτρικ καψουρεύονται την Τάσι. Και οι τρεις τους παίζουν tennis επαγγελματικά. Και θέλουν να κερδίζουν. Αλλά στο… κρεβάτι τρίτος δε χωρεί.

ΖΩΝΤΑΝΟ ΠΝΕΥΜΑ

Κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών της διακοπών, η μικρή Σαλομέ βιώνει τον θάνατο της αγαπημένης της γιαγιάς. Εν μέσω οικογενειακών φιλονικιών περί των διαδικαστικών της κηδείας, το πνεύμα της μακαρίτισσας «στοιχειώνει» την αθώα πιτσιρίκα.