ΒΑΛΕΣΑ: Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ (2013)
(WALESA. CZLOWIEK Z NADZIEI)
- ΕΙΔΟΣ: Βιογραφία
- ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ: Αντρέι Βάιντα
- ΚΑΣΤ: Ρόμπερτ Βίτσκιεβιτς, Ανιέσκα Γκροχόφσκα, Ιβόνα Μπιέλσκα, Ζμπίγκνιεφ Ζαματσόφσκι, Μαρία Ροζάρια Ομάτζο, Μίροσλαβ Μπάκα
- ΔΙΑΡΚΕΙΑ: 127'
- ΔΙΑΝΟΜΗ: FILMTRADE
1970, ναυπηγεία Γκντανσκ: ηλεκτρολόγος, μέλος επιτροπής των εργαζομένων, ξεκινάει αντίθετος σε κινητοποιήσεις με φόρο αίματος, μπουζουριάζεται, υπογράφει «συνεργασία» για να προστρέξει ετοιμόγεννη σύζυγο. Έως τη… λευτεριά στα 80’s, θα απολύεται / τραβιέται στη στενή / τουμπάρει το κομμουνιστικό καθεστώς και τους στρατιωτικούς για τα δίκαια του πόπολου, με αγκωνάρι εκείνην. Αναγνωρισμένος ων, με συνέντευξή του στην Οριάνα Φαλάτσι θα φωτίσει ποιος ήταν και πώς το έκανε;
Αν μάθεις έτσι, γράψε μου (αλλά όχι κατά πώς το έπραξε ο σεναριογράφος Γιάνους Γκλοβάτσκι). Φίλος του σκηνοθέτη από τα πέτρινα χρόνια, σε β΄ ρόλο ως ο εαυτός του στο «Άνθρωπος από Σίδερο», πρώτος Πρόεδρος της Δημοκρατίας των συμπατριωτών του μετά την κατάρρευση του Σοβιέτ και μια από τις πιο αμφιλεγόμενες ευρωπαϊκές πολιτικές προσωπικότητες των τελευταίων δεκαετιών, ο Λεχ Βαλέσα ποζάρει (μαζί με το έτερον ήμισυ Ντανούτα και τα 6 παιδιά του) στον, όχι ακραιφνώς εξωραϊστικό αλλά με απογοητευτικές αλλού λειασμένες γωνίες κι αλλού σκιές, πολιτειακής «θέσης» πνοής ανδριάντα της πρώιμης δράσης του. Κρίμα κι άδικο έτι περαιτέρω, καθώς το καλέμι κρατάει ο απόλυτος auteur των περιπετειών της προλεταριακής Πολωνίας του 20ου αιώνα, κλείνοντας στα 87 του την άτυπη τριλογία του (και λέγοντας, όχι μόνο άφοβα αλλά – κι αυτό ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό – από θεσμικό βάθρο πλέον, τα πρόσωπα και τα πράγματα με τ’ όνομά τους) για το συνδικάτο «Αλληλεγγύη», πολιορκητικό κριό τής κατάκτησης της νεότερης ελευθερίας της χώρας κόντρα στο «σφυροδρέπανο» και τη χούντα.
Τη βγάζει καθαρή ένα ηρώο με το αφηγηματικό τέχνασμα της ενδοφιλμικής εξιστόρησης, τώρα για τα… μάτια της διασημότερης one on one δημοσιογράφου της εποχής της, σε στιλ «άμα λάχει, τα λέω όπως με συμφέρει» της προσωπικής δράσης του απ’ το Βαλέσα, εν είδει χρονικού, memento και «άνθρωποι είμαστε, λάθη κάνουμε» ξεκαρφώματος; Όχι όταν πρώτα η εμπλοκή τού ερευνώντος οφθαλμού στην ενεργή… μεταφορά της αλήθειας και μετά το αλισβερίσι τής τελευταίας και της φιξιόν metaποίησής της (αμφότερες λυδίες λίθοι της δυναμικής γοητείας των 2 προγονικών, αθάνατων «Ανθρώπων», πίσω στα «στρατευμένα» έτη 1977 και 1981) εδώ ξεπέφτουν σε δυτικοπρεπούς στουντιακής λογικής, – θα ’θελαν – ανασυστατικές τού τεταμένου κλίματος περιόδου μίξεις αυθεντικών πλάνων αρχείου, λήψεων σε φαλκιδευμένα Α/Μ 16άρι και της χρωματικά ζωντανής διαδήλωσης της κάμερας του Πάβελ Έντελμαν πλάι στο design παραγωγής της Μαγκνταλένα Ντιπόν. Ή όταν το υφάκι μαγκάκου κι αλαζόνα συνομιλητή πλασάρεται μόνο (ως κατακτημένο ίδιον ενός winner ηγέτη) στα επεισόδια τετ α τετ με την Ιταλή «Τυποκτόνο», με το λεβέντη να φρασάρει πάντα κατά τη διάρκεια της ανακαλούμενης ευδόκιμης θητείας του, σε κοσμοϊστορικά κρίσιμες συνθήκες, ό,τι και όπως πρέπει για το καλό του σκοπού, κάνοντας ζάφτι τις «κόκκινες» Αρχές. Ή όταν η ατάκα – κλειδί, «Μια μέρα κάποιος θα χρησιμοποιήσει αυτό το χαρτί εναντίον σου» (στο επεισόδιο της οικειοθελούς τζίφρας στο πιστοποιητικό φρονημάτων και πληροφοριοδοσίας στην αστυνομία), μένει κενή αντικρίσματος από το σενάριο – εκτός κι αν ο «κάποιος» είναι ο Βάιντα, κι ετούτο το ακλόνητο άλλοθι αντικειμενικότητας της οπτικής του.
Στους εγκάθετους της μάζωξης προσμετρώνται τινά, καθόλου περιθωριακά ακόμα στοιχεία: Αθωωτικά «μαλακές» καρικατούρες είτε «οργάνων» (που σκάνε χαριτωμενιές αντί φάπες και φάλαγγα – μία είναι μπατσίνα γιατί έχει 3 παιδιά να θρέψει χωρίς άνδρα) είτε λαουτζίκου (εγχώριες «προβολές» πλήρως συγγνωστές, πάντως, στο σκετς του απεργοσπάστη αμμοβολητή, οικογενειάρχη σε τρώγλη χωρίς ρεύμα). Υποκινητήριες αλλά εκνευριστικά διφορούμενες ιδέες όπως της σταθεράς (επίσης του πιστού Βαλέσα) του καθολικισμού στο βαλτό footage τής επίσκεψης του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ και της προσευχής του – που κράτησε κάτω τον εργάτη ή «στάθηκε» πνευματικά στην αντίσταση; Ντόπια punk και no wave τραγούδια της περιόδου, που στο repeat, όμως, καταλήγουν ντουντούκα του μοντάζ. Και το… πιάσιμο της συντρόφισσας του «ανθρώπου μας» (γιατί πίσω από κάθε σπουδαίο άνδρα κρύβεται… ξέρεις τι) σε λελογισμένες κατσάδες / ισόβια κατανόηση / διεκδίκηση των δικαιωμάτων της / girl power εξάρσεις.
Όλως ή καθόλου περιέργως (γιατί πρόκειται για μια, επιτέλους, αφτιασίδωτη εικόνα, έμφυλης μάλιστα, προσβολής εκ μέρους της κρατικής αυθαιρεσίας ενός ολοκληρωτικού καθεστώτος) ο χυδαίος σωματικός έλεγχος εις βάρος της «Ντάνουτσκα» στο αεροδρόμιο κατά την επιστροφή της από την παραλαβή του Νομπέλ για λογαριασμό του άνδρα της στη Στοκχόλμη το 1983, είναι που ακουμπάει πιο δυνατά ως σκηνή εδώ. Το τι διαπραγματευτική αλεπού υπήρξε ο Λεχ, αλλά και πώς συγκυρίες βοήθησαν ή έβαλαν τις τρικλοποδιές τους στον λαϊκό ξεσηκωμό, μοιράζουν τις μπροσούρες τους στη σεκάνς της αναπάντεχης ικανοποίησης των αιτημάτων και του κρεμάσματος της συμμετοχής του σωματείου των οδηγών ΜΜΜ, ενώ το πανώ που σηκώνουν αγόγγυστα η Γκροχόφσκα και ο Βίτσκιεβιτς, μαζί με κάποια θεάματα πλήθους παλμού, δεν είναι δοτά. Αλλά ο filmer τους, που κάποτε υπέσκαπτε το σύστημα δουλεύοντας επιπλέον κινηματογραφικά καινοτόμα στο εσωτερικό του, τώρα το υπηρετεί κάνοντας μια ταινία συμφιλίωσης (φλερτάροντας, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι στο «Κατίν», με τον τίτλο του… «Γιάννη Σμαραγδή της Βαρσοβίας»). Υπάρχουν και χειρότερα: προσέξτε το όνομα του τρέχοντος Υπουργού Πολιτισμού, Μπόγκνταν Ζντρογιέφσκι, ασυνόδευτο και φαρδύ πλατύ στα générique τέλους και αρχής, ως τιμητικού πάτρονα του φιλμ. Ποιος πληρώνει το(ν Άνθρωπο από) Μάρμαρο;